You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Εμίλ Σιοράν, ο φιλόσοφος της Αϋπνίας

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Εμίλ Σιοράν, ο φιλόσοφος της Αϋπνίας

Δεν ζούμε σε μια χώρα, ζούμε σε μια γλώσσαΣιοράν

 

Όπως μας διδάσκει η εμπειρία, δεν υπάρχει πιο μισητή ύπαρξη από τον γείτονα. Το γεγονός ότι γνωρίζουμε πως βρίσκεται τόσο κοντά μας στο χώρο, μας δυσκολεύει την αναπνοή και μας κάνει εξίσου αδιάβατες τις μέρες και τις νύχτες μας (ο Σιοράν από πολύ νωρίς δεν μπορούσε να κοιμηθεί τις νύχτες). Άδικα σκεφτόμαστε ώρα την ώρα την καταστροφή του, εκείνος βρίσκεται εδώ, φρικτά παρών. Όλες οι σκέψεις μας, μάς καλούν να τον καταργήσουμε και, όταν τελικά το αποφασίζουμε, μας πιάνει μια ξαφνική δειλία, πριν ακριβώς από την πράξη. Έτσι είμαστε συνάμα δολοφόνοι αυτών που ζουν στο χώρο μας – και, επειδή τελικά δεν μπορούμε και να γίνουμε δολοφόνοι, τρωγόμαστε με τον εαυτό μας και γινόμαστε στριφνοί, αναποφάσιστοι και αποτυχημένοι φονιάδες.

        Αν και οι ζωές των άλλων δεν είναι πασπαλισμένες από καντιοζάχαρη, πολλοί νομίζουν πως μπορούν να αποφύγουν τον πόνο, αλλά αυτό είναι μια αυταπάτη που τους οδηγεί ίσα-ίσα στον πόνο. Κανείς δε μπορεί να ζήσει χωρίς να βρέξει τα πόδια του στην ουσία και στο πνεύμα της ζωής.

        Ο Σιοράν δεν ήταν ένας αφασικός, όπως κάποιοι που προσπαθούν να αποφύγουν να εκτεθούν και νομίζουν πως μπορούν να περάσουν τα χρόνια τους ως λαθραίοι ή ως ξένοι σ’ αυτόν τον κόσμο.

        Και καμιά φορά σκέφτεται κανείς πως μπορεί αυτός ο κόσμος και να μην υπάρχει, πως μπορεί να είναι μόνο δημιούργημα του μυαλού. Υπάρχει όμως πάντα Ο πειρασμός του Υπάρχειν. Τίτλος όψιμου βιβλίου του Εμίλ Μιχάι Σιοράν που γεννήθηκε στις 8 Απριλίου 1911 στο Ρασινάρι, ένα μικρό χωριό που ήταν τότε υπό αυστροουγγρική κατοχή στα Καρπάθια. Ο πατέρας του, Εμιλιάν ήταν ένας ορθόδοξος ιερέας. Η Ελβίρα, η μητέρα του ήταν άθεη. Το Ρασινάρι για τον Σιοράν ήταν ο παράδεισος της παιδικής ηλικίας που αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει όταν χρειάστηκε να φοιτήσει στο Λύκειο άλλης πόλης. Κοντά στα επτά του χρόνια είχε πιάσει σχέσεις με τον φύλακα του νεκροταφείου και τον είχε πείσει να του δίνει κρανία για να παίζει μπάλα. Προφανώς δεν έμοιαζε με τον Άμλετ που, σε μεγαλύτερη ηλικία, έλεγε τους μονολόγους του κοιτώντας το κρανίο του Γιόρικ. Έμοιαζε περισσότερο με τον άλλο ήρωα του Σαίξπηρ, τον Ριχάρδο Γ’ που, λίγο πριν το τέλος του λέει, ενώ περιμένει τη μάχη:

 Θα συμμαχήσω με την μαύρη απόγνωση ενάντια στη ψυχή μου, και εχθρός θα γίνω του εαυτού μου.

Και αυτό ακριβώς έκανε ο Σιοράν όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τον τόπο, τη χώρα και τη γλώσσα του και να μετοικήσει στο Παρίσι στα 1937- στα 26 του χρόνια δηλαδή- όταν ακόμα δεν είχε διαμορφώσει τη σκέψη του, δεν είχε βρει το δρόμο του, δεν είχε γράψει τα βιβλία του, αλλά προηγουμένως είχε καταβροχθίσει: Μάρκο Αυρήλιο, Ηράκλειτο, Μάιστερ Έκαρχτ, Σαίξπηρ και Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ και Ουναμούνο, Χέγκελ και Χούρσελ, Καντ και Φίχτε, Κίρκεγκωρ, Πλωτίνο, Τάκιτο και τον μεγάλο αντιδραστικό Ζοσέφ ντε Μαίστρ για τον οποίο αργότερα έγραψε ένα δοκίμιο, ενώ είχε ξεκινήσει ένα διδακτορικό για τον Μπερξόν που δεν ολοκλήρωσε ποτέ.

        Στο Παρίσι ζει σε σοφίτες και δωμάτια φθηνών ξενοδοχείων στην περιοχή του Καρτιέ Λατέν. Κάνει παρέα με περιθωριακούς και τρώει στη φοιτητική λέσχη μέχρι τα σαράντα του επειδή αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε δουλειά. Όταν το 1933 μεταβαίνει στο Βερολίνο για μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία που είχε ξεκινήσει να σπουδάζει στο Βουκουρέστι, παρακολουθεί μαθήματα του Νικολάι Χάρτμαν, αλλά και του Λούντβιχ Κλάγκες, του βιταλιστή φιλόσοφου που άσκησε σημαντική επιρροή σ’ αυτόν, όπως και η ανάγνωση αυτού του ”μάγου της νιότης” του Νίτσε, του Σοπενχάουερ καθώς και του Σπένγκλερ, του Γκέοργκ Ζίμελ και του Λεόν Σεστόφ, πράγμα που του προσπόρισε ένα βιβλίο για τους μυστικούς, τους οποίους θαύμαζε και τιμούσε απεριόριστα για ένα διάστημα.

        Στη Γερμανία παρακολουθώντας την άνοδο του Χίτλερ και του ναζισμού στην εξουσία άρχισε να μην κρύβει τη συμπάθειά του σ’ αυτόν, πράγμα που αποτυπώνεται στα άρθρα που έστελνε σε ρουμάνικα περιοδικά. Παρά το γεγονός ότι διαπίστωνε πως ήταν ένας ξένος, διαπνεόταν από ξενοφοβία και αντισημιτισμό και όταν επέστρεψε στη Ρουμανία για να υπηρετήσει τη θητεία του προσχώρησε στη φασιστική οργάνωση Σιδηρά Φρουρά. Αργότερα αρνήθηκε παντελώς την πολιτική μαζί με τις παλιές του ιδέες.

Όταν ξανασκέφτομαι το αλλοτινό μου παραλήρημα, τα μισαλλόδοξα όνειρα, τη δίψα για κυριαρχία και αίμα, τον υπερφυσικό κυνισμό μου φαίνεται πως αντικρίζω τις εμμονές ενός ξένου και μένω αποσβολωμένος όταν διαπιστώνω πως αυτός ο ξένος ήμουν εγώ.

        Γι αυτό προσπαθώντας να ενσωματωθεί στην καινούργια του πατρίδα άρχισε να αντιγράφει ολόκληρες σελίδες από γαλλικά φιλοσοφικά έργα, για να μπορέσει μ’ αυτό τον τρόπο να μάθει τη γλώσσα και να τα καταφέρει να γράψει στα γαλλικά. Και τα κατάφερε.

        Για έναν συγγραφέα, το να αλλάξει γλώσσα είναι σαν να γράφει ερωτική επιστολή με τη βοήθεια λεξικού.

    Έτσι σαρδόνιος και αυτοσαρκαστικός καθώς ήταν, ζώντας μια εντελώς περιθωριακή ζωή, αρνούμενος να κάνει οποιοδήποτε συμβιβασμό ή παραχώρηση, ακροβατούσε ανάμεσα στον μηδενισμό και τον στωικισμό που τον κέρδισε στο τέλος. Όλα τα βιβλία που έγραψε είτε στα ρουμάνικα είτε στα γαλλικά δεν είχαν καμιά απολύτως επιτυχία.

        Μια συλλογή αφορισμών μάλιστα με τον τίτλο Συλλογισμοί της Πίκρας δεν πούλησε ούτε 500 αντίτυπα και ο Γκαλιμάρ που είχε δεχτεί να τους εκδώσει τους πολτοποίησε. Το 1956 κυκλοφόρησε τον Πειρασμό του Υπάρχειν που προκάλεσε τον θαυμασμό του Μωριάκ και ενθουσίασε τους κριτικούς. Ωστόσο είχε παρόμοια μοίρα με το προηγούμενο.

        Ο Σιοράν διαπνέεται από μια μισανθρωπία και προτιμά να βουλιάζει στη μοναξιά και τη μελαγχολία του αντί να πορευτεί στη μοντέρνα ζωή, που απορρίπτει. Παρόλα αυτά κυκλοφορεί σε κάποια απ’ τα παρισινά φιλολογικά σαλόνια στα οποία αρχίζουν σιγά σιγά να τον καλούν, όπου συναναστρέφεται με τον Σάμιουελ Μπέκετ, τον Αρτύρ Αντάμοφ, τον Πάουλ Τσέλαν, τον Έρνστ Γιούνγκερ, τον Πρίμο Λέβι, τον Ανρί Μισώ. Με μερικούς απ’ αυτούς δημιουργεί δυνατούς δεσμούς.

         Στα 22 του σκεφτόταν ν’ αυτοκτονήσει. Μια σκέψη και μια επιθυμία που τον κατέτρυχε για πολύ, αλλά στις ιδιωτικές συνομιλίες του απέτρεπε τους ανθρώπους από κάτι τέτοιο. Αρνιόταν επίσης να γίνει καθοδηγητής και δάσκαλος κάποιων νέων. Έτρεμε στη σκέψη ότι μπορούσε να επηρεάσει αποφασιστικά νεαρούς ανθρώπους.

Πάντοτε περιφρονούσα όσους μπορούν να κοιμούνται, κάτι που βέβαια είναι παράλογο, αφού η πιο μεγάλη μου επιθυμία ήταν μία, να κοιμάμαι. Έχω, ωστόσο, καταλάβει ένα πράγμα, οι λευκές νύχτες είναι ανεκτίμητης αξίας, είναι η μεγαλύτερη εμπειρία. Σε σημαδεύουν για το υπόλοιπο της ύπαρξής σου. Καταλαβαίνεις πολύ καλά γιατί εμποδίζουν κρατούμενους να κοιμηθούν. Ύστερα από μερικές νύχτες ξερνάς τα πάντα. Το μυστικό του ανθρώπου, το μυστικό της ζωής και της ύπαρξής του είναι ο ύπνος. Αυτός κάνει τη ζωή εφικτή. Είμαι απολύτως πεισμένος πως αν εμπόδιζαν την ανθρωπότητα να κοιμηθεί, το μακελειό που θα ακολουθούσε, δεν θα είχε προηγούμενο. Η ιστορία της θα τελείωνε.

    Ο Σιοράν ήταν το αποτέλεσμα των αϋπνιών του, όπως άλλοι είναι αποτέλεσμα των εμπειριών, των γνώσεών τους, της φαντασίας ή των τραυμάτων τους. Ο Σιοράν έψαχνε πάντα το απόλυτο. Πίστευε πως με το γράψιμο αδειάζεις από οτιδήποτε σημαντικό έχεις. Δηλαδή όποιος γράφει είναι άδειος. Και στο τέλος έρχεται το κενό που πάντοτε παραμονεύει. Γι’ αυτό το λόγο οι συγγραφείς είναι κάποιοι τύποι ελάχιστα ενδιαφέροντες. Στην αρχή είναι πλήρεις άνθρωποι και στο τέλος γίνονται ανδρείκελα, λαμπρές υπάρξεις που παύουν να υπάρχουν.

     Γι’ αυτόν όμως ένα βιβλίο είναι η αναβολή μιας αυτοκτονίας. Ίσως γι αυτό δεν αυτοκτόνησε ποτέ. Δεν αξίζει τον κόπο να αυτοκτονεί κανείς, αφού, όταν το κάνει είναι πάντα πολύ αργά. Αν και πίστευε πως το να ζεις είναι σαν να χάνεις έδαφος. Ωστόσο στα 60 του διαπίστωνε ότι όσα ήξερε τα είχε μάθει σαράντα χρόνια πριν, οπότε δεν καταλάβαινε αυτή τη μακρά και ανώφελη επαλήθευση που ζούσε.

Όσο για το θεό πίστευε, πως είναι μια αρρώστια απ’ την οποία νομίζεις πως έχεις θεραπευτεί αφού κανείς δεν πεθαίνει πια απ’ αυτή.

    Και για τη ζωή έλεγε ότι δεν έχει κανένα νόημα και αυτό είναι ένας λόγος να τη ζεις. Ο μόνος λόγος. Αν το καλοσκεφτείς ίσως δεν είναι παραδοξολογία, αλλά εν πάση περιπτώσει η μοίρα των αφορισμών και ο τρόπος που διατυπώνονται είναι όπως εκείνος έλεγε σαν να δίνεις ένα χαστούκι.

        Το πρώτο του βιβλίο που ξεπέρασε τα χίλια αντίτυπα είναι το Περί του ατοπήματος της έλευσης στη ζωή του οποίου υιοθετούσε κάθε λέξη, και έλεγε πως δεν χρειαζόταν να το διαβάσεις από την αρχή ως το τέλος, αλλά μπορείς να μελετήσεις κάποιες σελίδες του.

        Μετά απ’ αυτό το βιβλίο η φήμη του εκτινάχθηκε.

     Ο Σιοράν έλεγε πως η εποχή μας ξεκίνησε από  δύο υστερικούς-όπως ήταν κι αυτός- τον Δον Κιχώτη και τον Λούθηρο.

        Πριν καν συμπληρώσει τα 70 έπαθε Αλτσχάιμερ. Κλείστηκε στο σπίτι όπου τον πρόσεχε η αφοσιωμένη σύζυγός του Σιμόν, η οποία τον έκανε βόλτα σε αναπηρικό καροτσάκι στους Κήπους του Λουξεμβούργου.

    Μετά από 15 περίπου χρόνια και αφού είχε πια αδειάσει από οτιδήποτε, αναμνήσεις, μνήμη, ιδέες, πράγματα, πέρασε στην ασυναισθησία που τόσο ζήλευε και από κει στην αθανασία.

        Η θρησκευόμενη κόρη του επιστήθιου φίλου και συμπατριώτη του Ευγένιου Ιονέσκο, Μαρί Φρανς, επέμεινε να ταφεί χριστιανικά σύμφωνα με το ορθόδοξο τυπικό. Ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς.  

        Ένας Σέλεϋ, ένας Μπωντλαίρ, ένας Ρίλκε βυθίζονται στον οργανισμό μας που τους ενσωματώνει όπως μια κακή έξη. Γειτονεύοντας μαζί τους ένα σώμα ενισχύεται, κατόπιν γίνεται μαλθακό και αποσυντίθεται. Γιατί ο ποιητής είναι αίτιος καταστροφής, ένα μίασμα, μια κρυφή αρρώστια και ο πιο σοβαρός καίτοι αόριστος ακόμη κίνδυνος για τα ερυθρά μας αιμοσφαίρια. Να ζήσει κανείς μαζί του; Σημαίνει να νιώσει το αίμα του να εξασθενίζει, να ονειρευτεί ένα παράδεισο αναιμίας, και να ακούσει, μέσα στις φλέβες, να κυλούν δάκρυα,

 γράφει στο Εγκόλπιο Ανασκολοπισμού.
Ο ίδιος ο συγγραφέας του παραπάνω αποσπάσματος ήταν επίσης ποιητής, αίτιος της καταστροφής και συνακόλουθα γενεσιουργός της. Ωστόσο αποδείχθηκε εξαιρετικά δημιουργικός και όσο για την αυτοκτονία που τον απασχολούσε εφάρμοσε το μπεκετικό: Το μόνο μου σφάλμα είναι το ότι γεννήθηκα και βρίσκω το ότι να πεθάνω είναι μία ατελείωτη κουραστική ιστορία. 

 

Βιβλιογραφία:
Ο Πειρασμός του Υπάρχειν, μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης, Σκρίπτα 2007.
Εγκόλπιο Ανασκολοπισμού, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Εξάντας 1988.
 Εξομολογήσεις και Αναθεματισμοί, μτφρ. Κυβέλη Μαλαμάτη, Εξάντας 1988.
Ο Κακός Δημιουργός μτφρ. Θανάσης Χατζόπουλος , Εξάντας – Νήματα 1994 και
Επιλογή από το De inconvenient detre ne, σημείωση  – μετάφραση Αντώνης Καραβασίλης, Στιγμή 2017.  

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.