You are currently viewing Κλεονίκη Δρούγκα: ένα διήγημα

Κλεονίκη Δρούγκα: ένα διήγημα

 Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ

Η Ευθυμία βρίσκεται μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάζει τον εαυτό της. Φορά τη μαύρη κοντομάνικη μπλούζα που έχει αγοράσει από την λαϊκή -πολύ καλής ποιότητας- και στη συνέχεια φορά την μαύρη φούστα που έχει από έναν γάμο δυο χρόνια πριν. Μετά την κηδεία του άντρα της έχασε μερικά κιλά και γι΄ αυτό καρφιτσώνει στη μέση μια παραμάνα, για να μην της πέφτει. Κοιτάζει το σώμα της, ενώ ετοιμάζεται για τα Σαράντα και διακρίνει έναν μώλωπα, στην κοιλιά της, κίτρινο πια, αλλά ακόμη την πονάει. Η Ευθυμία είναι νέα κοπέλα, λίγο πάνω από τα πενήντα και στη ζωή της δεν έχει κάνει πολλά πράγματα, γιατί παντρεύτηκε νωρίς. Ο άντρας της, καλό παιδί, αλλά αψύς στους τρόπους, της έκοβε γρήγορα κάθε επιθυμία. Αυτή ήθελε να ταξιδέψει, αλλά τα ταξίδια δεν του άρεσαν. Αυτή ήθελε να τελειώσει το σχολείο, αλλά αυτός γρήγορα την άφησε έγκυο.

Παίρνει το μαύρο καλσόν και το βάζει με προσοχή. Κάνει ζέστη -μέσα Μαΐου- αλλά οφείλει να βάλει καλσόν, διότι οι αντιλήψεις στο χωριό για τη χήρα είναι πολύ αυστηρές. Ξεκάλτσωτη χήρα δεν μπορεί να εμφανιστεί στα Σαράντα. Τα παιδιά της της είπαν ότι τα μαύρα αρκεί να τα φορά για δυο-τρεις μήνες, αλλά αυτή δεν το συζητά περισσότερο. Στο χωριό  οι άνθρωποι συζητάνε πολύ και δεν είναι να σε πιάσουν στο στόμα τους. Η Ευθυμία από μικρή ήθελε να φύγει από το χωριό. Αλλά λίγο ο έρωτας, λίγο η ατολμία, λίγο η συνήθεια δεν έκανε το μεγάλο βήμα. Κι έμεινε εκεί. Πάντα, όμως, ταξίδευε με το μυαλό της και έκανε πολλά ταξίδια έτσι. Από τότε μάλιστα που αγόρασαν υπολογιστή -για τις ανάγκες των παιδιών στο σχολείο-  πήγε Παρίσι, πήγε Βαρκελώνη, πήγε και Αμερική! Δια ζώσης, βέβαια, πήγε μέχρι τα Σκόπια με τους γονείς της.

Ξανακοιτάζει στον καθρέφτη και βλέπει και τα ράμματα πάνω από το μάτι. Ίσα που φαίνονται πια. Γρήγορα σκεπάζει τον καθρέφτη με το άσπρο σεντόνι. Έτσι γίνεται στα χωριά και, αν μπει κάποιος και τη δει να κοιτάζεται στον καθρέφτη, αλίμονο της!

Η Ευθυμία την επόμενη μέρα πηγαίνει στα κοιμητήρια να δει τον τάφο, να ελέγξει με την ησυχία της αν τα μάρμαρα είναι όπως πρέπει. Φτάνει εκεί, τον θαυμάζει και σκουπίζει με την άκρη της φούστας της τη φωτογραφία του άντρα της. Κάθεται πάνω στο λευκό μάρμαρο, ακούει ένα γρύλισμα, γυρίζει το κεφάλι της και ακριβώς δίπλα της βλέπει ένα άγριο λυκόσκυλο να την κοιτά με την γλώσσα έξω. Φοβάται. Γυρίζει σιγά σιγά, το χαϊδεύει κι εκείνο ηρεμεί και κάθεται στα πόδια της. Τότε της έρχεται μια αναλαμπή ότι ο σκύλος είναι η ψυχή του άντρα της που ήρθε στη γη με άλλο σώμα και παίρνει το σκυλί στο σπίτι. Το ταΐζει, το ποτίζει, το βάζει μέσα. Είναι άγριο σκυλί αλλά θα το στρώσει. Έλα, όμως, που το σκυλί μια μέρα ξαφνικά της δαγκώνει το χέρι και πονάει. Η Ευθυμία ταράζεται. Ωστόσο, συνεχίζει να το ποτίζει, να το ταΐζει και αυτό συνεχίζει να την ακολουθεί ως τα κοιμητήρια οπωσδήποτε τρεις φορές την εβδομάδα. Μια μέρα το σκυλί  -δεν του έδωσε ποτέ όνομα- είναι ανήσυχο. Ξεχορταριάζει η Ευθυμία, κόβει αγριολούλουδα γύρω από τον τάφο, κάνει να σηκωθεί και το σκυλί της δαγκώνει το μανίκι της μαύρης μπλούζας, εκείνη την καλής ποιότητας μαύρη μπλούζα από τη λαϊκή.  Χωρίς λόγο. Η Ευθυμία ανοίγει τα μάτια της και σφίγγει τα χείλη της. Δεν τολμά να φωνάξει. Στο χωριό δεν φωνάζεις, άλλωστε. Γυρνά στο σπίτι με το κεφάλι κατεβασμένο και την ώρα που το σκυλί κάθεται στο πλατύσκαλο μπροστά από το σπίτι, παίρνει τον κασμά και το χτυπά με δύναμη στο κεφάλι. Το σέρνει στο χωράφι, ανοίγει μια λακούβα, το βάζει στο χώμα και φυτεύει επάνω  βασιλικό. Είναι η εποχή του βασιλικού, τέλη Μαΐου. Μετά μπαίνει στο σπίτι, πλένει τα χέρια της και ψήνει καφέ.

Την επόμενη μέρα φορά μπλε.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.