You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ένα παραμυθένιο φαγοπότι στης κόμισσας Χαψούλη

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ένα παραμυθένιο φαγοπότι στης κόμισσας Χαψούλη

«Ω, δεν υπάρχει αμφιβολία

Η γεύση είν’ η πεμπτουσία

Πρέπει να τρως πάση θυσία

Το καλό κουνέλι θα βασανιστεί

Το καλό το ψάρι πρέπει να βραστεί.

Η όρεξή μας δε γνωρίζει αηδία.

Κι αν κάποιος τις ορέξεις μου δεν θέλει ν’ ασπαστεί

Του ενικού τη γλύκα ποτέ δε θα γευτεί»

 

Όλα τα τερψιλαρύγγια εδέσματα που παρέθεσε η κόμισσα στους εκλεκτούς και μη εξαιρετέους καλεσμένους της ήταν πλούσια γιατί κι η ίδια ως κόμισσα είχε τον τρόπο της, είχε και μάγειρα-πλούσια πράγματα δηλαδή-αλλά υπάρχουν κι οι πεινασμένοι κι οι φτωχοί αλλά αυτοί δεν έχουν θέση σ’ αυτό το διήγημα που ο συγγραφέας του Βίτολντ Γκομπρόβιτς [1904-1969] μαζί με μερικά άλλα που έγραψε το μακρινό 1928 τα ονόμασε όπως ήταν λογικό και δίκαιο: «Αναμνήσεις από την εποχή της ανωριμότητας». Τουλάχιστον είχε την γενναιότητα να κάνει αυτή την παραδοχή.

Και αυτή η ηλικία της ανωριμότητας, όπως συμβαίνει σε πολλούς ποιητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες συνεχίστηκε λίγο περισσότερο απ’ ότι συνήθως. Εξάλλου ο Πολωνός Γκομπρόβιτς ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, σαν την κόμισσα Χαψούλη δηλαδή, και μάλιστα αν δεν ήταν τόσο ανώριμος για να ασχολείται με το γράψιμο μπορεί να κληρονομούσε τα πατρογονικά κτήματα και να γινόταν γαιοκτήμονας, όπως ο μπαμπάς.

Στο φαγοπότι της κόμισσας παραβρέθηκε και ο ίδιος ως εκλεκτός γνώριμος ανήκων στην ίδια τάξη με τη κόμισσα Χαψούλη ή Ψαχούλη ή Καψούλη, ή Χασούλη ή όπως αλλιώς λεγόταν η κυρία κόμισσα…

Ερωτηθείς από τον μάγειρα τον μέγα σκηνοθέτη εκείνου του λιτού, χορτοφαγικού δείπνου, δεν πρόλαβε να απαντήσει αν έμεινε ευχαριστημένος από την ποιότητα του. Αλλά και αν απαντούσε και ήθελε να είναι ευγενής ή ψευτοευγενής ή κόλαξ – όπως κόραξ – θα έλεγε, «Μα βέβαια δεν έχω παραβρεθεί ως τώρα σε ωραιότερο γεύμα!».

Αν όμως έλεγε την αλήθεια, όπως την σκεφτόταν, όσο καθόταν σιωπηλός, θα ομολογούσε ότι «με είχαν ωθήσει να το καταλάβω διά της βίας: ήταν ένας χορός κανιβάλων! Ένας χορός κανιβάλων με καλαισθησία, διάκριση και κομψότητα! Έψαχνα μόνο το είδωλό τους, ένα μαύρο τέρας με τετράγωνη σιαγόνα, προεξέχοντα χείλη, φουσκωμένες παρειές και μύτη πλακουτσωτή, που θα έπρεπε να ήταν θρονιασμένο κάπου επιβλέποντας τη βακχίζουσα τελετή τους. Τότε, καθώς έστρεφα το βλέμμα στο παράθυρο, διέκρινα ακριβώς πίσω από το τζάμι μία εικόνα αυτού του είδους, μία στρογγυλωτή παιδική μουσούδα, με πλακουτσωτή μύτη, ανασηκωμένη και πυρετική, που πρόδιδε τέτοια κωμική ηλιθιότητα νέγρου θεού, τέτοια υπερφυσική έκσταση, ώστε επί μία ολόκληρη ώρα, ίσως και δύο, έμεινα σαν υπνωτισμένος, με καρφωμένα τα μάτια στα κουμπιά του γιλέκου μου».

Τι άλλο να έκανε; Αυτή την αλήθεια – αν αυτή ήταν η αλήθεια – δεν μπορούσε να την πει. Μπορούσε όμως να την εικονογραφήσει ο Ντενίς Λομ, ένας εξηντάχρονος Γάλλος που ζει εδώ και χρόνια στην Ελλάδα και εικονογραφεί παραμύθια. Μόνο αυτά κατάφερα να βρω για τον δημιουργό των υπέροχων εικόνων.

Η ”ανωριμότητα” του εικονογράφου κουμπώνει με κείνη του συγγραφέα, ο οποίος γράφοντας μυθιστορήματα με τίτλους: «Φερντυντούρκε», «Πορνογραφία», «Τρανς- Ατλάντικ» ή θεατρικά όπως: «Οπερέτα», «Πριγκίπισσα της Βουργουνδίας», κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά και αυτός ξενιτεύτηκε στην Αργεντινή και ούτε νοιάστηκε για την κατάκτηση της Πολωνίας, της πατρίδας του από τους Γερμανούς.

Ωστόσο, συνέχισε να  διεκτραγωδεί στα ημερολόγιά του την κατάσταση της ηθελημένης αυτοεξορίας του, εξαιτίας της αδιαφορίας των συμπατριωτών του  για τα γραφτά του.

«Θα συνέχιζα ακόμα, διότι αισθανόμουν να με παρασύρει ένα κύμα προδοτικής ρητορείας, όταν σταμάτησα ξαφνικά, συνειδητοποιώντας ότι δεν με άκουγε κανείς. Το παράδοξο θέαμα της κόμισσας, της φιλανθρώπου και θρησκευομένης, που κατασπάραζε σιωπηλά και με τόση απληστία ώστε τ’ αυτιά της να κινούνται, με κατέκλυσε με κατάπληξη και φρίκη. Ο βαρόνος τη συνόδευε θρασέως, σκυμμένος στο πιάτο του, κατεβάζοντας και μασουλώντας με την ψυχή του, και η γηραιά μαρκησία (…) μασούσε και κατάπινε τεράστιες μπουκιές, διότι φοβόταν εμφανέστατα πως θα της έπαιρναν τα καλύτερα κομμάτια μέσα από τα χέρια της!”.

Τέτοιοι ήταν οι καλεσμένοι, εκλεκτοί κατά τα άλλα, εκείνου του παραμυθένιου φαγοποτιού της κόμισσας Χαψούλη ή όπως αλλιώς επιθυμείτε…

 

~Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Το φαγοπότι της κόμισσας Χαψούλη, εικονογράφηση, Denis Lhomme,μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου, εκδόσεις Άγρα, 1999  

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.