You are currently viewing Κωστής Ζ. Καπελώνης: Μικρομέγαλα θέατρα

Κωστής Ζ. Καπελώνης: Μικρομέγαλα θέατρα

Σαν την τετράχρονη δεσποινίδα, που αρέσκεται να δοκιμάζει τις γόβες της μάνας της.

Έτσι μου μοιάζουν τα μικρά θέατρα, που επιχειρούν να παραστήσουν τους θεατρικούς οργανισμούς.

Αν-ισορροπούν πάνω στα ψηλοτάκουνα όνειρά τους.

 Ένα πλήθος παραγόντων συνέβαλαν στο να δημιουργηθούν πολλές, δυσανάλογα πολλές για το θεατρόφιλο κοινό, θεατρικές αίθουσες των πενήντα-ογδόντα θέσεων.

Στην «ελεύθερη» οικονομία που ζούμε, προφανώς ο ισχυρότερος παράγων, που συνέβαλε, είναι ο οικονομικός. Τα ενοίκια αυτών των χώρων είναι προσιτά, στα επίπεδα ενοικίου ενός κοινού μαγαζιού, ίσως και φθηνότερα, αφού πολλοί είναι σε υποβαθμισμένες περιοχές. Αμέσως μετά, το λειτουργικό κόστος είναι κι αυτό σχετικά μικρό. Βοήθησε η οικονομική κρίση που συμπίεσε τις όποιες αμοιβές και περιορίστηκε ακόμη περισσότερο το κόστος χρήσης των χώρων.

Η «ελεύθερη» ιδιωτική τηλεόραση, στις εποχές των παχιών αγελάδων, είχε ανάγκη παραγωγής πολλών σειρών και απορρόφησης νέων κυρίως ηθοποιών, που ήσαν φτηνοί, για να μεγιστοποιείται το κέρδος των καναλαρχών και των εταιριών παραγωγής του τηλεοπτικού προϊόντος. Η ανάγκη αυτή αύξησε τον αριθμό των υποψηφίων των δραματικών σχολών, όταν μάλιστα η εξάπλωση της ιδιωτικής τηλεόρασης απενοχοποίησε, στα μάτια των μικροαστών, το επάγγελμα του ηθοποιού. Έτσι εξασφαλίστηκε και ένας μεγάλος αριθμός φτηνών «πρωταγωνιστών» για το θέατρο και δημιουργήθηκε ο πρώτος φαύλος κύκλος. Εντελώς φαύλος.

 Αυτοί οι «πρωταγωνιστές» μπορούσαν πια να έχουν τον δικό τους θίασο ή θέατρο, όπως η Βουγιουκλάκη είχε το Αλίκη. Δεν έβαλαν βέβαια το όνομα τους, αλλά χρησιμοποίησαν δάνεια ονόματα με τη λογική τού να δείχνουν συνάφεια με την καλλιέργεια και την κουλτούρα, για να απευθυνθούν στο πιο στενό θεατρικό κοινό, που θεωρεί το θέατρο Τέχνη. Έτσι ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο ο φαύλος κύκλος.

Όμως η μικρή ανταπόκριση του κοινού, του μεγάλου κοινού, σε αυτές τις προσπάθειες δεν μπορούσε να καλύψει το κόστος παραγωγής της παράστασης του νεαρού πρωταγωνιστή και ο πρωταγωνιστής-θιασάρχης περιόρισε τις παραστάσεις της δικής του παραγωγής και απελευθέρωσε μέρες για να νοικιαστεί το θέατρό του σε άλλους νεαρούς πρωταγωνιστές ή επίδοξους σκηνοθέτες για να παρουσιάσουν τις δικές τους εργασίες και να καλύπτεται έτσι το ενοίκιο του θεάτρου. Άλλος ένας φαύλος κύκλος.

Η υπερπροσφορά θεατρικών χώρων και το πλήθος φρέσκων ηθοποιών από τις δραματικές σχολές τροφοδότησε ακόμη περισσότερο αυτόν τον νέο φαύλο κύκλο. Ομάδες συμμαθητών που παίζουν και ένας τους σκηνοθετεί· την παραγωγή και την επικοινωνία επωμίζονται συγγενείς και φίλοι.

 Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε στην Αθηνα τριακόσια-πεντακόσια θέατρα και τα περισσότερα με 5-8 παραστάσεις την εβδομάδα, δηλαδή χίλιες πεντακόσιες παραστάσεις κάθε χειμώνα στην Αθήνα. Ίσως αυτός ο αριθμός να είναι μεγαλύτερος και από τις κινηματογραφικές προβολές της δεκαετίας του 60-70, με τις εμπορικές επιτυχίες του Ξανθόπουλου και της Βουγιουκλάκη, με το ένα εκατομμύριο εισιτήρια σε κάθε ταινία τους. Η επόμενη φάση βεβαια εκείνου του κινηματογράφου ήταν η βιντεοταινία και οι ταινίες «ποιότητας», που ζήλευαν ευρωπαϊκά μοντέλα, η γνωστή σε όλους φάση που άδειασε τους κινηματογράφους.

Εύχομαι να μην είναι παρόμοια η επόμενη φάση για το σύγχρονο θεατρικό τοπίο.

 Έτσι φτάσαμε στην υπερπληθώρα παραστάσεων, που βέβαια δίνει στο κοινό πολλές επιλογές, ας το θεωρήσουμε αυτό θετικό, αλλά ταυτόχρονα εμποδίζει την όποια αξιολόγηση των παραστάσεων, αφού είναι αδύνατον, ακόμη και στους ειδικούς του θεάτρου, να σχηματίσουν συνολική αντίληψη για το τι συμβαίνει στο ελληνικό θέατρο.

Ακόμη και ο πιο επιμελής κριτικός μπορεί, παρακολουθώντας κάθε μέρα μια παράσταση, να δει στο οκτάμηνο της χειμερινής σαιζόν περίπου 250 παραστάσεις, δηλαδή περίπου το ένα έκτο των παραστάσεων του χειμώνα.

Η πολιτική των μεγάλων θεατρικών οργανισμών δεν μπορεί να διορθώσει την κατάσταση, αφού αποτελεί ένα ελάχιστο ποσοστό του συνόλου των παραστάσεων.

Όταν μάλιστα το μεγάλο κοινό αδιαφορεί για το θέατρο ή συρρέει με προσκλήσεις και πούλμαν στα εμπορικά θέατρα.

 Μια κάποια διέξοδος θα ήταν η δημιουργία σταθερών θιάσων που να συνδέονται με τον θεατρικό χώρο που φιλοξενούνται, έτσι που στη συνείδηση του κοινού να συνδεθεί ο θίασος με το θέατρο που παίζει, με στόχο να εμφανιστεί ένα κοινό που να παρακολουθεί τακτικά ένα θίασο και να τον στηρίζει στις αναζητήσεις του.

Ακόμη θα μπορούσε να βοηθήσει, στο βραχυκύκλωμα των φαύλων κύκλων, η μετακόμιση νέων θιάσων σε περιφερειακούς δήμους της Αθήνας, σε σύνδεση με τοπικούς φορείς ή οργανισμούς και την τοπική κοινωνία, με στόχο να προσελκύσει στο θέατρο θεατές που τώρα δεν θέλουν ή δεν μπορούν να ταξιδεύουν μέχρι την Αθήνα για να δουν παραστάσεις. Σε αυτές τις δράσεις θα μπορούσαν να συμβάλουν οι τοπικοί δημοτικοί άρχοντες, με την προϋπόθεση ότι αντιλαμβάνονται τη σπουδαιότητα του θεάτρου στη διαμόρφωση κοινωνικών και πολιτικών συμπεριφορών.

 Τέλος μια άλλη προοπτική των νέων θιάσων και των μικρών χώρων θα ήταν η θεατρική έρευνα, που φαίνεται να έχει εξαφανιστεί από το θεατρικό τοπίο. Τα δήθεν, ως μοντέρνα εμφανιζόμενα, είναι απλώς μιμητισμοί θεατρικών μορφών από το εξωτερικό, χωρίς αφομοίωση και χωρίς καμία προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα ή την κοινωνική αναγκαιότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι παρά τη δεκαετή οικονομική και κοινωνική κρίση σε πάμπολλους τομείς, δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη θεατρικά έργα και παραστάσεις, που να ασχολούνται με την κρίση και τις επιπτώσεις της. Ή μήπως γράφτηκαν, ανεβάστηκαν, αλλά κανείς δεν τα πήρε χαμπάρι;

 Η οικονομική επιβίωση αυτών των μικρών θεάτρων είναι μια άλλη τραγική ιστορία. Με μια μέση πληρότητα στο 50% των θέσεων και με μέση τιμή εισιτηρίου λιγότερο από δέκα ευρώ, η είσπραξη της τάξης των διακοσίων-τριακοσίων ευρώ, ανά παράσταση, ποιά έξοδα μπορεί να καλύψει;

Ο μόνος που συνήθως πληρώνεται είναι ο θεατρώνης. Όλοι οι άλλοι προσφέρουν εθελοντική εργασία.

Προς όφελος του κοινού πρωτίστως, που πληρώνει δυσανάλογα μικρό αντίτιμο για το κόστος της παράστασης που παρακολουθεί.

 Παρόλα αυτά, πρέπει να υπάρχει υποστήριξη των θεατρικών χώρων και των μη εμπορικών θιάσων. Είναι κοινωνική υποχρέωση.

 Διέξοδος σ’ αυτό το αδιέξοδο θα ήταν το θεατρικό κοινό να γεμίσει πραγματικά τα μικρά θέατρα, με πραγματικά σολντάουτ και όχι με προσκλήσεις και προσφορές.

 Άλλη διέξοδος θα μπορούσε να είναι η επιχορήγηση από μέρους του κράτους. Όμως το συγκεκριμένο κράτος την απεχθάνεται και την θυμάται για μικροκομματικούς λόγους ή κάτω από μεγάλη πίεση από τους καλλιτέχνες του θεάτρου.

 Όμως το θέατρο πρέπει να παραμείνει ζωντανό.

Το χρειάζεται η κοινωνία, το χρειάζεται ο σκεπτόμενος και ο δυστυχισμένος άνθρωπος.

Έχουμε υποχρέωση να συντηρούμε το Θέατρο, να το αναπτύξουμε και ίσως, αν φανεί η στράτευση της κοινωνίας πίσω από αυτό το σκοπό της συντήρησης και ανάπτυξης του θεάτρου, να υποχρεωθεί και η Πολιτεία να βοηθήσει.

Χωρίς κοινωνική πίεση η Πολιτεία δεν είναι διατεθειμένη να παραχωρεί τίποτα στην κοινωνία. Όταν μάλιστα οι προτεραιότητες της συγκεκριμένης Πολιτείας είναι οι οικονομικοί αριθμοί, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο της Τέχνης.

 Πότε, επί τέλους, θα αντιληφθούμε ότι το Θέατρο είναι κοινωνικό σχολείο και ιατρείο της ψυχής.

Δηλαδή να πιστέψουμε ότι κάθε γειτονιά θα έπρεπε να έχει το θέατρό της και όχι να έχουμε θέατρα στην πόλη που δεν τα παρακολουθούν ούτε καν οι ένοικοι της πολυκατοικίας που στο ισόγειο στεγάζεται το θέατρο.

Όμως έχουν την ευθύνη τους και τα ίδια τα μικρά θέατρα, όταν δεν προσπαθούν να εξασφαλίσουν την επικοινωνία με τους κατοίκους της γειτονιάς τους και επιμένουν να απευθύνονται στους αμφιβόλου ποιότητας κριτικούς, στην υποτιθέμενη πνευματική πρωτοπορεία ή στους θεατές των κουπονιών και των δωρεάν προσκλήσεων μέσω ραδιοφωνικών εκπομπών. Επιμένουν να αγνούν το κοινό που έχει αράξει στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση, γιατί το θέατρο δείχνει να μην του προσφέρει κάτι καλύτερο.

 Το θέατρο θα έπρεπε να είναι λαϊκή τέχνη και όχι φεστιβαλικές εκδηλώσεις και ψυχαναγκαστική απασχόληση απονενοημένων «καλλιτεχνών».

 Όμως κι εσείς, αξιότιμο κοινό, στηρίξτε αυτό το μικρομέγαλο θέατρο.

Γιατί εκεί μέσα είναι κρυμμένο ένα θέατρο, που -κόντρα στην οικονομική λογική της χυδαίας αγοράς- επιμένει να ονειρεύεται.

Εκεί είναι κρυμμένο ένα θέατρο, που επιμένει να παλεύει για να βρει καινούργιους τρόπους έκφρασης.

Που επιμένει να αναζητά, κοινωνικά και πολιτικά, τη σύνδεση με τους καιρούς.

Μέσα σ’ αυτό το μικρομέγαλο θέατρο -και όχι στους μεγάλους οργανισμούς, στα εμπορικά καταστήματα και τις τηλεοπτικές σειρές- είναι κρυμμένο το μέλλον του θεάτρου.

 Προφανώς, αφού καταφέρνει να υπάρχει, κόντρα στις προοπτικές, σημαίνει ότι έχει μεγάλη αγάπη για την τέχνη του θεάτρου.

Σημαίνει ότι ελπίζει. Και η ελπίδα, που πυροδοτεί τον αγώνα, είναι μεγάλο κεφάλαιο για τις δύσκολες μέρες που μας πνίγουν από παντού.

Εκεί σε αυτά τα μικρομέγαλα θέατρα, μέσα στα φτηνά σκηνικά και τα ακριβά όνειρα, είναι κρυμμένος -ακόμη- ο σημαντικότερος θεατρικός δημιουργός του εικοστού πρώτου αιώνα σας.

Βοηθήστε τον να αντέξει, να μην εγκαταλείψει την προσπάθεια.

Βοηθήστε τον να μην αλλάξει δουλειά. Εσείς και το Θέατρο τον χρειάζεστε.

Μπορεί εσείς να μην το καταλαβαίνετε, αλλά θα τον χρειαστούν τα παιδιά σας.

Πάρτε πνεύμα μαζί σας. Το μέλλον προβλέπεται να έχει πολλή ανοησία.

 

 

Κωστής Καπελώνης

Κωστής Καπελώνης Ο Κωστής Καπελώνης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1952. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστημίο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Tέχνης Kαρόλου Kουν. Διετέλεσε Kαλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔHΠEΘE Kρήτης, υπηρέτησε στο Kρατικό Θέατρο Bορείου Eλλάδος και το 2002 ίδρυσε τον θίασο “Θ όπως Θέατρο”. Από το 1994 έχει σκηνοθετήσει πάνω από 50 παραστάσεις – μεταξύ των οποίων Το Παραμύθι από Χαρτί που τιμήθηκε με το βραβείο δραματουργίας Κ. Κουν 2003. Έχει εκδώσει αρκετά βιβλία, έχει γράψει στίχους για τραγούδια και έχει ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Είναι διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης και εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, σχεδιαστής φωτισμών κλπ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.