You are currently viewing Κλεονίκη Δρούγκα: ένα διήγημα

Κλεονίκη Δρούγκα: ένα διήγημα

 ΑΓΩΝΑΣ

 

Ξημερώματα Σαββάτου με ψιλόβροχο η Ναταλία κατεβαίνει την Αγγελάκη και στρίβει στην Εγνατία. Φορά μια κουρελού πάνω από την πλεκτή μαύρη ζακέτα της και κουβαλάει με κόπο μια μεγάλη καρό μπλε βαλίτσα, που μόλις κλείνει. Γέρνει από την αριστερή μεριά, κρατώντας την, μετά αλλάζει χέρι και γέρνει από τη δεξιά μεριά αλλά δεν σταματά να προχωρά. Πρέπει να κάνει γρήγορα, να προλάβει, να πιάσει μια καλή θέση, ν΄ απλώσει τα αντικείμενα – τα ρώσικα ασημικά, τα μαχαιροπήρουνα, τις κορνίζες με φίλντισι, τους παλιούς δίσκους, τη φωτογραφική μηχανή – να τα στήσει σωστά, να τραβήξει την προσοχή των περαστικών, να σκύψουν να δουν και να αγοράσουν. Το καλύτερο κομμάτι είναι ένα δερματόδετο βιβλίο στα ρώσικα. Το πηγαινοφέρνει αλλά δεν το πουλάει.

Επιταχύνει το βήμα, κοιτάζοντας τη Ροτόντα του Γαλέριου, λαμπερό οικοδόμημα τότε -λαμπερή ήταν και η Ναταλία. Προσπερνά την Παναγία Δέξια, κάνει το σταυρό της να σταματήσει το ψιλόβροχο, ρίχνει μια ματιά στη βαλίτσα που με δυσκολία -πια- κρατά και με γρήγορο βηματισμό φτάνει στο παγκάκι και πιάνει θέση. Σε λίγα λεπτά η Παναγία της κάνει το χατίρι. Κατεβάζει την κουρελού από τους ώμους, τη ρίχνει κάτω, ανοίγει τη βαλίτσα και αραδιάζει με προσοχή τα πράγματα. Στην πρώτη σειρά βάζει το σερβίτσιο το καλό, το σομόν, που ‘χει απ’ τη γιαγιά της, ετών πολλών, ατόφιο φίλντισι, ελάχιστα χρησιμοποιημένο. Έπειτα τοποθετεί τα μαχαιροπήρουνα. Τα πιάνει ένα-ένα, τα γυαλίζει με την άκρη από το φόρεμά της και τα τοποθετεί σα να ετοιμάζει το κυριακάτικο τραπέζι. Είναι μια ιεροτελεστία κι αυτό -από τις λίγες που της έμειναν. Δίπλα τους μπαίνουν δυο τραπεζομάντηλα σιδερωμένα, κεντητά. Τα κέντησε η μάνα της με τις δυο αδελφές της, για την προίκα τους. Ποιος θα ‘λεγε ότι θα στρώνονταν στο πεζοδρόμιο στα πόδια της Παναγίας! Παραδίπλα βάζει το σαμοβάρι και τα ποτήρια του τσαγιού. Είναι σετ και θα στεναχωρηθεί αν τα πάρουν χώρια. Δίπλα από τα σεντόνια ακουμπά τη φωτογραφική μηχανή, παλιά -αλλά γι’ αυτούς που ξέρουν δυνατό κομμάτι- από το εργοστάσιο του Κρασνογκόρσκ, κοντά στη Μόσχα. Τελευταίους βγάζει από τη βαλίτσα τους δίσκους. Ένας απ’ αυτούς ίσως να μην παίζει, αλλά δεν είναι σίγουρη. Έχει καμιά δεκαριά χρόνια να τον ακούσει -από το υγρό εκείνο απόγευμα στο λιμάνι της Οδησσού. Τον άκουγε για πολλή ώρα στο καφενεδάκι, κοιτάζοντας τη θάλασσα και χάιδευε το εξώφυλλό του. Θυμάται που ο καφετζής τη φίλησε -ήταν το τελευταίο φιλί- στα μάτια και της τον χάρισε την ώρα που έφευγε. Βλέπει το δίσκο και ακούει την πατρίδα. Το δερματόδετο βιβλίο το ακουμπά δίπλα της σα να μην θέλει να το πουλήσει. Κοιτάζει τη 2η σελίδα με την αφιέρωση «για τα μάτια σου μόνο» τη στιγμή που ένας άντρας την πλησιάζει. Η Ναταλία στρέφει το βλέμμα της στον άντρα.

Ο άντρας τινάζει αδιάφορα την ομπρέλα του και πιτσιλάει όλα τα αραδιασμένα αντικείμενα. Η Ναταλία ψελλίζει.

-Προσέξτε…

-Δεν πας από κει που ‘ρθες…Μέσα στην παρανομία όλοι, ούτε φόρους πληρώνετε ούτε τίποτε…Γεμίσαμε από σας… Θα πάρω την αστυνομία να δούμε τι θα λέτε τότε.

Άθλιοι!

Η Ναταλία τραβιέται. Ο άντρας κάνει να φύγει αλλά γυρίζει πίσω και κλωτσάει το καλό σερβίτσιο από φίλντισι. Η Ναταλία ρίχνει το κεφάλι κάτω. Σκύβει και μαζεύει το σερβίτσιο. Ο άντρας απομακρύνεται και μουρμουρίζει.

Cut. Πάμε άλλη μια φορά.

-Ρε παιδιά ένα τσιγάρο κι έναν καφέ. Πέντε λεπτάκια.

Ο σκηνοθέτης σηκώνει το χέρι και δείχνει στον μπούμαν τον αριθμό πέντε με τα δάχτυλά του. Η  Ναταλία ανάβει ένα τσιγάρο και κοιτάζει τη θάλασσα. Οι σκέψεις της είναι ανακατεμένες πότε με τα υλικά του κόσμου που ζει, πότε με τα φανταστικά. Πρέπει να μιλήσει στο σκηνοθέτη, σκέφτεται, δεν μπορεί να υποδύεται κάθε μέρα τον εαυτό της.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.