You are currently viewing Κατερίνα Χ. Παππά: Γιόζεφ Ροτ: Ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ,  Μτφρ: Μαρία Αγγελίδου, Επίμετρο: Ναντίν Γκόρντιμερ, Εκδόσεις Άγρα

Κατερίνα Χ. Παππά: Γιόζεφ Ροτ: Ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ,  Μτφρ: Μαρία Αγγελίδου, Επίμετρο: Ναντίν Γκόρντιμερ, Εκδόσεις Άγρα

Όπως πληροφορούμαστε από το οπισθόφυλλο του βιβλίου τόσο ο  Μάικλ Χόφμαν όσο και η  Ναντίν Γκόρντιμερ θεωρούν τον «Σταθμάρχη Φαλλμεράυερ» – που δημοσιεύτηκε το 1933, τον πρώτο χρόνο της κυριαρχίας των Ναζί στη Γερμανία –  από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του Ροτ.  Ο ένας πιστεύει  ότι είναι μια  από τις καλύτερες νουβέλες που γράφτηκαν ποτέ και η άλλη ότι ίσως είναι το πιο σπουδαίο διήγημα.  Και οι δύο καταλήγουν ότι το συγκεκριμένο έργο – είτε το θεωρήσουμε νουβέλα είτε διήγημα – είναι εφάμιλλο των διηγημάτων του Τσέχοφ.

 

Από την πρώτη κιόλας παράγραφο ο αναγνώστης μαθαίνει όχι μόνον  ότι πρόκειται να παρακολουθήσει μια  «παράξενη ιστορία», αυτήν  του Αυστριακού σταθμάρχη Άνταμ Φαλλμεράυερ, αλλά ότι ο βασικός ήρωας «έχασε τη ζωή του». Από την αρχή, λοιπόν, ο αναγνώστης έχει προετοιμαστεί για μια απώλεια ζωής  και αναρωτιέται αν αυτή έχει κυριολεκτικό ή μεταφορικό πρόσημο.

 

Η ιστορία ξεκινά μια νύχτα του Μαρτίου του 1914  σε δυστύχημα που συμβαίνει στον σιδηροδρομικό σταθμό  μικρής αυστριακής πόλης, όταν ο σταθμάρχης  προσφέρει τη βοήθεια και τη φιλοξενία του σε μια άγνωστη και μυστηριώδη γυναίκα, τη Ρωσίδα  κόμισσα  Βαλέβσκα, η οποία του ασκεί από την πρώτη στιγμή  ισχυρή γοητεία. Συνεχίζεται στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου,  κάνει μια μεγάλη στάση στο Κίεβο και  καταλήγει στο Μόντε Κάρλο.

 

Η παρουσία της Βαλέβσκα  για έξι μερόνυχτα στην οικία του Φαλλμεράυερ ανατρέπει τη ρουτίνα της  ζωής  του και η φυγή της για συνάντηση με  τον σύζυγό της στην Ιταλία όχι μόνο δεν αποδυναμώνει το πάθος του αλλά το ενισχύει, καθώς αυτό τροφοδοτείται από  το άρωμά της που κυριαρχεί στο σπίτι, στη μνήμη και την καρδιά του. Για χάρη της εγκαταλείπει σύζυγο και θυγατέρες και επισπεύδει  την κατάταξή του στον στρατό  με βασικό στόχο να έρθει πιο κοντά στο όνειρό του.

 

Ο έρωτας αυξάνει  τη γενναιότητά του  στις μάχες, αλλά κυρίως τον ωθεί  να μάθει ρωσικά με την ελπίδα ότι θα καταφέρει να προσεγγίσει το Κίεβο και  να συναντήσει το ίνδαλμά του, κάτι που πραγματώνεται. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό για το τι πρόκειται να συναντήσει, ο Φαλλμεράυερ επισκέπτεται την κόμισσα και εγκαθίσταται στο σπίτι της, εφόσον ο κόμης έχει ήδη στρατευθεί. Γι’ αυτόν  η συνέχιση του πολέμου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση αυτής της πολυπόθητης σχέσης.

 

Ευγενής, αμήχανη και ανυποψίαστη για   τον έρωτα που δονεί τον σταθμάρχη η κόμισα ως τη στιγμή που ενδίδει, οπότε το ζευγάρι μοιράζεται ένα πάθος έντονο, που μόνο το ξέσπασμα της ρωσικής επανάστασης θέτει σε κίνδυνο.

 

Οι προσεκτικές κινήσεις του σταθμάρχη τούς οδηγούν στο Μόντε Κάρλο όπου συνεχίζουν να ζουν χωρίς την παραμικρή αγωνία για το μέλλον τους. Ο έρωτας είναι το μόνιμο μέλημά τους και τον θέτουν συχνά σε δοκιμασία μόνο και μόνο για να νιώσουν τη δύναμη και την αντοχή του.

 

Ώσπου η απροσδόκητη επιστροφή από τον πόλεμο του άρρωστου και ταλαιπωρημένου κόμη  προσφέρει τη λύση σ’ αυτήν την παράφορη ιστορία.

 

Ο Γιόζεφ Ροτ στήνει μια ερωτική ιστορία σπάνιας ομορφιάς και παρουσιάζει εξελικτικά τη συναισθηματική κορύφωση και πτώση του Φαλλμεράυερ  με συμπόνια και μια λεπτή, υποδόρια ειρωνεία. Στη ματιά του συγγραφέα  για  τον ήρωά του   διακρίνεται μια ψυχρότητα ανάμεικτη με συγκρατημένη τρυφερότητα. Ένας μελαγχολικός τόνος διαπερνά όλο το αφήγημα.

  

Ο ήρωάς του αποφασίζει να ξεφύγει από την άχρωμη ζωή του στη μικρή επαρχιακή πόλη και να ακολουθήσει αυτό που ο ίδιος χαρακτηρίζει συχνά ως μοίρα ή πεπρωμένο. Η άγνωστη γυναίκα που περιγράφεται ως πλάσμα θεσπέσιο και εξωτικό πολιορκεί τις αισθήσεις και τη φαντασία του. Ο σταθμάρχης επενδύει στον πόλεμο για να ζήσει το μεγάλο πάθος που ονειρεύεται. Όταν οι άλλοι τρέμουν τον όλεθρο που προκαλεί αυτός εύχεται να μην τελειώσει ποτέ, γιατί η ειρήνη, που για τους άλλους ταυτίζεται με τη ζωή, γι’ αυτόν μπορεί να σημάνει το τέλος του ονείρου του, τον δικό του θάνατο. Στην κάπνα και τη μαυρίλα του πολέμου, ανάμεσα στους τραυματίες και τα πτώματα το άρωμα της Βαλέβσκα τον εμψυχώνει και τον διατηρεί ζωντανό.

 

Μόνο μια στιγμή στο τρένο για το μέτωπο, όταν ακολουθώντας το κλίμα που κυριαρχεί   υποκρίνεται κι αυτός τον θλιμμένο για την οικογένεια που άφησε πίσω, οικτίρει τον εαυτό του όχι για την προσήλωση στη Βαλέβσκα, αλλά  για το ψέμα σχετικά με τις αιτίες της θλίψης του.

 

Και του φάνηκε τότε πως έλεγε δύο φορές ψέματα: μία, επειδή αποσιωπούσε τι πραγματικά είχε μέσα στην καρδιά του’ κι άλλη μία, επειδή πού και πού έλεγε καμιά κουβέντα για τη γυναίκα και τα παιδιά του – που την ώρα εκείνη βρίσκονταν πολύ πιο μακριά του απ’ ό,τι η κόμησσα Βαλέβσκα, μια γυναίκα από χώρα εχθρική. Άθελά του άρχισε να περιφρονεί λιγάκι τον εαυτό του. (σ. 28)

 

Ποτέ όμως, καμιά στιγμή δεν μετανιώνει για την απόφασή του να εγκαταλείψει την οικογένειά του για να συναντήσει αυτήν που νοηματοδοτεί τη ζωή του.

 

Ο Ροτ  πλάθει έναν ήρωα που βρίσκει λόγο ύπαρξης σ’ ένα άλλο πρόσωπο και χωρίς καμιά αναστολή τού παραδίδεται άνευ ορίων και άνευ όρων. Όπως όλοι όσοι είναι κυριευμένοι από φλογερά αισθήματα  για κάποιον πιστεύουν στην ανταπόκριση έτσι και ο Φαλλμεράυερ είναι σίγουρος ότι το δικό του πάθος θα μεταγγιστεί και στο αντικείμενο του πόθου του και η γυναίκα κάποια στιγμή θα ανταποκριθεί στον έρωτά του. Είναι άξιο παρατήρησης ότι ούτε μια φορά δεν βλέπουμε τον σταθμάρχη να εκφράζει τα συναισθήματά του στην κόμισσα. Μιλάει με τις πράξεις του και εμπιστεύεται το πεπρωμένο του.

 

Τουλάχιστον επτά φορές στο κείμενο γίνεται αναφορά στη μοίρα και το πεπρωμένο. Ήδη από την πρώτη σελίδα ο αναγνώστης πληροφορείται ότι:

 

Η μοίρα αυτή τον βρήκε, τον έπιασε στα χέρια της – και ο ίδιος φάνηκε μάλιστα να της παραδίδεται σχεδόν μ’ ευχαρίστηση. (σ. 9)

 

Τη γνωριμία με τη Βαλέβσκα ο ήρωας τη θεωρεί αναπάντεχη και απροσδόκητη, μοιραία. Και για τη συμμετοχή του στον πόλεμο ευγνωμονεί τη μοίρα, και η φυγή του μετά την  πρώτη επίσκεψη στο αρχοντικό της Βαλέβσκα συνοδεύεται από  την πίστη πως το πεπρωμένο του είχε αρχίσει να πραγματοποιείται. (σ. 37) Η ρωσική επανάσταση είναι μια αναπάντεχη τροπή της μοίρας (σ. 45) που τον κινητοποιεί, και λίγο πριν από το οδυνηρό τέλος ο σταθμάρχης νιώθει πάλι ευγνώμων απέναντι στη μοίρα και στη γυναίκα του. Όμως κάποια στιγμή η μοίρα φαίνεται ότι εγκαταλείπει τον ήρωα αφού: 

 

…χάρη σε κάποιο παράξενο παιχνίδι της μοίρας….ο κόμης Βαλέβσκι είχε γλιτώσει από τη λαίλαπα του πολέμου και των μπολσεβίκων και βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν για το Μόντε Κάρλο. (σ. 53)

 

Δεν ξέρω αν ο αναγνώστης του σήμερα καταλήξει, όπως ο παντογνώστης αφηγητής, ότι η μοίρα ευθύνεται για την εξέλιξη του βίου του σταθμάρχη ή προτιμήσει να τη θεωρήσει απόρροια της τυχαιότητας, των παιχνιδιών της ιστορίας, του περιορισμένου κοινωνικού του περιβάλλοντος, του παράφορου πάθους, της ανθρώπινης καταστροφικότητας ή αποτέλεσμα του συνδυασμού όλων των παραπάνω. Θα συμφωνήσει όμως,  νομίζω, ότι ενώπιόν του εκτυλίσσεται η πορεία προς   την ευτυχία  και τη συντριβή ενός ανθρώπου που αδιαφορώντας για τις συνθήκες ακολούθησε τα συναισθήματά του.

 

Ο συγγραφέας επιλέγει τριτοπρόσωπη αφήγηση και σύνταξη  παρατακτική, με μικρές κοφτές φράσεις  που τρέφουν και  κορυφώνουν την αγωνία του αναγνώστη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι με εξαιρετική συντομία και ζωντάνια, στοιχεία που παραπέμπουν στη δημοσιογραφική του λειτουργία, δίνει την κατάληξη του πολέμου και την επέλαση του Κόκκινου Στρατού στον βαθμό που επηρεάζουν  την ιστορία του.

 

Από τα πιο τρυφερά χωρία του κειμένου αυτό όπου προβάλλεται ο βιωματικός χαρακτήρας της γλώσσας και δηλώνεται η επένδυση του ήρωα στην εκμάθηση της ρωσικής.

 

…ο Φαλλμεράυερ μύριζε σε κάθε λέξη τις δερμάτινες βαλίτσες και το παράξενο άρωμα της γυναίκας, που είχε ξαπλώσει κάποτε στο κρεβάτι του, στο μαξιλάρι του, κάτω από το πάπλωμά του. Μάθαινε τη μητρική γλώσσα αυτής της γυναίκας και φανταζόταν ότι μιλούσε μαζί της, στη γλώσσα της. Μάθαινε γλυκόλογα, λέξεις αγάπης, πολύτιμες ρώσικες λέξεις αγάπης. Και μιλούσε μ’ εκείνην. Ολόκληρος παγκόσμιος πόλεμος τους είχε χωρίσει, μα αυτός της μιλούσε. (σ. 29 – 30)

 

Αξιοσημείωτος είναι ο ρόλος και η παρουσία της φύσης στο έργο, η οποία ενίοτε προσημαίνει την ψυχική κατάσταση του ήρωα και, τις περισσότερες φορές, συμπλέει με τα συναισθήματά του.

Ο λυρισμός και η πρωτοτυπία που χαρακτηρίζουν τις φυσικές περιγραφές δημιουργούν κλίμα ονειρικό, χωνεμένο όμως σε βάση ρεαλιστική.  

 

Η ιστορία εκτείνεται σε δεκατρία κεφάλαια με το τελευταίο να αποτελείται από δύο σύντομες προτάσεις. Η λακωνικότητα και η αινιγματικότητα των δύο καταληκτικών φράσεων δεν εξασφαλίζουν μόνο τη συμμετοχή του αναγνώστη στο δράμα του ήρωα, αλλά τον προσκαλούν σε αναστοχασμό για την ανθρώπινη περιπέτεια.

 

Ο Γιόζεφ Ροτ (1894 – 1939) συγγραφέας και δημοσιογράφος εβραϊκής καταγωγής  είναι γνωστός στους Έλληνες αναγνώστες  τουλάχιστον από τα  σπουδαία μυθιστορήματά του:  «Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ», «Η κρύπτη των Καπουτσίνων», «Ιώβ».

 

Η Μαρία Αγγελίδου με τη γνωστή της οξυδέρκεια και ευαισθησία απέναντι στη γλώσσα υπογράφει τη μετάφραση και αυτού του έργου του Ροτ.      

       Η Κατερίνα Χ.  Παππά γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα όπου και ζει. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Ε.Κ.Π.Α. και εργάστηκε ως φιλόλογος επί τριάντα δύο χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Διαβάζει ελληνική και ξένη λογοτεχνία. 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.