You are currently viewing Τζακ Λόντον: Ο αμαξάς και ο μαραγκός. Μτφρ: Έφη Φρυδά

Τζακ Λόντον: Ο αμαξάς και ο μαραγκός. Μτφρ: Έφη Φρυδά

  (Τζακ Λόντον: 12 Ιανουαρίου 1876 – 22 Νοεμβρίου 1916) Επετειακό

 

Όταν τους έδιωξαν από το Άσυλο Αστέγων Ουάιτσαπελ, αυτοί οι δύο άντρες βρέθηκαν μαζί μου στο Άσυλο Πόπλαρ. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά δεν είχαμε κι άλλη λύση. Ή στο Πόπλαρ ή άστεγοι μες στη νύχτα. Και οι δυο λαχταρούσαν ένα κρεβάτι, γιατί ήταν «ξεπατωμένοι», όπως έλεγαν. Ο αμαξάς, που ήταν πενήντα οκτώ χρονών, είχε περάσει τις τρεις τελευταίες νύχτες άστεγος, και ο εξηνταπεντάρης μαραγκός βρισκόταν για Πέμπτη νύχτα στους δρόμους.

Ω, καλέ, μεταξένιε μου άνθρωπε, όλο σάρκα και αίμα, με το λευκό σου κρεβάτι και το ευάερο δωμάτιο που σε περιμένει κάθε νύχτα, πώς να σου δώσω να καταλάβεις πόσο υποφέρει αυτός που περνά τις νύχτες του στους δρόμους του Λονδίνου; Πίστεψέ με· θα σου φαινόταν πως περνούν αιώνες ώσπου να ’ρθει η αυγή. Θα έτρεμες και το κορμί σου θα πονούσε τόσο, που θα σου ‘ρχόταν να ουρλιάξεις. Και θα απορούσες πώς ζεις ακόμα. Αν δοκίμαζες να ξαποστάσεις σε κάποιο παγκάκι, να κλείσεις τα κουρασμένα σου μάτια, κάποιος αστυνομικός α σε ξύπναγε διατάζοντάς σε άγρια να «ξεκουμπιστείς». Μπορείς να ξεκουραστείς σε κάποιο παγκάκι – αν φυσικά το βρεις, γιατί υπάρχουν λίγα. Μα δεν μπορείς να κοιμηθείς· πρέπει να φύγεις σέρνοντας το κουρασμένο σου κορμί στους απέραντους δρόμους. Ακόμα κι αν μες στην απελπισία σου γυρέψεις καταφύγιο σε κάποιο σκοτεινό κι απόμερο σοκάκι, να ‘σαι σίγουρος ότι ο πανταχού παρών αστυνόμος θα σε ξετρυπώσει. Αυτή είναι η δουλειά του. Αυτό θέλουν οι νόμοι της εξουσίας: να σε ξετρυπώσουν.

Μα με το ξημέρωμα, ο εφιάλτης θα είχε τελειώσει για σένα και θα γύρναγες σπίτι, θα φρεσκαριζόσουν κι ώσπου να πεθάνεις θα διηγιόσουν την περιπέτειά σου στους φίλους που θα άκουγαν με δέος. Η ιστορία σου θα γινόταν θρυλική. Τούτες οι οκτώ ώρες της διανυκτέρευσής σου θα γίνονταν η Οδύσσειά κι εσύ ο Όμηρος.

Μόνο που αυτά δεν ισχύουν για τους άστεγους που βαδίζουν τώρα προς το άσυλο μαζί μου. Απόψε στην πόλη του Λονδίνου υπάρχουν τριάντα πέντε χιλιάδες άστεγοι, άντρες και γυναίκες. Σε παρακαλώ όμως, ξέχνα το πριν πας για ύπνο. Αν είσαι τόσο μεταξένιος όσο πρέπει, δεν θα κοιμηθείς καλά. Γιατί γέροι στα εξήντα, στα εβδομήντα, στα ογδόντα, πεινασμένοι, δίχως φαϊ, δίχω κουράγιο, υποδέχονται άπλυτοι την αυγή και αμολιούνται ψάχνοντας σαν τρελοί για ένα ξεροκόμματο κάτω από την απειλή της αδυσώπητης νύχτας, πέντε μέρες, πέντε νύχτες – ω, καλοί μου, μεταξένιοι, καλοζωισμένοι άνθρωποι, πώς είναι δυνατόν να καταλάβετε;

Ανηφόριζα τη Μάιλ Εντ Ρόουντ ανάμεσα στον αμαξά και στον μαραγκό. Η Μάιλ Εντ Ρόουντ είναι μια φαρδιά λεωφόρος που περνά μέσα απ’ την καρδιά του ανατολικού Λονδίνου· εδώ υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες άστεγοι κι αυτό το λέω για να καταλάβετε καλά όσο θα σας διηγηθώ στην επόμενη παράγραφο. Προχωρούσαμε λοιπόν, κι όταν η πίκρα τους ξεχείλισε κι άρχισαν να καταριούνται τη γη, καταριόμουνα κι εγώ μαζί τους· έβριζα όπως θα έβριζε ένας Αμερικάνος δίχως σπίτι που έχει ξεβραστεί σε κάποιαν άγνωστη φρικτή γη. Και οι προσπάθειές μου έπιασαν. Τους έκανα να πιστέψουν ότι ήμουνα «θαλασσινός». Τα λεφτά μου τα ‘χα ξοδέψει στα γλέντια, τα ρούχα μου τα είχα χάσει (πράγμα καθόλου ασυνήθιστο για τους θαλασσινούς που πιάνουμε στεριά), και τώρα έψαχνα να μπαρκάρω. Ήμουνα πανί με πανί. Όλ’ αυτά εξηγούσαν την άγνοια αλλά και την περιέργειά μου για τις αγγλικές συνήθειες και τα άσυλα.

 

Τούτοι οι δυο άνθρωποι μιλούσαν. Δεν ήταν βλάκες, απλώς ήταν γέροι. Με σωθικά που βρωμούσαν σκουπίδια, μιλούσαν για μια ματοβαμμένη επανάσταση. Μιλούσαν όπως θα μιλούσαν αναρχικοί, φανατικοί, τρελοί. Και ποιος θα μπορούσε να τους κατηγορήσει; Παρά τα τρία χορταστικά γεύματα που είχα φάει εκείνη τη μέρα, το ζεστό κρεβατάκι που με περίμενε αν το ήθελα, και παρά το γεγονός ότι πιστεύω σε μιαν αργή εξελικτική μεταμόρφωση της κοινωνίας, παρ’ όλα αυτά μου ερχόταν να βρίσω μαζί τους. Οι κακόμοιροι· δεν γίνονται από τέτοιους ανθρώπους οι επαναστάσεις. Δεν θ’ αργήσει η μέρα που τούτοι οι δυο θα βρίσκονται στο χώμα, και τότε κάποιοι άλλοι θα’ χουν πάρει τη θέση τους και θα περπατούν στη Μάιλ Εντ Ρόουντ, τραβώντας προς το Άσυλο Πόπλαρ και μιλώντας για μια ματοβαμμένη επανάσταση.

 

 

Τζακ Λόντον. Διηγήματα από τη συλλογή Επανάσταση. Μτφρ Έφη Φρυδά.

(Revolution: Stories and Esssays)

Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος. 1987

 

  

Ο Τζακ Λόντον, αν και έγινε ευρέως γνωστός από τα μυθιστορήματά του, είναι δεξιοτέχνης της μικρής φόρμας. Καταιγισμός από εικόνες με έναν αφηγηματικό δυναμισμό που συγκρατείται και ελευθερώνεται ταυτόχρονα στην ίδια παράγραφο. Η συλλογή διηγημάτων Επανάσταση (Revolution: Stories and Essays), γράφτηκε από το 1900 έως το 1908 για να δημοσιευτεί για πρώτη φορά το 1910. Ο Λόντον, ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς συγγραφείς, στον τόμο αυτό μιλάει για διάφορα θέματα – για τη φτώχια, για ταξίδια στους τροπικούς, για τους χρυσοθήρες· πάντα όμως μας αφηγείται πράγματα που ο ίδιος έχει ζήσει, είναι ιστορίες βιωμένες, από πρώτο χέρι. Υπάρχουν κομμάτια αυτοβιογραφικά γραμμένα άλλοτε με θυμό, άλλοτε με νηφαλιότητα, άλλοτε με χιούμορ, πάντα όμως με τη φωνή του πολιτικού συγγραφέα που ξέρει να γράφει καλή λογοτεχνία.

Με σαφείς επιρροές από τον Έγκελς, τον Τζέικομπ Ρίις (How the Other Half Lives (1890), τον Χ.Τζ. Ουέλς, ο Τζακ Λόντον επηρέασε με τη σειρά του συγγραφείς σαν τον Τζορτζ Όργουελ.

Το διήγημα Ο Αμαξάς και ο μαραγκός μιλάει για το Λονδίνο του 1902, όταν ο Τζακ Λόντον ήταν εκεί ως ανταποκριτής. Τότε τράβηξε και μια σειρά φωτογραφιών με τίτλο Οι άνθρωποι της Αβύσσου που αργότερα έγινε βιβλίο. Δύο από τις φωτογραφίες δρόμου που δημοσιεύουμε είναι δικές του. Ο συγγραφέας καταθέτει ότι η απορία του για ποιο λόγο οι άμοιροι αυτοί άνθρωποι κοιμόντουσαν στα παγκάκια μέρα μεσημέρι λύθηκε όταν έμαθε ότι η αστυνομία είχε εντολές άνωθεν να τους ξυπνάει, να μην κοιμούνται τη νύχτα.

Ο Τζακ Λόντον έζησε αρκετό καιρό στους δρόμους του ανατολικού Λονδίνου, στα πτωχοκομεία και στα άσυλα αστέγων του Ουάιτσαπελ, προκειμένου να νιώσει στο πετσί του πώς ζει ένα μεγάλο τμήμα των συνανθρώπων του (την εποχή εκείνη στο Λονδίνο οι άνθρωποι που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχιας ήταν 500.000), για να μπορέσει να γράψει για αυτά.

 

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.