You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ζεράρ ντε Νερβάλ – Άλφρεντ Κούμπιν, Επισκέπτες του ονείρου

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ζεράρ ντε Νερβάλ – Άλφρεντ Κούμπιν, Επισκέπτες του ονείρου

Ο Γάλλος Ζεράρ ντε Νερβάλ [1808 – 1855] δημιούργησε όλο το σημαντικό έργο του (ποιητικό και πεζογραφικό) τα τελευταία χρόνια της ολιγόχρονης ζωής του σημαδεμένης από την τρέλα που τον απειλούσε – με διαστήματα διαύγειας- από τα τριάντα του χρόνια.

Η σχέση με τη μητέρα και οι διαταραχές

Δε γνώρισε τη μητέρα του που πέθανε 25 χρονών, δυο χρόνια αφότου τον γέννησε. Η έλλειψή της του δημιούργησε μια νοσηρή εμμονή συνοδευμένη από μια απελπισμένη λατρεία γι αυτήν.

Ο Άλφρεντ Κούμπιν [1877 – 1959] Αυστριακός ζωγράφος, χαράκτης, εικονογράφος και συγγραφέας οδηγήθηκε σε μια απελπισμένη απόπειρα αυτοκτονίας πάνω στον τάφο της μητέρας του εξαιτίας της ίδιας νοσηρής λατρείας που έτρεφε γι αυτήν. Είχε, όπως κι ο Νερβάλ μια διαταραγμένη προσωπικότητα και νοσηλεύθηκε έπειτα από τη σύντομη στρατιωτική του εμπειρία σε ψυχιατρική κλινική.

Η σχέση και των δυο με τις γυναίκες ήταν κι αυτή διαταραγμένη.

 Ο Νερβάλ αγάπησε παράφορα την ηθοποιό και τραγουδίστρια Τζένυ Κολόν ως το τέλος του χωρίς ανταπόκριση όμως, ακόμα και μετά το γάμο της, καθιστώντας την ιδανική εικόνα και λατρευτικό είδωλο, όπως συνέβη με τη μητέρα του.

«Κάθε γυναίκα είναι έρωτας, δόξα κι ελπίδα μόνη./ […] Αυτή υψώνει την καρδιά, τον πόνο μαλακώνει./ Σαν πνεύμα που έπεσε απ’ τον ουρανό εξόριστο στη γη.»

Σ’ αυτό το ποίημα είναι ολοφάνερη  η εξιδανικευμένη εικόνα της εύθραυστης αιώνιας γυναίκας [που είναι και δεν είναι του κόσμου τούτου] και μπορεί να είναι μητέρα, ερωμένη, σύζυγος που δημιούργησε ο Νερβάλ με τη φαντασία του.

 

Οι σπουδές κι οι επιδράσεις του Κούμπιν

 

Ο Κούμπιν νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική το 1903 μετά το θάνατο της αρραβωνιαστικιάς του. Ταύτιζε τη γυναικεία σεξουαλικότητα με το θάνατο. Μετά τις πολύχρονες σπουδές του [υπήρξε επίσης μαθητής του Νικολάου Γύζη στην Ακαδημία του Μονάχου] ήρθε σε επαφή με τις μακάβριες οξυγραφίες του Γκόγια, τις σεξουαλικές φαντασιώσεις  του Ώμπρυ Μπήρσντλεη, τις ερωτικές φαντασιώσεις του Βέλγου Φελισιέν Ροπς, τις ομιχλώδεις παραμορφώσεις του Οντιλόν Ρεντόν, τον οποίο είχε συναντήσει το 1905, κι ακόμα με το έργο του Ένσορ, του Μουνκ, και του Κλίνγκσορ.

Ο Κούμπιν υπήρξε θιασώτης του μακάβριου, του αλλόκοτου, του γκροτέσκου. Ήταν απαισιόδοξος και καταθλιπτικός με συχνές επισκέψεις στην παράνοια και τη διανοητική διαταραχή.

Ο λογοτεχνικός προσανατολισμός του Νερβάλ

 Ο Νερβάλ γνωρίζει στο Παρίσι τον πατριάρχη του αισθητισμού Θεόφιλο Γκωτιέ  και μπαίνει στον ολιγομελή κύκλο τον οποίο καθοδηγούσε, αλλά η γνωριμία του με τον «Φάουστ» του Γκαίτε καθώς κι η μετάφραση πάνω σ’ αυτόν τον επηρεάζει αποφασιστικά στρέφοντάς τον στον ρομαντισμό. Στη στροφή αυτή συντείνει  και ο αμέριστος θαυμασμός του για τον Βίκτορα Ουγκώ.

 

Ο εικαστικός κόσμος του Κούμπιν κι οι εικονογραφήσεις

 Η τεχνική της ακουατίντας που έμαθε από τον Γκόγια και διδάχτηκε πρακτικά από το Κλίνγκσορ θα απομακρύνουν τον Κούμπιν από τη ζωγραφική και θα τον οδηγήσουν στη χαρακτική, το σχέδιο και την εικονογραφία [αν και το 1912 θα συμμετάσχει ως ζωγράφος στον «Γαλάζιο Καβαλάρη», το περίφημο εικαστικό ρεύμα που ίδρυσε ο Καντίνσκυ και πέρασαν απ’ αυτό ο Φραντς Μαρκ, ο Άουγκουστ Μάκε, ο Ντεραίν, η Γκοντσάροβα κ. ά. ]

Η εικονογραφία τον κέρδισε σχεδόν αποκλειστικά από το 1909 και μετά. Δημιούργησε έναν κόσμο απωθητικό, τρομακτικό, εφιαλτικό, παρακμασμένο, γκροτέσκο επηρεάζοντας τους εξπρεσιονιστές, αλλά κυρίως τους σουρεαλιστές γιατί βούτηξε βαθιά στο όνειρο  και την οπτική του αποτύπωση.

Όνειρο, ασυνείδητο, τρέλα

 

Όπως οι παλιοί του «σύντροφοι» ρομαντικοί [Μπωντλαίρ, Χόφμαν, Νοβάλις, Πόε ] έτσι κι ο Νερβάλ ενδιαφέρθηκε για την εμπειρία της ύπνωσης, των παραισθήσεων, του ονείρου και βέβαια της τρέλας.

Άλλωστε μη ξεχνάμε πως σ’ εκείνη την μελαγχολική αλλά και πολύ δημιουργική εποχή του fin de siècle εμφανίστηκε ένας συμπατριώτης του Κούμπιν, ο Φρόυντ που καταδύθηκε στα βάθη του ασυνείδητου μη ξέροντας τι θα ανακάλυπτε κρατώντας μόνο ένα κλεφτοφάναρο. Επιπλέον αγαπούσε τους ποιητές, την ποίηση, τους καλλιτέχνες και τις νευρώσεις τους, ισχυριζόμενος πως αυτοί του άνοιξαν το δρόμο. Άργησαν να πάρουν χαμπάρι πόσο σπουδαία ήταν η ανακάλυψή του, η ψυχανάλυση- ωστόσο αυτός χτίζοντας τη θεωρία του έγραψε την «Ερμηνεία των ονείρων». Δεν ήταν λοιπόν μόνο η φαντασία των ποιητών αλλά και της επιστήμης που εξερευνούσε την επικράτεια του ονείρου.

«Αυρηλία»

 

Δεν ήταν δυνατό παρά οι εικονογραφήσεις των βιβλίων που φιλοτέχνησε ο Κούμπιν να ήταν γραμμένα από συγγενικές του φύσεις, όπως ο Ντοστογιέφσκι, ο Πόε, ο Ουάιλντ και φυσικά το ονειρικό, σχεδόν παραμυθένιο μυθιστόρημά του που θυμίζει Κάφκα, με τίτλο «Η Άλλη Πλευρά».

Ο κόσμος στον οποίο ζούσε και δημιουργούσε βρισκόταν σ’ ένα συνεχώς μετακινούμενο όριο ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα και πλησίαζε επικίνδυνα εκείνον του Νερβάλ. Ήταν λοιπόν μοιραίο να τον συναντήσει, να τον γνωρίσει, να τον κατανοήσει και να τον ανασυνθέσει με τη δική του τέχνη.

Έτσι ο Κούμπιν όταν διάβασε την πρώτη φράση της «Αυρηλίας» του Νερβάλ, «το όνειρο είναι μια δεύτερη ζωή» συμφώνησε αμέσως και συνέχισε την ανάγνωση: «Δεν κατόρθωσα να διασχίσω αυτές τις πύλες από φίλντισι ή κέρας που μας χωρίζουν απ’ τον αόρατο κόσμο χωρίς ν’ αναρριγήσω. Οι πρώτες στιγμές του ύπνου είναι η εικόνα του θανάτου, μια νεφελώδης νάρκη αιχμαλωτίζει τη σκέψη μας, και δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τη στιγμή που το εγώ, υπό άλλη μορφή συνεχίζει το έργο της ύπαρξης. Πρόκειται για έναν ακαθόριστο υπόγειο χώρο ο οποίος φωτίζεται σιγά σιγά, και όπου βγαίνουν απ’ τη σκιά και τη νύχτα οι επιβλητικά ακίνητες χλομές μορφές, που κατοικούν στο ενδιαίτημα του Καθαρτηρίου».

Όπως καταλαβαίνει κανείς η «Αυρηλία» δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αργή κάθοδος στον Άδη. Ή ένα όνειρο της άλλης πλευράς από κάποιον που ο Κάτω κόσμος του είναι οικείος. Η «Αυρηλία» είναι έργο μιας οδυνηρής καθόδου στην τρέλα αφού από το 1841-42 που το αρχίζει  ως το 1854 που την ολοκληρώνει μπαινοβγαίνει σε άσυλα για ψυχιατρική θεραπεία. Πρόκειται όμως και για μια εξαιρετικά δημιουργική περίοδο, αφού η φαντασία του δημιουργεί  μ’ έναν εκπληκτικά γοργό ρυθμό το ένα έργο μετά το άλλο να προλάβει να το συνθέσει πριν χρειαστεί να ξαναεγκλειστεί. Γράφει τις «Χίμαιρες» [ποιήματα] τις νουβέλες:  «Συλβί», «Τα κορίτσια της Φωτιάς», «Οκτωβριανές νύχτες».

Ίσως γι αυτό είχε μια αίσθηση ναρκισσιστικής υπεροχής που τη διατυπώνει στην «Αυρηλία»: «μου γεννήθηκε η σκέψη ότι είχα γίνει πολύ μεγάλος, – και πως πλημμυρισμένος ολόκληρος από ηλεκτροφόρες δυνάμεις, θα ανέτρεπα καθετί που με πλησίαζε». Ομολογούσε πως ήταν «πολύ κουρασμένος απ’ τη ζωή».

Έτσι αρχίζει το δεύτερο μέρος του κειμένου λέγοντας:  «Όλα τελείωσαν ! Όλα πέρασαν! Εγώ τώρα πρέπει να πεθάνω και να πεθάνω χωρίς ελπίδα! Τι είναι ο θάνατος; Αν ήταν το μηδέν… Ας ήταν! Αλλά ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν μπορεί να κάνει το θάνατο να είναι το μηδέν».

               

                El desdichado

Σίγουρα ο Νερβάλ ήταν ένα πρόσωπο που ίσως κι εξαιτίας της τρέλας του τόνιζε παράξενες μουσικές, πραγματοποιούσε διανοητικά άλματα που δεν μπορούσαν οι λογικοί να πραγματοποιήσουν, γνώριζε αινιγματικά μυστικά και θεωρούσε τον εαυτό του το Μαύρο πρίγκιπα της Μελαγχολίας που τον φώτιζε ο ‘Ηλιος της όπως λέει η Κρίστεβα σχολιάζοντας ένα τρομερό ποίημα που έγραψε την ίδια εποχή:

«El Desdichado (Ο απόκληρος)

 (μετάφραση: Παναγιώτης Μουλλάς)

Εγώ είμαι ο σκοτεινός, ο χήρος, ο απαρήγορος

ο δίχως πύργο πρίγκιψ της Ακουιτανίας.

Το μόνο αστέρι μου νεκρό, και στο έναστρο λαγούτο μου

προβάλλει ο μαύρος ήλιος της Μελαγχολίας.

Στον τάφο εσύ, παρηγοριά μου, το Παυσίλυπο

φέρε μου πάλι και της Ιταλίας το κύμα,

το άνθος που τόσο με ηρεμούσε εμέ περίλυπο,

τη δράνα όπου το ρόδο σμίγει με το κλήμα.

Είμαι Έρως; Φοίβος; Λουζινιάν; Μπιρόν;

Απ’ το φιλί της ρήγισσας ακόμη είναι ερυθρό το μέτωπο μου.

Μες στη σπηλιά που κολυμπά η Σειρήνα έχω ονειρευθεί

και δυο φορές θριαμβευτής πέρασα τον Αχέροντα,

τονίζοντας στην ορφική μου λύρα τους καημούς

κάποιας αγίας και μιας νεράιδας τους λυγμούς».

Κι ενώ ταξίδεψε πολύ [στην Ανατολή] για να ξεχάσει το θάνατο της αγαπημένης του κι έγραψε κάτω από συνθήκες που άλλοι ούτε μια γραμμή δεν θα μπορούν να σύρουν αυτοκτόνησε με απαγχονισμό [τον πιο ατιμωτικό θάνατο] σε κάποιο σκοτεινό παρισινό σοκάκι μια νύχτα που ήταν όπως όλες της σύντομης ζωής του «άσπρη και μαύρη», όπως έλεγε.

Στο μεταξύ μετά την πρώτη δημοσίευση την 1-1-1855 στην Revue de Paris του πρώτου μέρους της «Αυρηλίας» είχε πια αρχίσει να εξαθλιώνεται σωματικά και ηθικά μη μπορώντας άλλο να συνεχίσει. Κυκλοφορούσε ρακένδυτος, έκανε παρέα με αποβράσματα αλλά όταν βρέθηκε κρεμασμένος από ένα φανοστάτη φορούσε το καπέλο του κάτι που δεν δικαιολογεί τους σπασμούς του στραγγαλισμού, γι’ αυτό ειπώθηκε ότι τον δολοφόνησαν κάποιοι αλήτες απ’ αυτούς που συναναστρεφόταν στα κακόφημα στέκια που τριγυρνούσε. Επάνω του βρέθηκε ένα γράμμα με το οποίο ζητούσε 300 φράγκα, ένα ποσό που θα τον βοηθούσε να βγάλει το χειμώνα.

Ο Νερβάλ θα έλεγε κανείς πως έφερε το ανείπωτο στο φως. Αυτό το φως ήταν μαύρο: «να γιατί λάμπει τόσο που τίποτα δε μπορεί να το θαμπώσει», όπως ειπώθηκε.

Ο Κούμπιν δεν είχε την ίδια μοίρα. Πέθανε σε προχωρημένη ηλικία κάνοντας πάντα τις αγαπημένες του εικονογραφήσεις.

Και οι δυο τους ήταν παράλληλοι, ομοιοπαθείς, πάσχουσες ψυχές που έμοιαζαν σε πολλά και σημαντικά σημεία του χαρακτήρα τους σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πως ο ένας μπορούσε να δημιουργήσει το έργο του άλλου. Αυτός ίσως να ήταν ένας λόγος που κάτω από τη φωτογραφία του ο Νερβάλ είχε γράψει την παράξενη φράση «Είμαι ο Άλλος».

 

Βοηθήματα:

  1. Ζεράρ ντε Νερβάλ, ”Αυρηλία”, ή ”Το όνειρο και η Ζωή” και ”Γράμματα στην Τζένυ Κολόν”, εικονογράφηση Άλφρεντ Κούμπιν, μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης. εκδ. Άγρα 1989
  2. Ζεράρ ντε Νερβάλ, ”Εξόριστος στη Γη”, 25 ποιήματα, μτφρ. Κώστας Λάνταβος, εκδ. Αρμός 2013
  3. ”Καταραμένοι Γάλλοι Ποιητές” 13ος- 20ος αιώνας, μτφρ. Ελένη Κόλλια, εκδ. Ηριδανός 2010
  4. ”Κλιμτ, Σίλε, Κοκόσκα και η Εποχή τους”, αριστουργήματα, από το Μουσείο Λέοπολντ της Βιέννης, Κατάλογος Έκθεσης, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 2007-08
  5. Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ”Λεξικό Τέχνης και Καλλιτεχνών”, μτφρ. Ειρήνη Οράτη, εκδ. Νεφέλη 1997

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.