You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Αποσπάσματα αυτοβιογραφικών αναμνήσεων και η χρυσή παλέτα του Κλιμτ

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Αποσπάσματα αυτοβιογραφικών αναμνήσεων και η χρυσή παλέτα του Κλιμτ

ΠΕΡΙ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

 

Καθένας αποκτά μια χαρακτηριστική έκφραση όταν θυμάται κάτι. Αν είναι όμορφη η ανάμνηση τότε η έκφραση είναι γεμάτη ικανοποίηση. Στην αντίθετη περίπτωση η λύπη είναι που καταλαμβάνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Και στις δύο περιπτώσεις είναι ένας άνθρωπος που θυμάται. Κι αυτό είναι ένα ευτυχές γεγονός, αφού η μνήμη είναι ζωντανή. Αλλιώς η μνήμη είναι νεκρή.

Θυμάμαι πόσο είχα λυπηθεί όταν πληροφορήθηκα πως η συγγραφέας Άιρις Μέρντοχ προσβλήθηκε από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Δηλαδή δεν θα ξανάγραφε ποτέ.

Ένας συγγραφέας χωρίς μνήμη είναι ένας νεκρός συγγραφέας.

Λένε πως όλα τα λογοτεχνικά έργα είναι αυτοβιογραφικά, δηλαδή στηρίζονται σε αναμνήσεις των συγγραφέων τους. Φυσικά τα υπόλοιπα συμπληρώνει η φαντασία. Η επινόηση. Εξάλλου σχεδόν στο σύνολό τους οι αναμνήσεις υφίστανται επιμιξία από φανταστικές επινοήσεις, ονειρικά συμπληρώματα και προσμίξεις.

Καμιά ανάμνηση δεν είναι αμιγής, ωστόσο έχει στη βάση της την αλήθεια της. Από τη στιγμή όμως που μια ανάμνηση γίνεται λογοτεχνία εκτός από την αλήθεια της περιέχει και το ψέμα της.

Η ΓΛΩΣΣΑ ΠΟΥ ΚΟΝΤΕΨΕ ΝΑ ΚΟΠΕΙ

 

«Η πιο παλιά μου ανάμεση είναι βουτηγμένη στο κόκκινο. Στην αγκαλιά ενός κοριτσιού, περνάω ένα κατώφλι, το πάτωμα μπροστά μου κόκκινο και στ’ αριστερά μου μια σκάλα κόκκινη κι αυτή. Απέναντί μας στο ίδιο ύψος ανοίγει μια πόρτα και βγαίνει έξω ένας χαμογελαστός άντρας έρχεται προς το μέρος μου φιλικός. Με πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής. Στέκεται και μου λέει:’’ δείξε τη γλώσσα σου’’. Εγώ βγάζω έξω τη γλώσσα μου εκείνος χώνει το χέρι στην τσέπη του, βγάζει ένα σουγιά τον ανοίγει και φέρνει τη λεπίδα πολύ κοντά στη γλώσσα μου. Λέει: ‘’Τώρα θα του την κόψουμε τη γλώσσα’’ Εγώ δεν τολμώ να την τραβήξω, εκείνος πλησιάζει όλο και περισσότερο σε λίγο θα την ακουμήσει με τη λεπίδα. Την τελευταία στιγμή τραβάει το μαχαίρι, λέει: ‘’Όχι σήμερα, αύριο. Ξανακλείνει το σουγιά και τον χώνει στην τσέπη του.

Κάθε πρωί περνάμε το κατώφλι και βγαίνουμε στον κόκκινο διάδρομο, η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται ο χαμογελαστός άντρας». Μοιάζει τρομακτικός εφιάλτης αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για την πρώτη παράγραφο της νεανικής τρίτομης αυτοβιογραφίας του Ελίας Κανέτι. Τίτλος του πρώτου τόμου «Η γλώσσα που δεν κόπηκε». Ο φίλος της γκουβερνάντας δεν πραγματοποίησε την φοβερή απειλή του κι ο Ελίας κέρδισε τη θέση του στο συγγραφικό πάνθεον.

ΚΟΙΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΜΑΜΑ  ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΩΜΑ

Το επόμενο κείμενο είναι η εναρκτήρια σκηνή από την αυτοβιογραφία του Άρθουρ Μίλερ:

«Από το πάτωμα βλέπω ένα ζευγάρι μυτερά, μαύρα, καστόρινα παπούτσια. Το ένα απ’ αυτά τινάζεται διαρκώς. Ακριβώς από πάνω τους, η φούστα στο χρώμα του δαμάσκηνου που ανηφορίζει από τους αστραγάλους ως την μπλούζα και ακόμα πιο ψηλά, το στρογγυλό νεανικό πρόσωπο και οι άπειρες εναλλαγές στον τόνο της φωνής της, καθώς φλυαρεί στο τηλέφωνο του τοίχου με την  μια απ’ τις δυο αδερφές της – κάτι που θα συνεχίσει να κάνει σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της. Τώρα με κοιτάζει από ψηλά, καθώς έχω σηκωμένο το κεφάλι μου προς τη μεριά της. Σκύβει και προσπαθεί να με απομακρύνει από το πόδι της. Μα εγώ είμαι πιασμένος από το παπούτσι της κι από πολύ ψηλά, μέσα από τη φούστα και το σκοτάδι, την ακούω να γελάει πρόσχαρα με την επιμονή μου…»

 

 

Η ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΡΙΛΚΕ

 

Ο Ρίλκε πάλι από την αρχή κιόλας του «Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε» [1910] με τα μάτια και το στόμα  του 28χρονου Δανού ήρωά του επισημαίνει: «Μαθαίνω να βλέπω. Δεν ξέρω πού οφείλεται αλλά όλα εισχωρούν βαθύτερα μέσα μου και δεν σταματούν στο σημείο όπου άλλοτε έπαιρναν ένα τέλος. Έχω κάτι ενδόμυχο που δε γνώριζα ως τώρα».

Μια διαπίστωση ή μάλλον κάτι παραπάνω που μοιάζει με κάτι τραχύ που τραβά το δρόμο του και γδέρνοντας το πεδίο απ’ όπου διέρχεται αποκαλύπτει για πρώτη φορά κάτι κρυμμένο, άγνωστο ή παραμελημένο που αγωνίζεται να αναδυθεί στην επιφάνεια. Με τη μορφή άλλοτε σημειώσεων, στοχασμών, ημερολογίου ή χρονικού φτιαγμένου σε μια λυρική αποσπασματική πρόζα άφθαστης ομορφιάς, αλλά και αρκετών σελίδων πρώιμης αυτοβιογραφίας του νεαρού ήρωα που είναι πια τόσο φτωχός που δεν κατέχει παρά μόνο τους στοχασμούς και τα συναισθήματά του.

Ο Μπρίγκε φτωχός κι ακοινώνητος δεν συναντά κανέναν σ’ όλο το μήκος του βιβλίου. Το δωμάτιό του παγωμένο τον διώχνει οδηγώντας τον στη βιβλιοθήκη. Διαφορετικά θα βούλιαζε στη μοναξιά των μακρυσμένων αναμνήσεών του και θα συνέχιζε να βλέπει το Παρίσι σαν νοσοκομείο, σανατόριο ή φρενοκομείο. Εκείνο που τον βγάζει από τον αρνητισμό του η περιδιάβαση στα βουλεβάρτα όπου αγκαλιάζει με το βλέμμα τους άστεγους, τους αδικημένους από τη φύση και τη ζωή. Η φλανερύ, αυτό το μεγάλο σχολείο που διαμορφώνει το ίδιο και τον περιπλανώμενο και το συγγραφέα. Η έξω θέα δημιουργεί σιγά σιγά την εσωτερική ματιά.

Ο θάνατος είναι πανταχού παρών στις αφηγήσεις  κι ο φόβος του γιγαντώνεται μέσα στο παγωμένη δωμάτιό του αλλά και στην ανάμνηση του θανάτου των μυγών κατέφυγαν εκεί να ζεσταθούν και που δεν ήξεραν πριν μείνουν νεκρές στο πάτωμα που λίγο πριν ήταν ακίνητες επί ώρα ήταν ζωντανές.  Ο θάνατός τους  του φέρνει στο νου το τέλος του σκύλου του που τον σημαδεύει μ’ ένα βλέμμα σκληρό επειδή επέτρεψε στο θάνατο να περάσει το κατώφλι τους και να τον σκοτώσει.

Ο Ρίλκε ήταν από κείνους που περίμενε  να τον επισκεφτεί η έμπνευση να νιώσει το μεταφυσικό ρίγος.

ΚΙ Η ΠΑΛΕΤΑ ΤΟΥ ΚΛΙΜΤ

Προσπαθώντας να αποφύγει τον ακαδημαϊσμό ο σπουδαίος αυστριακός ζωγράφος και γραφίστας  Κλιμτ [1862-1918] έφτιαξε τεράστιες νωπογραφίες εικονογραφώντας μεγάλα εσωτερικά δημόσιων κτιρίων ώσπου ενόχλησε το κατεστημένο με την τον τολμηρά ευφάνταστο τρόπο του και αποπέμφθηκε από τους ινστρούχτορες και συνέχισε με προσωπογραφίες και άλλα, πάντα τολμηρά θέματα, επηρεάζοντας αποφασιστικά πολλά από τα μέλη του κινήματος SECESSION [ΣΧΊΣΜΑ] όπως τον Έγκον Σήλε και τον Όσκαρ Κοκόσκα. Λάτρης της γυναικείας ομορφιάς απεικόνισε στις αισθησιακές προσωπογραφίες του με μεγαλειώδη τρόπο αριστοκράτισσες της εποχής του.

Οι αυτοβιογραφίες, στην πραγματικότητα πορτραίτα, γραπτά ή ζωγραφιστά είναι άλλωστε το θέμα των πορτραίτων σε νερό και λάδι και γι αυτό διάλεξα αυτό ως θέμα του τελευταίου κειμένου αυτής της χρονιάς.

Σημείωση: τα παραθέματα με τη σειρά που παρατίθενται έχουν μεταφραστεί από τους: Αλεξάνδρα Παύλου, Φώντα Κονδύλη, Αλέξανδρου Ίσαρη [το επίμετρο των ‘’σημειωσεων ‘’ του Ρίλκε-εκδόσεις Κίχλη 2018 του οποίου στάθηκε πολύτιμο].

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.