You are currently viewing Μαρία Κοτοπούλη: Ο στρατηγός κάνει φασαρία στην πλατεία, του Μάκη Τσίτα – στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά   

Μαρία Κοτοπούλη: Ο στρατηγός κάνει φασαρία στην πλατεία, του Μάκη Τσίτα – στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά  

 

Στην καρδιά του Πειραιά δεσπόζει  το πανέμορφο Δημοτικό Θέατρο, ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα, χτισμένο τον 19ο αιώνα, σε σχέδια του Ιωάννη Λαζαρίμου, που μαγνητίζει τον περαστικό και καθηλώνει τον επισκέπτη. Τέλεια διατηρημένο. Θαυμάζει κανείς τη λεπτομέρεια και την αισθητική μιας αλλοτινής εποχής, που ξαναζωντανεύει με την είσοδο του θεατή στο φουαγιέ, στο  καφέ  και στη μαγική πλατεία.

Η αναμονή ώς την έναρξη μιας παράστασης είναι πάντα γοητευτική, όταν, μάλιστα, παρατηρείς γύρω σου, τη γαλλική φινέτσα  και νοερά ταξιδεύεις στο μυθικό  της κόσμο. Η   προσμονή, για μας τους ταπεινούς θεατές, είναι μεγάλη. Πάντα  περιμένουμε το ξάφνιασμα, αυτό που θα μας  πάει στο μυστηριακό σύμπαν της φαντασίας, του ονείρου και του προβληματισμού, όπου, θα συναντήσουμε το συγγραφέα και μαζί του θα ζήσουμε τα συναισθήματα,  τα πάθη και τα  παθήματα των  ηρώων του.

Η παράσταση «Ο στρατηγός κάνει φασαρία στην πλατεία», του Μάκη Τσίτα (στρατηγός, που δεν εμφανίζεται ποτέ), αρχίζει με θορύβους από μια ομάδα νέων και των δυο φύλων, που τρέχουν από την πλατεία και ανεβαίνουν στη σκηνή. Καθώς  φωτίζονται από τους προβολείς, η κόμμωση,  τα φορέματα και η προκλητική τους  εμφάνιση,  μας προϊδεάζει για την προσωπικότητά τους και μας δίνει  κάποιο στίγμα  του ρόλου που θα ερμηνεύσουν. Το σκηνικό αλλάζει ανάλογα με το μονόπρακτο που ακολουθεί και εδώ πρέπει να ομολογήσουμε την ευρηματικότητα του συγγραφέα, Μάκη Τσίτα, που μέσα σε πέντε σπονδυλωτά μονόπρακτα, με κάτι κοινό να τα συνδέει (και αυτό θα το ανακαλύψει ο θεατής), αναδεικνύει έναν κόσμο καθημερινό, παράλογο, ταλαιπωρημένο, περιθωριακό, φιλόδοξο ωστόσο, που περνά τη ζωή του «ζώντας και ψευτοζώντας».  

Ο συγγραφέας  κατορθώνει, με τον πλούσιο  λόγο του, να πλέκει την θεατρική ίντριγκα  και να κρατά σε ένταση το ενδιαφέρον του θεατή. Αρετές που δεν συναντά κανείς συχνά, στον συνοπτικό λόγο  και στη συμπυκνωμένη  πλοκή που χαρακτηρίζουν το μονόπρακτο. Όσο κι αν φαντάζει εύκολο, το επίγραμμα, το διήγημα και το μονόπρακτο αποτελούν τα δυσκολότερα, ίσως, είδη του λόγου. Δεν γνωρίζω αν, ο   Μάκης Τσίτας, έχει γράψει και επίγραμμα,  αλλά στα δύο τελευταία από αυτά,  μπορεί να βαθμολογηθεί με άριστα.  

 

 Λιτός ο χώρος ενός δωματίου,   στην έναρξη. Ένα ζευγάρι έντονα διαπληκτίζεται. Στη μέση ένα τραπέζι. Ένα τραπέζι, που αντί να λειτουργεί ως σύμβολο αγάπης  και συνένωσης, γίνεται οδόφραγμα για να χωρίσει «αντιφρονούντες». Σε όλο της το μεγαλείο η Βαβυλωνία-όχι γλωσσική αυτή τη φορά, αλλά πνευματική και ψυχική, που θα αποτελέσει  το κύριο θέμα όλων των μονόπρακτων. Στη συνέχεια, ο στενός περίγυρος του δωματίου, θα ανοίξει  και  θα βρεθούμε έξω, σε μια  πλατεία με ένα παγκάκι στο κέντρο της, όπου δυο άγνωστοι θα συναντηθούν και η γυναίκα,  θα ξαναζήσει,  αφηγούμενη την προσωπική της ιλαροτραγωδία. Το παιχνίδι τού μέσα-έξω θα συνεχιστεί στα πέντε μονόπρακτα, καθώς οι ήρωες αντιμέτωποι, όχι μόνο με τον στενό, οικείο χώρο τους, αλλά και με την πόλη, τη χώρα ολόκληρη,  τον σύμπαντα κόσμο, αφού η εφημερίδα, είναι πανταχού παρούσα, σύμβολο  διαρκούς  ενημέρωσης για μερικούς, αδιάφορης, για κάποιους άλλους. Παρόντα και τα πορτοκάλια,  ζωογόνος τροφή, αλλά και έμμεση αναφορά  στην υλική  ευφορία που διέπει τις επιδιώξεις και τους στόχους της εποχής μας. Παρόντα και τα τσιγάρα, σημάδια εξάρτησης,  που περνούν από χέρι σε χέρι, ντουμανιάζουν το χώρο, δημιουργώντας σύννεφα καπνού, εμπόδιο, όχι μόνο στο οξυγόνο που μας δίνει ζωή, αλλά και στα μάτια  του νου, που αδυνατίζουν αργά, αργά. Οι κινήσεις τους αμήχανες, στην προσπάθειά τους  να  γεφυρώσουν το χάσμα του εσωτερικού διαλόγου και την  επαφή, το άγγιγμα με τον συνάνθρωπό τους.  Άραγε, θα υπάρξει η λύση που θα φέρει την κάθαρση;   Φοβάμαι ότι το ερώτημα θα αιωρείται για το  θεατή, για αρκετό χρόνο και μετά  το τέλος της παράστασης.

 Όλα μεταμορφώνονται  μαγικά στη σκηνή από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του έργου, που εκτός από την εξαιρετική τους ερμηνεία, προσθέτουν  και ένα ρεσιτάλ, αρμονικής κινησιολογίας,   εναλλάσσοντας, οι ίδιοι,  τα  έπιπλα και διαμορφώνοντας το χώρο της σκηνής.

Και τούτο οφείλεται στις σκηνοθετικές οδηγίες της έμπειρης κυρίας του θεάτρου, Ρούλας Πατεράκη, που  ανέδειξε την έμπνευση και την ευρηματική πλοκή του συγγραφέα. Στη συνέχεια έστησε μια καθ΄ όλα εξαιρετική παράσταση, αποσπώντας θαυμάσιες ερμηνείες, όπως προείπαμε, από το πλούσιο ταλέντο των ηθοποιών, που ενσαρκώνουν τον κάθε ρόλο:  Ελισάβετ Γιαννακού, Μαρία-Νεφέλη Δούκα, Τρύφων Ζάχαρης, Νίκος Μαυράκης, Ιωάννα Μπιτούνη, Λευτέρης Παπακώστας, Δανάη Παπουτσή, Βαγγέλης Ρόκκος, Μυρτώ Σαρρή, Δημήτρης Τσικούρας.

 

Ο υπέροχος αυτός θεατρικός κόσμος, φόρεσε τα  κοστούμια με την πινελιά  της  Λίζας Πεζανού και κινήθηκε μέσα στα  σκηνικά της,  τα οποία φώτισε  η Άννα Σπώκου, ενώ    η διακριτική και τόσο ταιριαστή μουσική  του Νίκου Βασιλείου, έντυσε τις ενάρξεις των μονοπράκτων, τις σημαίνουσες σιωπές και υπογράμμισε τις εσωτερικές εντάσεις και τις   συναισθηματικές μεταπτώσεις.

Με τις καλύτερες   εντυπώσεις αποχωρήσαμε από το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, έχοντας ακόμα την αίσθηση μιας νεανικής, σύγχρονης παράστασης,  με τον λόγο του συγγραφέα, να καταγγέλλει καταστάσεις, που οδηγούν στη στρέβλωση, στον παραλογισμό. Καυστικός,   παρηγορητικός,  κέντρισε την  αυτοκριτική μας, δημιουργώντας μας έντονο   προβληματισμό.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.