You are currently viewing  Μάρω Παπαδημητρίου: Μαντμουαζέλ  Ανθή   

 Μάρω Παπαδημητρίου: Μαντμουαζέλ  Ανθή  

                                                         

 Ήμουν το μικρότερο παιδί μιας  οικογένειας στα χρόνια της οικογενειακής ιεραρχίας, όπου κάθε μέλος της είχε καθορισμένο επίπεδο δραστηριότητας ανάλογα με τη σειρά και τον βαθμό του. Ο πατέρας στην κορυφή της πυραμίδας παντοκράτορας-παντογνώστης. Ισόβαθμες μετά η παραμυθού κι αρχιμαγείρισσα του σπιτιού γιαγιά, και η γελαστή μαμά της υπομονής. Ακολουθούσε η δωδεκάχρονη μεγάλη αδελφή Ζωή που τα ήξερε όλα, και μετά τρία χρόνια ο Θέμος αδελφός αγόρι αλίμονο και μοναχογιός.  Ύστερα από άλλα τέσσερα χρόνια ήρθα στη οικογένεια κι εγώ τελευταία και άτιτλη.

 

    Είχα αποδεχτεί με βαριά καρδιά τη σειρά μου  και το αδελφικό παρατσούκλι κολλητήρι, κατάπινα όμως καημούς και δάκρυα για να μπορώ να τρέχω πίσω τους, έστω ανύπαρκτη.  Ήταν άδικο. Εκείνοι πήγαιναν και σχολείο με σάκες κασετίνες μολύβια ξύστρες… Εγώ μόνη με τις βουβές κούκλες μου, δεν υπήρχαν τότε νηπιαγωγεία.  Έρχεται όπου να ‘ναι και η σειρά σου να ξεπορτίσεις, με παρηγορούσε η γιαγιά πλέκοντας τις λιγνές κοτσίδες μου… Ναι  γιατί όμως όταν αυτοί κάνουν γαλλικά εδώ στο σπίτι να μην είμαι κι εγώ  μέσα στο γραφείο ν΄ακούω, παραπονιόμουν… Γιατί δεν το επιτρέπει η Μαντμουαζέλ Ανθή. Είσαι μικρή ακόμα, δεν θα καταλαβαίνεις… Θα καταλαβαίνω, είπα με πείσμα γιατί ήξερα ότι καταλάβαινα  πολλά περισσότερα από όσα εκείνοι νόμιζαν.

 

    Η δεσποινίς Ανθή όπως με είχαν συμβουλεύσει να την λέω, αφού δεν μπορούσα να πω το γαλλικό της, ήταν παιδική φίλη της μαμάς, ανύπαντρη ακόμα η καημένη όπως έλεγε η γιαγιά,  δασκάλα της γαλλικής γλώσσας με δίπλωμα. Έκανε  μάθημα  στη Ζωή και στον Θέμο και συχνά μετά έμενε κι έτρωγε μαζί  μας στο τραπέζι. Ακόμα και καθιστή ήταν τεράστια, χοντρή ψηλή κι αγέλαστη. Την περιεργαζόμουν κρυφά αν κι εκείνη δεν γύριζε ποτέ να με κοιτάξει.  Έτρωγε, έτρωγε, δεν σταματούσε… Μια μεγάλη μπουκιά εξαφανιζόταν κάθε τόσο στο ανοιχτό στόμα που έκλεινε γρήγορα  για να ανοίξει αμέσως πάλι… Εγώ στο σπίτι βάζω και χοιρινό στους λαχανοντολμάδες γίνονται πολύ πιο νόστιμοι, είπε ένα βράδυ και η γιαγιά συγχύστηκε.  Άκου την Ανθάρα να μας κάνει και παρατήρηση, μονολογούσε κρυφά… Ας τους φτιάχνει λοιπόν εκείνη και με χοιρινό κι ας τους τρώει μόνη της…

    Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτό το Ανθάρα. Το είχε πιάσει το αυτί μου σε χαμηλόφωνες κουβέντες του σπιτιού και πιο πολύ μέσα στα χαχανητά της Ζωής και του Θέμου πριν το μάθημα των γαλλικών.  Ανθάρα σκεφτόμουν κι αναρωτιόμουν κάτι σαν ζηλιάρα, γκρινιάρα, κλαψιάρα όπως με κορόιδευε συνέχεια ο Θέμος… Όχι, σαν κάτι πιο κακό μού ακουγόταν… Ντροπή σας μεγάλα παιδιά, τους είχε μαλώσει θυμωμένη η μαμά μια μέρα που τους άκουσε να το λένε και να ξεκαρδίζονται. Δεν ρώτησα βέβαια όπως πάντα κανένα, γιατί κανένας δεν με έπαιρνε στα σοβαρά,  τις πιο πολλές φορές γελούσαν με αυτά που έλεγα και πιο πολύ  τα αδέλφια μου.

    Ήταν ένα απόγευμα με μάθημα γαλλικών σαν άλλα. Η Μαντμουαζέλ Ανθή πάντα στην ώρα της, κάτι κουβέντιαζε βιαστικά με τη μαμά. έτοιμη να μπει στο γραφείο. Είχα πλησιάσει αθόρυβα, Δεσποινίς Ανθή, τόλμησα να πω όσο πιο δυνατά μπορούσα, νά ‘ρθω κι εγώ στο μάθημα; Ξαφνιάστηκε, σα να με έβλεπε για πρώτη φορά. Τι να κάνεις εσύ στο μάθημα, ρώτησε αυστηρά.

Να ακούω, απάντησα. Θα μου έλεγε σίγουρα όχι, αν δεν έμπαινε στη μέση η μαμά να με ρωτήσει είπες παρακαλώ; Είπα και παρακαλώ πολύ κι έτσι μπήκα θριαμβικά στο άβατο της γαλλικής γλώσσας παρά τις  κοροϊδευτικές ματιές του αδελφού μου και της αδελφής μου. Κάθισα μαζί τους στο μεγάλο γραφείο, δεν το πίστευα,  απέναντι από την δεσποινίς Ανθή και  το μάθημα άρχισε… 

     Δεν ήταν που δεν καταλάβαινα τι έλεγαν, δεν ήταν η ακινησία μου στην καρέκλα, ήταν που τόση ώρα κανείς τους μα κανείς δεν γύρισε να με κοιτάξει. Σα να ήμουν αόρατη… Μ’ έπνιγαν  ο θυμός με το παράπονο, όχι πως θα έβαζα τα κλάματα, όχι… Δεσποινίς Ανθή θέλω να σας πω κάτι, είπα κοιτάζοντας τώρα μόνον εκείνη. Σσσουτ πετάχτηκε νευριασμένη η αδελφή μου. Σσσουουτ επανέλαβε κι ο αδελφός μου τάχα ενοχλημένος. Μη μας διακόπτεις, πρόσθεσε  αυστηρά κι η δασκάλα τους χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το βιβλίο της. Όλοι όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια, το λέει η γιαγιά… Έπνιξα ένα λυγμό κι άλλον ένα… Δεσποινίς Ανθή θέλω να σας πω κάτι, επανέλαβα  σε λίγο πιο δυνατά. Να περιμένεις να τελειώσει το μάθημα, απάντησε εκείνη βιαστικά  ξαναπιάνοντας το βιβλίο της. Εγώ όμως θέλω να το πω τώρα!… Τρόμαξα γιατί είχα τονίσει τόσο πολύ το τώρα παρά την κλωτσιά του αδελφού μου στο καλάμι μου. Ε πες το να ησυχάσουμε, αγρίεψε η δεσποινίς Ανθή κοιτάζοντας με για πρώτη φορά κατάματα. Ακόμα πιο άγρια με κοίταζε η αδελφή μου! Ε, όχι… δεν  φοβάμαι… δεν φοβάμαι… πήρα την πιο βαθιά  μου ανάσα ουφ και χωρίς να κατεβάσω το βλέμμα, το είπα: Δεσποινίς Ανθή, ο Θέμος κι η Ζωή σας λένε Ανθάρα! Καθαρά και ξάστερα.

 Αλίμονο. Η Μαντμουαζέλ Ανθή δεν ήρθε ποτέ ξανά σπίτι μας.  Εγώ μίσησα δια βίου  τη γαλλική γλώσσα,  δεν έχω πάει ακόμα στη Γαλλία κι ούτε θα πάω. 

 

 

                                                 ……………………………………………………..

This Post Has One Comment

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.