You are currently viewing  Σίμος Ανδρονίδης: Θωμάς Κοροβίνης, Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!-Οδυσσέας Ανδρούτσος, εκδόσεις Άγρα, 2019

 Σίμος Ανδρονίδης: Θωμάς Κοροβίνης, Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!-Οδυσσέας Ανδρούτσος, εκδόσεις Άγρα, 2019

«Ολομόναχος αδικαίωτος κι ανυπεράσπιστος ελεεινός από βίαιο ύψος που πάει στράφι» (Νίκος Καρούζος, ‘Να γύριζα στο τίποτα’).

Το σύντομο διήγημα του συγγραφέα Θωμά Κοροβίνη  φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «», και έχει  ως επεξεγηματικό υπότιτλο το ‘Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου.’[1]

Η ανάγνωση του συγκεκριμένου διηγήματος αποκτά μία ιδιαίτερη επικαιρική αξία, δεδομένου ό,τι φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από την εκδήλωση της ελληνικής επανάσταση του 1821, η οποία και αποτέλεσε ένα πολύπτυχο εντός της οποίας συνυπήρχαν διάφορες αιτίες και πολλά πρόσωπα, εντάσεις και αντιφάσεις που συνέκλιναν και προς το διακύβευμα της συγκρότησης εθνικού κράτους σε μία γωνιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εν μείνουμε λίγο σε αυτό, θα πούμε πως οι εκδηλώσεις, σε διάφορα επίπεδα, για τον εορτασμό της επετείου της συμπλήρωσης διακοσίων ετών, έχουν ήδη ξεκινήσει.

Τώρα, όσον αφορά το λογοτεχνικό έργο του «’Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!», μπορούμε να αναφέρουμε πως ο συγγραφέας του πρωτοτυπεί ως προς την επιλογή αφηγηματικής μεθόδου, στο βαθμό που ναι μεν ο δικός του Οδυσσέας Ανδρούτσος που είναι προφυλακισμένος, δεν πλάθεται εκ του μηδενός (‘ex nihilo’), διότι ο Κοροβίνης για να σκιαγραφήσει τον χαρακτήρα του έργου του και τον λόγο που αυτός εκφέρει, έχει μελετήσει την βιβλιογραφική παραγωγή που είναι σχετική με την ζωή και την δράση στην  επανάσταση[2] του Επτανήσιου πολεμιστή.

 Από την άλλη όμως δε, δίδει τέτοια ‘ελευθερία κινήσεων’ στον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ώστε ο τελευταίος, την πλέον κρίσιμη στιγμή, την ‘τελευταία ώρα’ της ζωής του, να προβεί σε μία ουσιώδη επισκόπηση της ζωής και των επιλογών του. Τις οποίες και προσπαθεί να εξηγήσει. Παράλληλα, αυτή η επισκόπηση διανθίζεται με εξομολογητικά στοιχεία, συνδυάζει, εμπρόθετα θα λέγαμε, το ειδικό με το γενικό, την πολιτική με την στρατιωτική δράση, νοηματοδοτώντας την αίσθηση της ‘αδικίας.’

Και η ‘αδικία’ εδώ, εντός αφήγησης, δεν κατατίθεται ή αλλιώς, δεν σημαίνεται αόριστα, παρά συγκεκριμενοποιείται ώστε να ανασύρει στην επιφάνεια, ενώπιον του αναγνώστη, αφενός μεν το υπόστρωμα της δικής του δίωξης και με συνοπτικές διαδικασίες καταδίκης του, και, αφετέρου δε, λειτουργεί ως έναυσμα για να αναδειχθούν εκείνα τα στοιχεία που ‘απειλούν’ την επανάσταση, την συνέχεια και την επιτυχία της.

Με έναν ιδιαίτερο τρόπο, δια χειρός Κοροβίνη, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος απευθύνει το δικό του ‘κατηγορώ’ (ας θυμηθούμε τον Εμίλ Ζολά),[3] άλλοτε με γλαφυρούς και άλλοτε με ειρωνικούς όρους, προχωρώντας ταυτόχρονα στην αναφορά σημαντικών στιγμών του πολυκύμαντου βίου του. Στιγμές όπως η μαθητεία του δίπλα στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων την προ-επαναστατική περίοδο, η ενεργός συμμετοχή στην επαναστατική διαδικασία, η νικηφόρα μάχη στο Χάνι της Γραβιάς, ο έρωτας και ο γάμος του, και, τελευταίο άλλα όχι έσχατο, η σύλληψη και η προφυλάκιση του.

 Στην οποία σημαίνον ρόλο διαδραμάτισαν άλλοτε φίλοι, ‘αδελφοί’ και ευεργετούμενοι  από τον ίδιο, με κυριότερη περίπτωση τον Γιάννη Γκούρα, που στην ‘φορτισμένη’ αφήγηση Ανδρούτσου, υπήρξε κάτι περισσότερο από πρωτοπαλίκαρο: ‘Αδελφός’ με δεσμούς σφυρηλατημένους στην μάχη και στον κίνδυνο.

Αν και εν πρώτοις δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο, θα προσθέσουμε πως υπόγεια η προσέγγιση του  Θωμά Κοροβίνη, ο οποίος δεν κινεί τα νήματα αλλά έχει διαμορφώσει τον κατάλληλο χώρο, διαπνέεται από μια οιονεί θρησκευτική ατμόσφαιρα, εκεί όπου δια-κρατούνται τα επι-γενόμενα χαρακτηριστικά της ‘προδοσίας’ (Ιούδας),[4] της καταδίκης (βλέπε και πιο πάνω), και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, του ανεβάσματος ενός Γολγοθά που σε αυτή την περίπτωση,  είναι ο δικός του ‘Γολγοθάς. ‘Γολγοθάς’ ψυχικός και εν-σώματος, που φέρει τον άλλοτε κραταιό πολεμιστή να κρατείται σε ένα φρούριο της Ακρόπολης στην Αθήνα υπό πολύ κακές συνθήκες, υφιστάμενος την κακομεταχείριση και όντας εγκαταλελειμμένος πλην λίγων εξαιρέσεων.

Σε αυτό το φόντο, η μνήμη και η επίκληση της δύνανται να λειτουργήσουν ως άξονας γύρω από τον οποίο ο Ανδρούτσος[5] ασκείται στην μητρική του (η γλώσσα παραμένει στρωτή) και στις υπόλοιπες τρεις γλώσσες που γνώριζε (Τουρκικά, Αρβανίτικα, Ιταλικά),  φέροντας στο προσκήνιο και ‘χωνεύοντας’ εκτιμήσεις και προθέσεις, αντιλήψεις και βιώματα που όλα μαζί, συνθέτουν την προσωπικότητα του, αλλά και ένα τμήμα της εν εξελίξει επαναστατικής διαδικασίας. Της πολύπλοκης επαναστατικής διαδικασίας, για την οποία οι επαναστάτες υπήρξαν οι άμεσοι φορείς των αρχών και των μηνυμάτων της.

Επικριτικός και σκληρός με τους εσωτερικούς αντιπάλους του, αδυσώπητος με τους ‘εχθρούς’ του, Οθωμανούς και μη, ( ο Ανδρούτσος δεν εκ-φεύγει του πλαισίου της βίας και της άσκησης της για διάφορους λόγου), δοτικός με φίλους και συμπολεμιστές, τρυφερός στους έρωτες του, ανοιχτός και παθιασμένος στην ζωή την οποία επιθυμεί να βιώσει, ο αφηγητής την τελευταία ώρα, ευρισκόμενος στα μεταίχμια ζωής και θανάτου φόβου και πάθους, χάσματος και πληρότητας,  ετερογλωσσίας και ομοδοξίας, νικών και διχόνοιας, ετεροφυλίας και ομοφυλοφιλίας, αξιώνει να αναμετρηθεί αγωνιωδώς με τον χρόνο, που όλο στερεύει και όλο βρίσκει μία χαραμάδα ώστε να προστεθεί η λέξη και να αναπαραχθεί ο λόγος: Γιατί και γιατί τώρα;

 Ο Θωμάς Κοροβίνης συγκροτεί την τελευταία ώρα ενός ιστορικού προσώπου, υιοθετεί, για να συνδράμει τον πρωταγωνιστή του που δεν συμμετέχει σε ένα ‘θέατρο σκιών,’ αφηγηματικά μοτίβα συνειδησιακής ροής του λόγου και εκφραστικών εξάρσεων και ξεσπασμάτων (για τα οποία σχηματίζει εικόνα ο αναγνώστης), αφήνοντας να διαρρεύσουν ερωτήματα όπως: Ποιο είναι το τίμημα της διχόνοιας[6] και της προδοσίας; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις απελευθέρωσης του έθνους και συγκρότησης κράτους;

Ο αφηγηματικός ιστός που περιλαμβάνει πρόσωπα και κρίσεις, δεν γεμίζει από παύσεις και δεν επιζητεί την ‘απολύτρωση’ παρά να ακουστεί ο λόγος διαμέσου της ιστορίας. Και έτσι να φθάσει έντονα έως τον σημερινό αναγνώστη, που καλείται να κινηθεί εντός της. Να σταθεί ενώπιον της ‘θεσμοποίησης’ της. Ο λόγος του Ανδρούτσου καθίσταται και μία άσκηση πάνω στον θάνατο και στις σημάνσεις του. Ο Κοροβίνης επιλέγει ο Ανδρούτσος να μην αποφύγει την σύγκρουση με ό,τι συγκρατεί και αποστρέφεται.

Ο Ανδρούτσος δεν αυτο-προσδιορίζεται ως ο ‘εκλεκτός’ αλλά ως ο ανθιστάμενος στα μέτρα των άλλων. Και δεν είναι ίσως τυχαίο που το ‘κατηγορώ’ του έχει συγκεκριμένους αποδέκτες, στο σημείο όπου ο ίδιος επιδιώκει να αντιληφθεί τα διακυβεύματα της εποχής.  Διευρύνοντας την εικόνα, θα υπογραμμίσουμε πως η επανάσταση του 1821[7] πέτυχε διότι υπήρξε σταυροδρόμι συναντήσεων και μετασχηματισμών σε διάφορα επίπεδα, με τα υποκείμενα που έδρασαν εντός αυτής να διεκδικούν την μετονομασία της σε εθνική όσο και σε προσωπική υπόθεση. Ο συγγραφέας δεν δομεί έναν καμβά προσώπων-πολεμιστών, με αφορμή την περίπτωση του Οδυσσέα Ανδρούτσο, αλλά, προσφέρει χώρο στον αναγνώστη ώστε αυτός να επιλέξει, να αντιληφθεί και ακόμη, και να ταυτιστεί.

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

               

1 Βλέπε σχετικά, Κοροβίνης Θωμάς, «’Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου,’ Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2019, όπου και ο πρόλογος από τον ίδιο τον συγγραφέα.
2 Για μία ενδιαφέρουσα ανάλυση της ίδρυσης της Πελοποννησιακής Γερουσίας μετά από την εκδήλωση της Επανάστασης (Μάϊος 2021),  ίδρυσης που αποτέλεσε δείγμα ενός πρώιμου εγχειρήματος πολιτειακής οργάνωσης, βλέπε σχετικά, Ροϊλός Παναγιώτης, ‘Το «δίκαιον» και το «κοινόν»,’ Ένθετο ‘Σαββατοκύριακο,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 6-7/03/2021, σελ. 2021.
3 Βλέπε σχετικά, Βάϊλ Μπρουνό, ‘Η Υπόθεση Ντρέϋφους με το ‘’κατηγορώ’’ του Ζολά και τη δίκη του,’ Μετάφραση: Νίκας Άγγελος, ‘Εκδοτική Εταιρεία Αφών Ζυριχίδη, Θεσσαλονίκη, χ.χ.
4 Μάλιστα, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, σπεύδει να παρομοιάσει τον Γκούρα με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, όχι επέχοντας την θέση του Χριστού, αλλά του σφόδρα αδικημένου, που, αντί για την αναγνώριση της προσφοράς του στην επανάσταση, λαμβάνει το ίδιο του αίμα. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει αντίτιμο και αυτό είναι ο θάνατος του. Βλέπε σχετικά, Κοροβίνης Θωμάς, «’Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου…ό.π., σελ. 93.
5  Παραπέμπουμε άμεσα στο ποιητικό ‘πράττειν’ του Γιάννη Ρίτσου (για να καταστούμε ολίγον τι δια-κειμενικοί), και ιδίως στα ‘Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας,’ επισημαίνοντας πως ο Ιθακιώτης πολεμιστής, προσιδιάζει προς τον κάτωθι κατεύθυνση: «Λόγια φτωχά βαφτίζονται στην πίκρα και στο κλάημα,, βγάζουν φτερά και πέτονται- πουλιά και κελαηδάνε». Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας,’ Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1998, σελ. 156.
6 Ο Ανδρούτσος ως αφηγητής και ο Κοροβίνης ως συγγραφέας που επιχειρεί ιστορικές-μνημονικές συνθέσεις, θεωρούν την ‘διχόνοια’ που στερεί την ζωή του πρώτου, ως στοιχείο της ιδιοσύστασης και της  υπόστασης του έθνους των Ελλήνων.
7 Εάν προχωρήσουμε λίγο παραπέρα χρονικά, θα πούμε πως είναι ενδιαφέρον το ό,τι η Ναυμαχία του Ναυαρίνου που έλαβε χώρα στα 1827 και ουσιαστικά επικύρωσε (παρά τις προσπάθειες του Ιμπραήμ), τις μέχρι τότε κατακτήσεις της επανάστασης, υπονομεύοντας περαιτέρω τα θεμέλια της κρατικής οργάνωσης και της πολυ-εθνοτικής υπόστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπήρξε έργο της διπλωματικής-στρατιωτικής συμμαχίας Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας και Ρωσία, με τις δύο τελευταίες, στη διάρκεια της Ναπολεόντειας περιόδου, δηλαδή, λίγα χρόνια πριν το Ναυαρίνο,  να συνάπτουν συμμαχίες και συνασπισμούς για να πλήξουν την Ναπολεόντεια Γαλλία.

 

Βιογραφικό σημείωμα:
Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.