You are currently viewing Κώστας Γιαννόπουλος: Ο γάτος του επιζώντα

Κώστας Γιαννόπουλος: Ο γάτος του επιζώντα

 Παλιότερα του άρεσε να επιδιορθώνει ρολόγια, αυτά που είχαν γρανάζια και κουρδιστήρια. Τα παλιά κλασικά ρολόγια. Είχε ένα κουτί με τα κατάλληλα εργαλεία και όταν το ξέχναγε ανοιχτό, ο γάτος απρόσεκτα μπορούσε να το αναποδογυρίσει. Αλλά αυτός δεν είχε καμιά σχέση με το χρόνο. Ούτε τον ένοιαζε καθόλου τι μέρα ήταν, τι μήνας, αν είναι πρωί, μεσημέρι, ή ώρα κοινής ησυχίας. Μπορούσε να παίζει, να νιαουρίζει όποια ώρα του κάπνιζε. Είχε το ελεύθερο μάλιστα απ’ τον Ιάσονα. 

   Δεν τον μάλωνε σοβαρά ποτέ. Ούτε τον τιμωρούσε. Ζήλευε την ανεξαρτησία του, όπως και το ότι δεν ήταν δέσμιος αυτής της χαώδους κατάστασης που καταδυνάστευε τη ζωή των ανθρώπων. Ο γάτος του ήταν ανέμελος, τεμπέλης, άτακτος και κακομαθημένος. Δεν τον ένοιαζε η απραξία, δεν έπληττε, και δεν βαριόταν ποτέ.  Χρειαζόταν μόνο φαΐ, νερό, κανένα έντομο για παιχνίδι, ύπνο και το χάδι του. Μόνο τα στοιχειώδη δηλαδή. Και όλα αυτά τα επαναλάμβανε κάθε μέρα με την ίδια όρεξη.

        Του άρεσε πολύ να παίζει με το εκκρεμές που ήταν κρεμασμένο στο καθιστικό. Άπλωνε το δεξί του πόδι και άγγιζε την άκρη αυτού του πράγματος που εξείχε και κουνιόταν πέρα δώθε, βγάζοντας αυτόν τον μονότονο ήχο, τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ. Δεν του φαινόταν διόλου μονότονος. Ίσα ίσα τον διασκέδαζε, αλλά του άρεσε ακόμα περισσότερο όταν ακινητοποιούσε το εκκρεμές και το ρολόι έπαυε να χτυπά. Τότε έκανε μια κωμική κίνηση. Τέντωνε τ’ αυτί να ακούσει την ησυχία. Και μετά από ελάχιστα λεπτά ξανάρχιζε το ίδιο παιχνίδι με το δεξί του πόδι και πάντα με τον ίδιο ζήλο, ώσπου το ρολόι ξανάρχιζε να λειτουργεί. Τότε ξάπλωνε ανάσκελα, έτριβε την ράχη του στο χαλί, ικανοποιημένος και έψαχνε με το βλέμμα του τον Ιάσονα για να τον επιβραβεύσει μ’ ένα χάδι.
        Κάποτε ο Ιάσων απολάμβανε αυτό το παιχνίδι. Κάποιες φορές μάλιστα σταματούσε ο ίδιος το εκκρεμές περιμένοντας το γάτο να το κάνει να λειτουργήσει πάλι. Και αυτός αν δεν κοιμόταν μακάριος, έτρεχε έστηνε αυτί, κοιτούσε εντατικά το εκκρεμές και άρχιζε την …επιδιόρθωση.

        Τελευταία όμως ο Ιάσων δαιμονιζόταν με αυτά τα καμώματα του γάτου. Είχε αρχίσει να του τη δίνει στα νεύρα. Ήθελε να τον βάλει τιμωρία. Αλλά ποτέ δεν το αποτολμούσε. Ίσως γιατί σεβόταν αυτή την περιφρόνηση του γάτου προς τον χρόνο ή καλύτερα την αδιαφορία του γι’ αυτόν ή μάλλον την αλαζονεία του να παίζει με κάτι με το οποίο δεν διανοείτο να παίξει κανείς. Κάποια μέρα κατέβασε το εκκρεμές κι έβαλε ένα άλλο ρολόι στη θέση του. Ο γάτος σάστισε την πρώτη φορά, αλλά και τις επόμενες. Κάθε φορά που ξυπνούσε πήγαινε στο σαλόνι και κοιτούσε να δει αν το εκκρεμές είχε επιστρέψει στη θέση του. Τότε έβαζε την ουρά στα σκέλια και αποσυρόταν στη γωνιά του αποθαρρυμένος.

        Ο Ιάσων βλέποντας τον σκεφτόταν πως ήταν η μόνη φορά που ο γάτος εκτιμούσε το χρόνο. Έτσι ξανακρέμασε το εκκρεμές στη θέση του και ο γάτος έγινε πάλι ευτυχής, γιατί μπορούσε να λοιδορήσει το πέρασμα του χρόνου.

        Μια μέρα μάλιστα βρήκε σ’ ένα κατάστημα μια άθραυστη κλεψύδρα και του την αγόρασε. Ο γάτος την έσπρωχνε με το πόδι του όταν γέμιζε με άμμο το κάτω μέρος της, ανέβαινε πάνω της, την ξανάστηνε όρθια και πάλι απ’ την αρχή. Τόσο πολύ τον είχε απορροφήσει αυτό το παιχνίδι που ξέχναγε για μέρες το εκκρεμές.

       Ξεκλείδωσε την εξώπορτα και είδε, όπως πάντα τη μουσούδα του γάτου να προβάλει στο άνοιγμα. Έσκυψε και τον χάιδεψε ψιθυρίζοντάς του μια πολύ τρυφερή φράση: ”Εσένα σκεφτόμουν, Άλφι, ποιον άλλον νομίζεις έχω πια να σκέφτομαι;”. Εκείνος τρίφτηκε στην παλάμη του και γουργούρισε γλείφοντάς του τον καρπό. Ο Ιάσων του δήλωσε αφηρημένα, ”η μαμά πέθανε σήμερα την αυγή!”. Όμως ο γάτος δεν άκουσε ή δεν κατάλαβε αυτό το βαρυσήμαντο νέο. Άλλωστε το ύφος με το οποίο ειπώθηκε δεν ταίριαζε στη περίσταση. Δεν ήταν καν πένθιμο. Δεν έτρεξε ούτε ένα δάκρυ από τα βλέφαρα του Ιάσονα. Ωστόσο η φωνή του ήταν κοφτή. Είχε ένα τόνο παραίτησης όταν έκανε τη δήλωση, ”Η μαμά πέθανε την αυγή”, έτσι που ο γάτος, ο οποίος ήξερε ελάχιστα τη μαμά, δεν έδωσε καμιά σημασία. Έπειτα τι καταλαβαίνουν οι γάτοι; Αφού δεν είχε καμιά αίσθηση του χρόνου, πώς να καταλάβει τι ήταν ο θάνατος; Όπως όλοι οι γάτοι δεν έδωσε καμιά σημασία στην απουσία της δικής του μητέρας. Απλώς δεν την ξαναείδε αφότου σταμάτησε να τον θηλάζει. Ο γάτος όπως και όλοι οι ομόφυλοι του είναι αδιάφορα ζώα.

 Σημείωση: πρόκειται για απόσπασμα της νουβέλας του Κώστα Ξ. Γιαννόπουλου, Ο Επιζών, εκδόσεις Εύμαρος, 2019

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.