You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Πορτραίτα σε λάδι – Ο Γκυγιώμ Απολλιναίρ, οι Κυβιστές και ένα ποιητικό Κολάζ

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Πορτραίτα σε λάδι – Ο Γκυγιώμ Απολλιναίρ, οι Κυβιστές και ένα ποιητικό Κολάζ

Ο Γκυγιώμ Απολλιναίρ (1880-1918) υπήρξε ευαίσθητος, βλάσφημος, κατανυκτικός, προκλητικός, αλλά κυρίως προφητικός άνθρωπος και καλλιτέχνης που μυρίστηκε νωρίς το πνεύμα των καιρών, αλλά και το τι επρόκειτο να ακολουθήσει.
Ο άνθρωπος ζητά μια νέα έκφραση που γι’ αυτήν καμιάς γλώσσας ο γραμματικός δεν θα ΄χει τίποτα να πει.
  Λένε πως ήταν ο νονός του σουρεαλισμού, αλλά πριν την έλευσή του έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο για να συστήσει τους κυβιστές ζωγράφους. Έγραψε διάσημες συλλογές όπως τα Καλλιγράμματα και τα Αλκοόλς. Έγινε ο βάρδος της ζωγραφικής κίνησης του ορφισμού. Έγραψε ένα απ’ τα πιο διάσημα πορνογραφήματα τις Έντεκα Χιλιάδες Βέργες.  Πολέμησε στον Πρώτο Μεγάλο Πόλεμο για να πάρει την γαλλική υπηκοότητα, αλλά τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι και πέθανε αργότερα από ισπανική γρίπη στα 38 του μόλις χρόνια. Γκυγιώμ Κοστροβίτσκι το πραγματικό του όνομα, ενώ οι γονείς του ήταν άγνωστοι. Η μαμά του ίσως να ήταν μια Πολωνέζα πρόσφυγας, η Αγγελική, και ο μπαμπάς του ίσως ένας Ιταλός αξιωματικός. Έλεγε πως ήταν:
αιχμάλωτος χωρίς ορίζοντα
και πως δεν έβλεπε παρά τον εχθρικό ουρανό
και τους γυμνούς τοίχους της φυλακής Του.
Ενώ
Τα φύλλα
Που πετάμε
Ένα τρένο
Που κυλάει
Η ζωή
γλιστράει.
Μουρμούριζε περπατώντας στα παρισινά βουλεβάρτα: θέλω να γνωρίσω αυτό που τρώει τα σωθικά των ανθρώπων.
Αγαπώ τους ανθρώπους όχι γι αυτό που τους ενώνει, αλλά γι’ αυτό που τους χωρίζει, και απ’ τις καρδιές θέλω κυρίως να γνωρίσω αυτό που τις σπαράζει.
Στο μεταξύ:
Τα πρόσωπά τους ήσαν χλωμά
καθώς
Έπεφταν τα φθινοπωρινά φύλλα.

        Ήταν ταξιδιώτης σαν όλους μας, αλλά ένας ταξιδιώτης που δεν ταξίδευε μόνο από πόλη σε πόλη γνωρίζοντας τις μυρωδιές των τόπων, αλλά ταξίδευε ανάμεσα στα χρώματα και τις λέξεις, δυο εργαλεία δυο συναφών τεχνών της ζωγραφικής και της ποίησης.
Ένα βράδυ κατέβηκα σ’ ένα θλιμμένο πανδοχείο (…)
Στο βάθος της αίθουσας πετούσε ένας Χριστός
Κάποιος είχε μια νυφίτσα
Ένας άλλος ένα σκαντζόχοιρο
Παίζανε χαρτιά
Και συ με είχες ξεχάσει 

ΑΝΟΙΞΤΕ ΜΟΥ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΠΟΥ ΧΤΥΠΩ ΚΛΑΙΓΟΝΤΑΣ
ΑΚΟΜΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΘΥΜΑΜΑΙ

Ήταν παχουλός χωρίς να είναι χοντρός, έγραψε γι’ αυτόν ο Ζαν Κοκτώ όταν πέθανε.
Αυτό το αστείο αερόστατο όπως τον ονόμασε. Και αφού προτίμησε να τον περιγράψει παρά να τον ξαναζωγραφίσει: όψη ωχρή και ρωμαϊκή, ένα μικρό μουστάκι πάνω από ένα στόμα που χώριζε τις λέξεις με σύντομη φωνή, με χάρη ξιπασμένη και κάποιο λαχάνιασμα. Η σοβαρότητα του προσώπου έκανε τα μάτια του να γελούν (…) Το γέλιο δεν έβγαινε απ’ το στόμα του. Έφτανε απ’ τις τέσσερις γωνιές του οργανισμού. Τον πλημμύριζε, τον τράνταζε, τον έκανε να αναπηδά. Στην συνέχεια αυτό το ήρεμο γέλιο κατέπεφτε από το βλέμμα και το σώμα επανερχόταν στη θέση του.
Αυτός ο παχύς καλόκαρδος άνθρωπος που πλήρωσε την επιθυμία του να έχει μια πατρίδα με τη ζωή του, φαίνεται πως το πάχος είχε αρχίσει να περιτυλίγει την καρδιά του και ανέπνεε με δυσκολία κάνοντας το λαχάνιασμά του τραγικό (…) ώσπου η πεθαμένη του μορφή έλαμπε από τα λευκά ρούχα. Από μια ομορφιά στεφανωμένη, τόσο ακτινοβόλα που πιστεύαμε πως βλέπαμε νεαρό τον Βιργίλιο. Ο θάνατος, με το φόρεμα του Δάντη, τον τραβούσε, όπως τα παιδιά, από το χέρι.
Έπαιζε ακόμα το λείψανό του που πετούσε ακίνητο, αυτό το αστείο αερόστατο. Αυτός ο μυελός της κουφοξυλιάς, των πουλιών, των δελφινιών, του καθενός που μισεί το βάρος, αποσυρόταν απ’ το πτώμα του, το ανασήκωνε, έφτιαχνε την επαφή του με τον αέρα, μια φωσφορίζουσα καύση.
Νεκρός δοξασμένος, ζωντανός ένας αισθηματίας που κατατρύχεται από τον ερωτισμό. Σ’ αυτόν, το λεπτό και το άσεμνο συμβαδίζουνε στους δρόμους της χειραφέτησης.
Δεν έφθασε μόνο ο Απολλιναίρ στο Παρίσι την αυγή του 20ου αιώνα στα είκοσι του χρόνια μάλιστα, αλλά και ο Πικάσο εγκαταλείποντας την αγαπημένη του Ανδαλουσία και ο Ζορζ Μπρακ από το Αρζαντέιγ και τη Χάβρη. Και οι τρεις τους θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εικαστική σκηνή του κυβισμού, ο οποίος αποτέλεσε την ατμομηχανή της πρωτοπορίας που έφερε στην προσκήνιο το Μοντερνισμό. Πριν το 1910, και μετά το σύντομο πέρασμα του φωβισμού με τα εκθαμβωτικά έντονα κόκκινα και μπλέ του, έχουμε κιόλας το πρώτο εμβληματικό έργο του Μοντερνισμού τις Δεσποινίδες της Αβινιόν που ”έκλεψε” στην κυριολεξία ο Πικάσο από τις Λουόμενες του Σεζάν, του γενάρχη της Μοντέρνας Τέχνης. Αλλά εκτός από τις μεταναστεύσεις και τους εικαστικούς σεισμούς και -ισμούς, ένας ψυχίατρος που ερευνούσε λίγο καιρό πριν με το κλεφτοφάναρο του στα ”υπόγεια” της Βιέννης το ασυνείδητο διατυπώνοντας την ψυχανάλυση, έγραψε την Ερμηνεία των ονείρων και την κυκλοφόρησε μετά από πολλούς δισταγμούς φοβούμενος τους χλευασμούς συναδέλφων και μη. Αλλά σ’ αυτήν την αυγή του 20ου αιώνα το 1900 δηλαδή, πέθανε ο Φρειδερίκος Νίτσε ο οποίος θεωρούσε όπως ο Φρόυντ, πως στο μυαλό του ενήλικα ανθρώπου διαδραματίζονται μανιασμένα εσωτερικές συγκρούσεις απίστευτης σφοδρότητας και γι’ αυτό είχαν και οι δυο τους κατηγορήσει την χριστιανική ηθική που στιγμάτιζε τις αληθινές ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες τις οποίες ίσα που ανεχόταν ή έκανε πως τις αγνοούσε. Έτσι κάτω από την χριστιανική ηθική η κοινωνία έντρομη κατάντησε να είναι υποκριτική, καταπιεστική και πουριτανική. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο κυβισμός ακολουθώντας τις κατακτήσεις της λογοτεχνικής σκηνής αποτέλεσε την εικαστική έκφραση της συνειδησιακής ροής που έβαλε σε λειτουργία ο Μαρσέλ Προυστ με το Απ’ την Μεριά του Σουάν και ο Τζόυς με τον Οδυσσέα του αργότερα.  

        Ένας ιστορικός τέχνης υποστήριξε ούτε λίγο ούτε πολύ πως ο κυβισμός υπήρξε η μεγαλύτερη καλλιτεχνική επανάσταση από την εποχή της ιταλικής Αναγέννησης. Όταν οι καλλιτέχνες μέσα σε πλαίσιο χριστιανικό ανάστησαν ξανά τον παγανιστικό κλασικό πολιτισμό για να τον ανατρέψουν στη συνέχεια.
  Ο κυβισμός δημιουργήθηκε εξαιτίας του διαλόγου ανάμεσα στον Πικάσο και στον Μπρακ που πίστευαν πως το ζωγραφικό έργο δεν είναι παράθυρο μέσα από το οποίο βλέπει κανείς τον πραγματικό χώρο, αλλά τον δημιουργεί. Οι κυβιστές αναπαριστούν δηλαδή αυτό που γνωρίζει το μυαλό και όχι αυτό που βλέπει το μάτι δημιουργώντας αφηρημένες φόρμες και κατασκευάζοντας έργα με τα οποία ερευνούν τον τρόπο λειτουργίας της ίδιας της ζωγραφικής. Με τον κυβισμό, η ”Εμπροσθοφυλακή” (Αβανγκάρντ)  από τη στρατιωτική ορολογία πέρασε στην επικράτεια της Μοντέρνας Τέχνης.
 Ο πρώτος της τριάδας ο Γκυγιώμ Απολλιναίρ, θέλοντας να απεγκλωβίσει την τέχνη από τον συντηρητισμό των Ακαδημιών των Καλών Τεχνών, καθώς και των μεγάλων εκθέσεων και των γκαλερί, αναφωνούσε: Τελικά έχεις κουραστεί με τον γέρικο αυτόν κόσμο… Εδώ ακόμα και τα αυτοκίνητα φαίνονται παλιά. Κάτι πολύ προκλητικότερο είχε ειπωθεί λίγο πριν από τους Φουτουριστές: Ένα αυτοκίνητο είναι πιο όμορφο από την φτερωτή Νίκη της Σαμοθράκης.
Η όσμωση των παράλληλων ή λίγο προγενέστερων κινημάτων (Φουτουρισμός, Πριμιτιβισμός, Εξπρεσιονισμός) με τον  κυβισμό οδηγήθηκαν στην αγκαλιά της καταστροφής της Τέχνης στον Ντανταϊσμό.

Γη Γη Ύδατα Ωκεανοί Ουρανοί
Έχω το μαράζι του τόπου
Είμαι όλα τα πρόσωπα και φοβάμαι τα γραμματοκιβώτια
Οι πόλεις κυρτές επιφάνειες
Δεν ακολουθώ πια δρόμους
Γραμμές
      Παλαμάρια
                  Κανάλια
                        Ούτε τις κρεμαστές γέφυρες! Ήλιοι φεγγάρια αστέρια

Κόσμοι αποκαλυπτικοί
Όλοι έχετε ακόμη ένα όμορφο ρόλο να παίξετε
Ένα σιφώνι φταρνίζεται
Οι φιλολογικές κακογλωσσιές συνεχίζονται
Χαμηλόφωνα
Στη Ροτόντα
Όπως στον πάτο ενός ποτηριού

ΠΕΡΙΜΕΝΩ 

Θα ‘θελα να ΄μουν ο τελευταίος τροχός της αμάξης
Καταιγίδα
Μεσημέρι στις δύο
Τίποτε και παντού,
λέει με την σεμνότητα ενός ναυτικού και τη λυρική μεγαλοστομία ενός ποιητή ο Μπλαιζ Σεντράρ περιπλέοντας το κανάλι του Παναμά αφού άκουσε τις περιπέτειες των Επτά του θείων.
Ο χρόνος είναι τώρα ευνοϊκός καθώς εικάζω για να συνεχίσω χωρίς ακκισμούς την κυβιστική μου παρόλα. Στη σκιά ένα πορτραίτο μου χαμογελά και καθώς κάποιοι γράφουν γράμματα ολοστρόγγυλα ή σχεδιάζουν νεκρές φύσεις που μοιάζουν να περιδινούνται πάνω στο νερό, εγώ πάνω στο χαρτί χορεύω.
Σαν μελαγχολικός ζητιάνος παρατηρώ τη νύχτα και τον θάνατο.
Αλλά συ καρδιά μου γιατί κτυπάς
Έρημη και άδεια η θάλασσα
Ήλιε από – κεφαλισμένε αλοίμονο κι ύστερα τι θα ΄μενε από σένα Γκυγιώμ Απολλιναίρ χτυπημένε άσπλαχνα από τη μοίρα και τι θα ΄κανε ο Πικάσο που τόσο αγάπησες και τόσο αυτός σου ανταπέδιδε την αγάπη του χωρίς εσένα; Που για να σε τιμήσει δεν ξαναζωγράφισε το πορτραίτο του – η τελευταία αυτοπροσωπογραφία του ήταν σαν έμαθε τον θάνατό σου-
Και έτσι ήταν που ξεκίνησα ή συνεχίστηκαν όλα, όταν άρχισα να ψάχνω – πάντα όταν ψάχνεις από κάπου πρέπει να πιαστείς – τι συνδέει τη ζωγραφική με την ποίηση στον κυβισμό και χάθηκα σε μαιάνδρους, σπείρες και στροβίλους,

ανίκανος μες στην παραζάλη μου
να ξεχωρίσω το ΑΓΑΘΟΝ από το σκύβαλο
ώσπου βρήκα το κόσκινό του
τελικά, το σεισμογράφο του

Να η μεγάλη ανακάλυψη του Πάουντ από το Μόμπερλι ελαφρά παραφθαρμένο. Αλλά τον βρήκε μόνο αυτός τον σεισμογράφο του, έτσι εγώ παρέμεινα παραζαλισμένος, υπνωτισμένος σχεδόν αναζητητής υπερπόντιων ομιχλωδών περιοχών και όπως και
Εσείς και εγώ πηγαίνουμε
όπως οι Καραβίδες,
Οπισθοχωρώντας, ολοένα οπισθοχωρώντας,
λέει βυθισμένος σε μια θάλασσα αλκοόλ ποιος άλλος (;) ο Γκυγιώμ Απολλιναίρ.
Και κείνη τη στιγμή το τζάμι του κάδρου σπάζει

(…) 

Ιδού που έρχεται η εποχή
των θλίψεων και της αιτίας
Προφητεύει πάντα ο ίδιος.
Και συνεχίζει, Αυτονόητη η απεύθυνση,
Το πάθος τυφλώνει τους φτωχούς αυτούς ανθρώπους. Ας τους δώσουμε άφεση ου γαρ οίδασοι τι λένε.
”Μεταφυσική της πρώτης τάξης Δημοτικού Σχολείου” … οι Κυβιστές. ”Τέχνη των σπηλαίων, επιθετικά ακατανόητη” … ο Κυβισμός.
”Θαυμάσιοι μπογιατζήδες οικοδομής” … οι κ.κ. Κούπκα και Πικαμπιά.
”Κοπροφάγοι και ξοφλημένοι” … οι Κυβιστές.
Ο κύβος δε, προϊόν μηδενικών.
Αυτό το τέρας της ομορφιάς δεν είναι αιώνιο, είναι η μόνη απάντηση που θα μπορούσε να είχε αντιτείνει στους χλευαστές των αγαπημένων του κυβιστών ο Απολλιναίρ.
Η αλήθεια δεν είναι πάντα καινούργια
Και βλέπεις του ματιού της τη γωνιά
Χορεύει σαν παράνομη καρφίτσα
διατείνεται ο Έλιοτ στον Προύφροκ
Ψάχνοντας κάποιο τρόπο ασύγκριτα επιτήδειο και ελαφρό
Να ‘ναι αυτό ένας ορισμός της απλότητας, της καθαρότητας και της έμμετρης κατανόησης ή ακκισμός; όπως
Σε μια έρημο κατόπτρων
Τι θα κάνει η αράχνη
Θα αναστείλει τις επιχειρήσεις της
Ο κάνθαρος
Θ’ αναβάλλει;
Κι ένα καβούρι κάποιο απόγευμα στη στέρνα,
Ένα γέρικο καβούρι με λαβίδες στη καμπούρα του,
Έσφιξε την άκρη μιας βέργας που κρατούσα.
(Για να συναντήσει ο Έλιοτ τον Απολλιναίρ που ποτέ δεν συνάντησε στ’ αλήθεια κι ωστόσο:)
 ”Η σελήνη έχασε τη μνήμη της”
Πώς αλλιώς;
Μία και μισή,
Του δρόμου η λάμπα έφτυσε
Του δρόμου η λάμπα γκρίνιασε
Του δρόμου η λάμπα είπε
Κι ίσως το χέρι της μαδά ένα χάρτινο τριαντάφυλλο
(Έτσι που ο Έλιοτ να συναντήσει τον Πικάσο, έναν άλλον που δεν συνάντησε ποτέ με το δεύτερο κοριτσάκι του να λέει:)

Το χέρι μου είναι γεμάτο φωνές, τα μαλλιά μου είναι άκακα φίδια από κορδέλλες όλων των χρωμάτων. Ας τα χτενίσω. Γλιστράνε ανάμεσα στα δάχτυλά μου και ανάβουν βεγγαλικά σε κάθε φύλλο των δέντρων που κόβεται από τα χείλη με κάθε γερή σπρωξιά. (Ενώ το τέταρτο κοριτσάκι του από τα -Τέσσερα Κοριτσάκια το θεατρικό του έργο το 1948- λέει:)
Το μπλε, το ροζ, το λιλά, το λεμονί, το φυστικί, το πράσινο του πορτοκαλλιού και το μπλε και το βιολέ, το μωβ και το λιλά και το κόκκινο.
(Ζωγράφος είναι, τραγουδά τα χρώματα δεν τα ‘χει μόνο στην άκρη του πινέλου του).
Κατά λέξη ο όρος κολάζ σημαίνει συγκόλληση. Πρόκειται για μια από τις πιο καινοτόμες τεχνικές που δοκιμάστηκαν στα πρωτοποριακά κινήματα των αρχών του 20ου αιώνα: Στον κυβισμό, το φουτουρισμό, το νταντά, τον σουρεαλισμό, τον εξπρεσιονισμό και μεταπολεμικά στην ποπ αρτ. Υπάρχουν διάφορες τεχνικές κολάζ: με την τεχνική του ασαμπλάζ κατασκευάζονται έργα τρισδιάστατα με την συνένωση διαφόρων στοιχείων και αντικειμένων. Κολάζ με άχρηστα υλικά, αλλά και κομμάτια λέξεων και φράσεων με ιδιαίτερη προσοχή στο σημασιολογικό συσχετισμό τους είναι η τεχνική του Merz. Το 1920 ο Μπρακ ανακαλύπτει το παπιέ κολέ τεχνική με την οποία συγκολλά στο εσωτερικό του πίνακα κομμάτια από χαρτί, εφημερίδες και φωτογραφίες που δίνουν ένα πολύ ξεχωριστό αισθητικά αποτέλεσμα. Όπως καταλαβαίνει κανείς και όπως κάθε τι άλλο που δοκιμάστηκε εκείνη την εποχή στη Τέχνη απομακρύνεται και απομακρύνει την ίδια τη λογική και την ορθολογική απεικόνιση με βάση την προοπτική και το σχέδιο.
Σε μια συγκεκριμένη στιγμή εξακοντίζεται στο άπειρο προς όλες τις κατευθύνσεις, ισχυρίζεται ο Απολλιναίρ.

[Φιλοδοξία αυτού του κειμένου είναι ακριβώς αυτή: Να χρησιμοποιήσει χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ, τις διάφορες τεχνικές συγκόλλησης στροβιλιζόμενο γύρω από τη ζωγραφική και τη ποίηση].
Ο Απολλιναίρ που πήγε στον πόλεμο και που δε μιλάει γι’ αυτόν … αντιπολεμικά, αλλά ούτε και όπως οι φουτουριστές υμνώντας τον, μιλάει κάπου για
Τέσσερις πυροβολητές που
Πνιγμένοι μες στην σκόνη
Απ’ την κορφή ως τα νύχια
Αγνάντευαν (…)
Μιλώντας για τα περασμένα
Κι ούτε πρόλαβαν να γυρίσουν το κεφάλι
Όταν τους πέτυχε η οβίδα (…)
Μιλούσαν για τα περασμένα – όχι για τα μελλούμενα
Κι έτσι συνεχιζόταν η άσκηση
Μαθαίνοντάς τους πως να πεθαίνουν.

Στο θεατρικό του έργο Οι Μαστοί του Τειρεσία (Εγώ Τειρεσίας, αν και τυφλός, σφύζοντας ανάμεσα σε δύο ζωές, / γέροντας με ρυτιδωμένα βυζιά γυναίκας, μπορώ να δω / στην ώρα την μενεξεδιά, του δειλινού την ώρα που αγωνιά, λέει ο Έλιοτ στην Έρημη Χώρα)  με τον υπότιτλο Δράμα Σουρεαλιστικό – όρος που χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά – ο Γκυγιώμ Απολλιναίρ μιλά για τις εμπειρίες του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και για την αραίωση του πληθυσμού μετά τις εκατόμβες που χάθηκαν σ’ αυτόν τον Πόλεμο. Θέματα φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους, που όμως καταφέρνει να τα συγκεράσει όπως το κωμικό με το τραγικό, λέγοντας φωναχτά: Πως δεν κάνουν πια παιδιά στη Γαλλία γιατί δεν κάνουν αρκετά έρωτα. Ενώ βάζει έναν ήρωα του έργου να είναι αυτός έγκυος και όχι η γυναίκα του.
Ω θεέ μου! πόσο όμορφος είναι ο πόλεμος
με τα τραγούδια του και τη μακρόσυρτη σχόλη του
Και από την άλλη όχι και πολύ μακριά αλλά καθόλου κοντά ένας κακορίζικος, ένας αντισημίτης, ένας κυνικός εμετικός υβριστής, αλλά και ένας μέγας στυλίστας στο δαντικό ταξίδι του από την άλλη μεριά της ζωής αποφαίνεται: Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΟΝΤΟΛΟΓΙΣ ΗΤΑΝ ΟΣΑ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΑΜΕ αφού όσο και αν χαρχάλευα τη μνήμη μου δεν τους είχα κάνει τίποτα εγώ των Γερμανών. Ο παραληρηματικός, ασθματικός καταραμένος Σελίν σ’ ένα παραλήρημα ψευτιάς και πίστης που του έχει κολλήσει σαν ψώρα δηλώνει ευθαρσώς: Το μόνο που έχω είναι το ύφος μου. Αρκεί αυτό; Για έναν συγγραφέα φαντάζομαι πως αρκεί, αλλά και πάλι ένας συγγραφέας είναι μόνο ύφος; Είναι κάτι που τον κάνει άνθρωπο; Ακόμα και όταν αραδιάζει απίστευτες βρωμιές για άλλους ανθρώπους; Και αν παραδεχτούμε πως η λογοτεχνία δεν έχει σχέση με την ηθική ή την ιδεολογία απαραιτήτως, πάλι δεν μπορούμε να συγχωρήσουμε τον απίστευτο μισανθρωπισμό του.
Η μπουγάδα πάσχιζε να στεγνώσει από το ένα παράθυρο στο άλλο.
Και αμέσως μια εικόνα με ασπρόρουχα κρεμασμένα σ’ ένα σχοινί, κάνει το χατίρι του αέρα να την φουσκώνει με περίσσια αναίδεια, κάνει το χατίρι του ήλιου να παίζει με τις σκιές των πουκαμίσων, και στον καβάλο των παντελονιών να κάνει ένα ύποπτο θόρυβο.
(Έξω απ’ το παράθυρο / τα εσώρουχά της στέγνωναν από του ήλιου τις στερνές ακτίνες, / στο ντιβάνι στοιβαγμένα (την νύχτα κρεβάτι) / κάλτσες, παντούφλες, μεσοφόρια, κορσέδες … λέει πάλι ο Έλιοτ).

Το καλοκαίρι όλα ζέχνουν
Ή μήπως όλα τα καλοκαίρια ζέχνουν στάζοντας μια άοσμη υγρασία που εισχωρεί στις αρθρώσεις και στα νεύρα. Όπως άρχισαν όλα και δεν λένε να τελειώσουν … Κοιτάσματα φράσεων κι οι λέξεις που τις συνθέτουν αποπνέοντας τη γοητεία του ανορθολογισμού και το απότοκο της παραδοχής πως δεν υπάρχει θεός οπότε όλα επιτρέπονται: η χυδαιότητα… ο κυνισμός… η σκατολογία… το ανόσιο… το βορβορώδες… το ηττοπαθές… το ανήθικο… το λυρικό… το ελεεινό… το εγκληματικό… το βέβηλο… το σατυρικό… το ονειρικό… το εφιαλτικό …
Αν τίποτα δε φωτίζει το σκοτάδι, αν η ζωή είναι μια ανίατη αρρώστια, αν το νόημα δεν ανευρεθεί αφού ποτέ δεν υπήρξε – τουλάχιστον αφ’ εαυτού – τότε τι μένει; Το πρόσωπό του σκυμμένο στα χαρτιά του, η ρυπαρότητα του περίγυρου, το μισοειρωνικό χαμόγελό του, η μαυρίλα που κάποιος – αυτός – της άνοιξε τη πόρτα και αυτή βιαστικά μπήκε και εγκαταστάθηκε και κάθε τόσο επιβεβαιώνει την αρρώστια του υπάρχειν. Όλα αυτά τι είναι; αυτοβιογραφίες;
Αναρχία παντού, και στην Κιβωτό εγώ, ο Νώε, ξεκουτιάρης. Είναι αυτό που λέει ο άλλος, ένας σχεδόν επίγονος, ο Μπέκετ, πολύ στενά για να ‘ναι το πέταγμα ματαιόδοξο; αλλά αυτό το χαρακτηριστικό, η ματαιοδοξία είναι κάτι που ο Σελίν το έχει όλο επάνω του και αντί να κερδίσει τη δόξα κέρδισε την καταισχύνη.
Στο κρεβάτι, βγάζαν πρώτα τα γυαλιά τους και στη συνέχεια βάζαν τις μασέλες τους μέσα σ’ ένα ποτήρι, και τοποθετούσαν το όλον σε εμφανές σημείο. Δεν μοιάζαν να μιλούν μεταξύ τους, μεταξύ φύλων, ακριβώς όπως και στο δρόμο. Μεγάλα ζώα, θαρρείς, πολύ υπάκουα, πολύ μαθημένα να βαριούνται. Είδα δύο ζευγάρια όλα και όλα να κάνουν στο φως της λάμπας τα κόλπα που περίμενα, δίχως καμιά βιαιότητα μάλιστα. Οι άλλες γυναίκες μασούλαγαν καραμέλες περιμένοντας να ολοκληρώσει ο σύζυγος την τουαλέτα του. Και έπειτα σβήναν όλοι τους το φως.
Είναι θλιβεροί οι άνθρωποι που πλαγιάζουν, βλέπεις ότι δεν τους κόφτει που τα πράγματα πάνε όπως όπως, βλέπεις ότι δεν γυρεύουν να καταλάβουν το γιατί βρισκόμαστε εδώ. Σκασίλα τους. Κοιμούνται όπως λάχει, είναι ξετσίπωτοι, βόδια, σκληρόπετσοι (…) έχουν πάντα την συνείδησή τους ήσυχη.
Το κείμενο του Σελίν θυμίζει τις καρικατουρίστικες κυβιστικές φιγούρες.     
Εγώ Τειρεσίας, γέροντας με ρυτιδωμένα βυζιά
Διείδα τη σκηνή και μάντεψα τα υπόλοιπα -, λέει στο Κήρυγμα της φωτιάς από την Έρημη Χώρα του ο Έλιοτ.
Κι είναι σαν να διαβάζεις ένα διάλογο ανάμεσα σ’ έναν νεκρό και ένα ζωντανό ή ανάμεσα σε πολλούς νεκρούς και έναν επιζώντα, καθώς εκεί κάπου στο βάθος το μάτι ακολουθεί τους δρόμους που έχουν χαραχθεί ειδικά γι’ αυτό μέσα στο έργο, όπως λέει ο Πάουλ Κλέε. Άρα υπάρχει κάτι νομοτελειακά προεικονισμένο για το ανθρώπινο μάτι. Για τα μάτια μας μόνο. Κι ίσως για τα μάτια της. Όσο για τη γλώσσα μας κι ίσως το γούστο μας υπάρχει η αργκό γλώσσα του μίσους παραδέχεται ο Σελίν, που τη χρησιμοποιεί κατά κόρον, παραγνωρίζοντας ίσως το γεγονός – ή μήπως παραδέχοντάς το – πως ο ίδιος κατάντησε για καιρό ο άγγελος του μίσους.
Μέσα απ’ την τρίχα μου που στέκεται ολόρθη
Νιώθω συχνά τον άνεμο του φόβου να περνάει, μας ειδοποιεί ο Μπωντλαίρ
καθώς δεν ξέρεις αν βαδίζεις αυτή τη στιγμή στη χλόη του Παράδεισου ή πατάς, καθώς αυτό το κείμενο τελειώνει στο πυρωμένο έδαφος της Κόλασης που σου καίει τις πατούσες ή γίνεσαι καθολικός και βρίσκεσαι στην ελπιδοφόρα αγκαλιά του Καθαρτηρίου γελώντας με την ψυχή σου που έχει πια πετάξει απ’ το σώμα σου καθώς χιονίζει πάνω στη στέγη μου και πάνω στα δέντρα. / Ο τοίχος και ο κήπος είναι λευκοί, το μονοπάτι μαύρο και το / σπίτι σωριάστηκε δίχως θόρυβο. Χιονίζει. όπως ο Πιέρ Ρεβερντύ επιλέγει.

 

Σημείωση:

Οι μεταφράσεις των παραθεμάτων έγιναν από τους:
Μιράντα Σταυρινού, Βάσω Μέντζου, Γιώργο Βέη, Ζωή Μπέλλα, Κυριάκο Κασίμη, Ρένα Κοσσέρη, Βερονίκη Δαλακούρα, Ηλία Κυζηράκο, Τόνια Μαρκετάκη, Αριστοτέλη Νικολαΐδη, Άρη Σφακιανάκη, Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλου, Τάκη Βαρβιτσιώτη των οποίων την ορθογραφία διατηρήσαμε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.