You are currently viewing Κώστια Κοντολέων: Τέσυ Μπάϊλα, «Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές», Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Ψυχογιός   

Κώστια Κοντολέων: Τέσυ Μπάϊλα, «Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές», Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Ψυχογιός  

 Τις νύχτες κάποια σπίτια παίζουν κρυφτό με τις σκιές αυτών που κάποτε έζησαν από την μέσα μεριά των πέτρινων τοίχων τους.

Σκιές ανάερες πια όλοι αυτοί, που επανέρχονται ξανά και ξανά για να μας πουν τις ιστορίες τους, για να μας μιλήσουν για τις χαρές και τις λύπες τους, για τα γλέντια και τα μοιρολόγια που συντελέστηκαν εκεί μέσα, για υποσχέσεις που δόθηκαν και κρατήθηκαν και γι’ άλλες που πέρασαν για πάντα στη λήθη.

Αν αγγίξουμε τους φαινομενικά άψυχους τοίχους, θα τους νιώσουμε να πάλλονται στις άκρες των δαχτύλων μας. Αν στήσουμε αυτί θα πιάσουμε την ανάσα τους.  Κι αν δεν φοβηθούμε, θ’ ακούσουμε τις κουβέντες τους μ’ εκείνους τους ίσκιους, αναχωρητές πια της ζωής, που κάποτε μέσα σ’ αυτά τα σπίτια αγάπησαν ή μίσησαν, γέλασαν ή έκλαψαν, ονειρεύτηκαν ή που προδομένοι αναχώρησαν  για το επέκεινα και τώρα γυρνάνε τις νύχτες σαν τον δολοφόνο στον τόπο του εγκλήματος για να μας εξομολογηθούν τ’ ανομολόγητα πάθη τους ή τις ανείπωτες πράξεις τους με την ελπίδα της εξιλέωσης που ίσως και να μην έρθει ποτέ.

Τρία, τέτοια σπίτια, θα καθορίσουν τις ζωές των ηρώων της Μπάϊλα, τρία σπίτια που θα παίξουν θετικούς  ή αρνητικούς ρόλους στην εξέλιξη της ιστορίας τους.

Ένας άντρας εισβολέας, φαινομενικά άγνωστος μας στην αρχή, θα γίνει ο οδηγός μας στην εξερεύνηση εκείνου του πέτρινου πρώτου σπιτιού, όπου κάποτε άρχισαν όλα και που σ’ αυτό θα τελειώσουν όλα. 

Είναι το ίδιο σπίτι που έγινε για τον Ανέστη, τον βασικό ήρωα του μυθιστορήματος, τόσο στο ξεκίνημα της ζωής του όσο και στο τέλος της, το καταφύγιο της τέχνης του. Παραδομένο τώρα στην εγκατάλειψη και την ερήμωση θέλει να προλάβει να μας πει την ιστορία του, πριν οι μπουλντόζες θάψουν για πάντα τα μυστικά του.

Κι είναι  σα να βιάζεται, λοιπόν, αυτό το σπίτι  να μας μεταφέρει στο τότε που τίποτα δεν προμηνούσε την επερχόμενη τραγωδία κι όλα όσα την ακολούθησαν. Κι έτσι εμείς, με αθόρυβα βήματα θα ακολουθούμε τον εισβολέα καθώς θα περνάει από το ένα δωμάτιο στο άλλο, αγγίζοντας παλιές φωτογραφίες, κιτρινισμένα χαρτιά, ξεραμένες μπογιές σε σκουριασμένα ντενεκεδάκια,  μουσαμάδες με μισοτελειωμένους πίνακες και την νυφιάτικη κασέλα με τα προικιά της Δαναής, που δεν έστερξαν να βγουν στο φως κι έγιναν προικιά του θανάτου.   

Κι όλοι όσοι έζησαν κάποτε σ’ αυτό το σπίτι και στον απόηχο της ανείπωτης τραγωδίας που συντελέστηκε εκεί, κρυμμένοι στις σκιές, σκιές κι αυτοί της απελπισίας, θ’ αρχίσουν να μας μιλάνε, για όσα έζησαν ή δεν πρόλαβαν να ζήσουν, για όσα αθέλητα έπραξαν ή ηθελημένα δεν έπραξαν και για όσα κιότεψαν να τα σταματήσουν τότε που υπήρχε ακόμα ο καιρός.

Ίσκιοι όλοι αυτοί κι ανάμεσά τους…

Η θειά Λουλουδιά, άτολμη κι ανήμπορη γερόντισσα, που δεν θα καταφέρει τελικά να γίνει ο κυματοθραύστης που θα αναχαιτίσει τη βία του Γιώργη, του ανελέητου αγριμιού, που εύρισκε πρόσφορο έδαφος εξάσκησης της στο ανυπεράσπιστο ορφανεμένο παιδί του.

Κι ακόμα η εμβληματική παρουσία του παππού Λεωνίδα στη ζωή του μικρού Ανέστη, που θα ξεκλειδώσει ηθελημένα ή άθελα του, εκεί πάνω στο μοναχικό-καταφύγιο της σοφίτας του πέτρινου σπιτιού, το πηγαίο ταλέντο του μικρού εγγονού του.

Και από τον παππού του ο Ανέστης -άλλος ίσκιος κι αυτός-  θα μάθει τα μυστικά των χρωμάτων και την τέχνη των πινέλων, για να ιστορεί στο χαρτί, στο ύφασμα, ή στο ξύλο τον κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια.  Μα η αποκάλυψη της αλήθειας μπορεί ενίοτε να εμπεριέχει και τρόμο κι αυτός που θα γίνει κοινωνός της ίσως και να θελήσει μέσα από την φυγή να την αλλάξει. 

Ο δεκαπεντάχρονος, λοιπόν,  Ανέστης, θα φύγει νύχτα ολομόναχος από το πέτρινο σπίτι, για ν’ ακολουθήσει αυτό που προστάζει η καρδιά του, σ’ έναν άγνωστο κόσμο τόσο διαφορετικό από εκείνον που βίωνε στην σύντομη μέχρι τότε ζωή του. 

Σ’ άλλους τόπους, σ’  άλλες θάλασσες, σ’ άλλα σπίτια, να στεγάσει τα όνειρα και τους φόβους του.   

Λαθρεπιβάτης σ’ ένα καΐκι για τα Χανιά θα βρεθεί μακριά από την θηριώδη πατρική εξουσία, λεύτερος πια ν’ ακολουθήσει το όνειρο του.  Και είναι τότε που θα μπει στη ζωή του ο Μικέλε, και το σπίτι του θα γίνει το δεύτερο σπίτι που θα σφραγίσει ανεξίτηλα ως το τέλος του βίου του την ζωή του. 

Στο σπίτι του Μικέλε που του θυμίζει λίγο το δικό του θα ξαποστάσει  ο Ανέστης ως να ανασυνταχθεί και να πάρει τις τελικές αποφάσεις του.  Είναι το σπίτι που θα συμβολίσει για τον Ανέστη τον ανεκπλήρωτο έρωτα, για τη γυναίκα που θα στοιχειώνει τη ζωή του ως το τέλος της. 

Η Ισιδώρα η δεύτερη γυναίκα του πατέρα του Μικέλε, θα γίνει ο ανομολόγητος αλλά και απαγορευμένος πόθος του. Κι όμως σ’ αυτό το σπίτι θα μείνει ζωγραφίζοντας ασταμάτητα μέχρι να φύγει ξανά γι’ άλλους τόπους κι άλλα σπίτια,  για την ολοκλήρωση μιας τέχνης που μόνο το πάθος λογαριάζει. 

Θα φύγει χωρίς ποτέ να αποκαλύψει στην Ισιδώρα τον έρωτα του, με την αόριστη υπόσχεση πως θα ξαναγυρίσει, σύντομα, αφήνοντας της το μόνο πορτραίτο που της είχε φτιάξει.    

Τρίτος μεγάλος και τελευταίος σταθμός στη ζωή του Ανέστη η πρωτεύουσα και η Σχολή Καλών Τεχνών, εκεί και το σπίτι, το τρίτο σπίτι που θα ολοκληρώσει το ισοσκελές τρίγωνο των σπιτιών της ζωής του.  Στην παλιά μονοκατοικία της κυρά-Ευτέρπης θα υπάρχει πάντα διαθέσιμο ένα δωμάτιο στην αυλή της, για τον Ανέστη και τον Μικέλε, μια ζεστή φωλιά με μπόλικη αγάπη κι έγνοια για τους δυο φίλους, μέχρι να πραγματώσει ο Ανέστης το όνειρο του και να γίνει κι επίσημα ζωγράφος.

Όμως ο πόλεμος που θα έρθει καλπάζοντας και ο όλεθρος που θ’ ακολουθήσει, θ’ ανατρέψει όνειρα και σχέδια ακυρώνοντας το θαύμα της ζωής.  Ο Ανέστης ηττημένος θα ξαναγυρίσει εκεί όπου άρχισαν κάποτε όλα για να τελειώσουν πάλι εκεί με τον θάνατο του.    

Κι εμείς, οι αναγνώστες της ζωής του, κρυφοκοιτάζοντας μέσα στις σελίδες του χοντρού ημερολόγιου με τα κιτρινισμένα φύλλα που ηθελημένα μας άφησε πάνω στο ξύλινο, παλιό σκοροφαγωμένο τραπέζι, θα γνωρίσουμε, θα ακούσουμε για τελευταία φορά τα λόγια εκείνων  των ίσκιων – άλλοι από αυτούς δαίμονες, άλλοι άγγελοι, όλοι τους να έχουν ζήσει ιστορίες αληθινές και ψεύτικες, πράξεις ηρωικές και πράξεις προδοσίας.

Και να μάθουμε τελικά, πως η Τέχνη έχει τη δύναμη ν’ απελευθερώνει τον άνθρωπο από τους δαίμονες του. 

Γιατί όπως λέει και η συγγραφέας «η ζωγραφική είναι η διαρκής επανάσταση του φωτός, η φυγή μέσα στη λάμψη του.»

 

                   

             

         

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.