You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Κώστα Ουράνη, Στη Σαλαμάγκα 

Φάνης Κωστόπουλος: Κώστα Ουράνη, Στη Σαλαμάγκα 

                       

      Είναι αλήθεια ότι στην ποίηση του Κώστα Ουράνη δεν υπάρχουν στίχοι με σκοτεινό νόημα. Με κανένα, λοιπόν, τρόπο δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι στο ποιητικό του έργο οι στίχοι του είναι δυσνόητοι ή διφορούμενοι. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν μερικά ποιήματα που δεν τα έχουν καταλάβει αυτοί που θεωρούνται ή θεωρούν τον εαυτό τους ειδικό για την προσέγγιση ενός ποιήματος. Ένα τέτοιο ποίημα είναι και αυτό που βρίσκουμε στις Νοσταλγίες με τίτλο Στη Σαλαμάνγκα. Όπως είναι γνωστό, οι Νοσταλγίες δημοσιεύτηκαν το 1920 και είναι όχι μόνο η τελευταία ποιητική συλλογή που δημοσίευσε ο ίδιος ο ποιητής, αλλά και αυτή που τον καθιέρωσε στα ελληνικά γράμματα. Το ποίημα Στη  Σαλαμάνγκα είναι σε μορφή δεκατετράστιχου και μάλιστα στην αιρετική μορφή που συνήθιζε να γράφει ο Ουράνης, καταργώντας τους κανονισμούς της ρίμας που πρέπει να τηρούνται στο σονέτο. Είναι ακόμη ένα από τα λίγα ποιήματα τα οποία δούλεψε ο ποιητής με πολύ αγάπη και ευαισθησία. Το παραθέτω εδώ στη μορφή που το βρίσκουμε στην έκδοση των Απάντων.         

                                                    ΣΤΗ  ΣΑΛΑΜΑΓΚΑ

                        «Ο Δον Ζουάν Τενόριο σπούδασε στη Σαλαμάγκα»

                                                                 ΙΣΠΑΝΙΚΟ  ΙΣΤΟΡΗΜΑ

                          Στη Σαλαμάγκα τη σοφή της Ισπανίας πόλη,

                          ευρέθηκα πλανώμενος μια θερινήν εσπέρα:

                          μέγαρα με ιδαλγικά οικόσημα, εκκλησίες

                         ύψωναν μάζες αυστηρές στο ρόδινον αιθέρα.

 

                         Έρημοι δρόμοι. Μοναχά σ’ ένα παλιό μπαλκόνι,

                         φορώντας στο κεφάλι της δαντελωτή μαντίλια,

                         μια νέα, με μάτια και μαλλιά κατάμαυρα, καθόταν

                         κρατώντας ένα κόκκινο γαρύφαλο στα χείλια.

 

                         Κι έτσι που ήταν σιωπηλή κι ακίνητη και μόνη

                         στη βραδινή των στοχασμών και των ονείρων ώρα,

                        που άπλωνε ίσκιους και σιγή σ’ όλη τη γύρω χώρα,

 

                         έλεγες πως τον Δον Ζουάν επρόσμενε για να

                          του ρίξει, σα θα πέρναγεν απ’ τα παράθυρά της,

                          το κόκκινο γαρύφαλο μαζί με την καρδιά της.1

Όπως είπα και πιο πάνω, είναι ένα απ’  τα λίγα ποιήματα που ο ποιητής έσκυψε πολλές φορές πάνω απ’ τα κείμενά τους, για να τα φέρει στη μορφή που τα διαβάζουμε τώρα. Ο τρίτος στίχος,  για παράδειγμα, όταν το ποίημα είδε πρώτη φορά το  φως της δημοσιότητας, ήταν σε αυτή τη μορφή: « στη γύρω τη στειρότητα χτίρια κι εκκλησίες». Ο αμέσως επόμενος δεν ήταν κι αυτός όπως τον διαβάζουμε σήμερα: « ήσκιαζαν με τις μάζες τους τον ρόδινον αιθέρα». Στον ένατο στίχο άλλαξε μία λέξη. Έτσι,  αντί για  «ρεμβή» που ήταν πρώτα, διαβάζουμε «σιωπηλή». Στο ποίημα αυτό ο Ουράνης, με τις ωραίες λέξεις και τα σχήματα λόγου που χρησιμοποιεί, παρουσιάζεται μεγάλος μάστορας της γλώσσας, μολονότι ο ίδιος συνήθιζε να λέει ότι τα ελληνικά του δεν ήταν τέλεια. Στον πρώτο στίχο, για παράδειγμα, εκτός από την παρήχηση του Σ, με την οποία ο στίχος κερδίζει σε μουσικότητα, ο ποιητής φτιάχνει έναν τέλειο δεκαπεντασύλλαβο, χρησιμοποιώντας το υπερβατό σχήμα: « τη σοφή της Ισπανίας πόλη». Παρηχήσεις υπάρχουν και σε άλλους στίχους του ποιήματος, όπως στον τέταρτο, τον έκτο ή τον δέκατο τρίτο στίχο, ενώ ένα ακόμη πιο τολμηρό υπερβατό σχήμα έχουμε στον δέκατο στίχο: « στη βραδινή των στοχασμών και των ονείρων ώρα». Ο ίδιος αυτός στίχος θα έλεγε κανείς ότι είναι απόηχος ενός από τους πιο ωραίους και πιο γνωστούς στίχους του Λορέντζου Μαβίλη: « χρυσή θυμητικών ονείρων ώρα» ( Μούχρωμα ).

Περνώντας τώρα στο περιεχόμενο, πρέπει να προσέξουμε ότι το θέμα του δεν είναι η Σαλαμάγκα,  η μεσαιωνική αυτή πόλη της οποίας το πανεπιστήμιο είναι ένα από τα πιο παλιά της Ευρώπης. Αν ήταν πράγματι αυτό το θέμα, τότε ο τίτλος του ποιήματος θα ήταν Σαλαμάγκα. Το γεγονός όμως ότι το ποίημα επιγράφεται Στη Σαλαμάγκα μάς επιτρέπει να καταλάβουμε ότι το θέμα του δεν είναι η πόλη, αλλά κάποιο περιστατικό που συνέβη σε αυτή την πόλη. Επιπλέον πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και την εποχή που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε αυτό το ποίημα. Πράγματι,  το 1920 που βλέπει πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας αυτό το δεκατετράστιχο, δεν έχει ακόμη παρουσιαστεί, στον ποιητικό ορίζοντα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης όλης, αυτό που λέμε σήμερα μοντέρνα ποίηση. Με άλλα λόγια, ούτε ο Έλιοτ είχε δημοσιεύσει  την Έρημη χώρα, ούτε ο Πάουντ τα Κάντος, ούτε και ο Υπερρεαλισμός, ο οποίος έκανε την εμφάνισή του πιο αργά, το 1924, και τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της ευρωπαϊκής ποίησης. Ο Σεφέρης — που εκείνη την εποχή είναι στα είκοσι χρόνια του — εκφράζεται ποιητικά, όταν τον επισκέπτεται η έμπνευση, με το παραδοσιακό σονέτο.2 Ήταν, δηλαδή, μια εποχή που κυριαρχούσε ακόμη η ρίμα και το μέτρο. Επομένως οι Νοσταλγίες του Ουράνη διαβάστηκαν σαν κάτι πρωτοποριακό στην ελληνική ποίηση. Ήταν επίσης η εποχή που είχε μόλις τελειώσει Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και για τα ελληνικά δεδομένα τα ταξίδια στην Ευρώπη ήταν για πολύ λίγους. Ο κοσμοπολίτης, όμως, Ουράνης , θα μπορούσε να πει κανείς, ήταν μία από τις εξαιρέσεις. Και το  λέω αυτό γιατί είχε την τύχη να ζήσει από τα είκοσι χρόνια του σε διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες.  Μας το λέει άλλωστε κι ο ίδιος σε μερικούς από τους πιο ωραίους και πιο αντιπροσωπευτικούς στίχους των Νοσταλγιών:

                          Στις Φλάνδρες τις ομιχλερές και στα λαμπρά Παρίσια,

                          στο φωτεινό το Βόσπορο, στη βροχερήν Αγγλία,

                          στις γαλανές ελβετικές λίμνες, στις χιονισμένες

                          τις Άλπεις και στη φλογερή, ασύγκριτη Ισπανία,

                          και σ’ όλους τους εξωτικούς και πλάνους τόπους, όπου

                          το κουρασμένο σέρνεται το βήμα του ανθρώπου,

                          έχω κι εγώ τη νιότη μου ολόκληρη γυρίσει

                                                                    ( Ψυχή αρρωστημένη) 3

Είναι, λοιπόν, πολύ φυσικό ότι αρκετά από τα ποιήματα που έγραψε τότε είναι εμπνευσμένα από τις ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες ταξίδεψε. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που πολλοί από τους μελετητές  τού έργου του και της ποίησης γενικότερα του Μεσοπολέμου παραδέχονται ότι ένα  από τα   πιο σημαντικά στοιχεία    που εισήγαγε στην ελληνική  ποίηση είναι το κοσμοπολιτικό πνεύμα που χαρακτηρίζει όλο το έργο του, ποιητικό και πεζογραφικό. Πράγματι, το 1920 ο μορφωμένος, αλλά χωρίς τη δυνατότητα που έχουμε τώρα να ταξιδεύουμε στην Ευρώπη, αναγνώστης έβρισκε έκπληκτος στην ποίηση ενός νέου ποιητή να γίνεται πρώτη φορά λόγος για γκρίζους παρισινούς ουρανούς, για τα γεμάτα ναυτικούς καπηλειά της Αμβέρσας, για το « Γουεστμίνστερ το βουβό και σκυθρωπό αβάτο» στο Λονδίνο ή για παλιές μεσαιωνικές πολιτείες όπως η Σαλαμάγκα στη Ισπανία. Σε μια τέτοια ποίηση δεν κέντριζαν το ενδιαφέρον του αναγνώστη μόνο οι ιδέες και τα συναισθήματα του ποιητή, αλλά και τα θέματα για ξένους τόπους που πρώτη φορά έβλεπε σε ποιητική συλλογή. Θα μπορούσε ακόμη να πει κανείς ότι η ποίηση αυτή λειτουργούσε, στο αναγνωστικό κοινό εκείνης της εποχής, σαν βιβλίο ταξιδιωτικών εντυπώσεων, ενώ θα πρέπει να ήταν πολλοί λίγοι οι αναγνώστες που ήξεραν  και ακόμη πιο λίγοι αυτοί που είχαν ταξιδέψει και γνωρίσει,  όπως ο ποιητής, την Σαλαμάγκα.

   Ύστερα από όσα είπαμε πιο πάνω, καταλαβαίνει κανείς γιατί ο ποιητής δίνει στον πρώτο κιόλας στίχο τα στοιχεία που χρειάζεται ο αναγνώστης, για να προσδιορίσει  ιστορικά και γεωγραφικά αυτή τη μεσαιωνική πολιτεία. Και μολονότι το θέμα δεν είναι, όπως είπαμε, η Σαλαμάγκα, ο ποιητής αισθάνεται την ανάγκη στους επόμενους τέσσερις στίχους να δώσει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να λάβει πρώτα μια ιδέα για  τη μεσαιωνική αυτή πολιτεία  και μετά να αφηγηθεί το περιστατικό στο οποίο  στηρίζεται το ποίημα. Πρέπει ακόμη μια φορά να πω ότι ο τίτλος του ποιήματος δεν μπορεί να εκφράσει με σαφήνεια αυτό που προκάλεσε την έμπνευση του ποιήματος. Για να ξεπεράσει ο ποιητής αυτή τη δυσκολία, παρέθεσε ένα μότο, με το οποίο δίνει την απαραίτητη πληροφορία για τη σωστή κατανόηση του ποιήματος. Λέει δηλαδή ότι ο Δον Ζουάν Τενόριο, ο θρυλικός Δον Ζουάν που όλος ο κόσμος γνωρίζει, είχε σπουδάσει στο παλιό και φημισμένο πανεπιστήμιο της Σαλαμάγκας. Εάν δεν έδινε με το μότο αυτή την πληροφορία, δίκαια θα αναρωτιόταν ο προσεκτικός αναγνώστης ή  ακόμη πιο πολύ ο μελετητής του ποιήματος γιατί αυτή η γυναίκα, που καθόταν στο μπαλκόνι με ένα γαρύφαλλο στα χείλια, έκανε τον ποιητή να φανταστεί ότι θα μπορούσε να περιμένει τον Δον Ζουάν, που ήταν μάλιστα ένα πρόσωπο μιας άλλης εποχής, και όχι τον αγαπημένο της. Επιπλέον η πληροφορία αυτή μας επιτρέπει να πούμε, με κάποια βεβαιότητα, ότι αυτό που συγκίνησε περισσότερο τον ποιητή σε αυτή την πόλη δεν είναι τα δημόσια και μεγαλοπρεπή οικοδομήματα ή οι παλιές μεσαιωνικές εκκλησίες που έβλεπε περιδιαβάζοντας στους δρόμους της Σαλαμάγκας, αλλά το γεγονός ότι Και αυτό μπορούν να το καταλάβουν και αυτοί που δεν τον γνώρισαν, αλλά που έχουν διαβάσει τα βιβλία του, όπου όχι μόνο για τον Δον Ζουάν κάνει λόγο, αλλά και για τις γυναίκες που γνώρισε ο ίδιος. Είναι λοιπόν πολύ φυσικό, την ώρα που είδε στο μπαλκόνι τη γυναίκα με το γαρύφαλλο στα χείλια, να ήρθε στη σκέψη του ο μεγάλος αυτός καρδιοκατακτητής. Και είναι, επαναλαμβάνω, πολύ φυσικό, γιατί περπατώντας στους δρόμους της Σαλαμάγκας, αυτόν πρέπει να είχε συνέχεια στη σκέψη του, ενώ δεν είμαστε έξω απ’το πνεύμα του ποιήματος, αν πούμε ότι γι’ αυτόν περισσότερο πήγε σε αυτή την πόλη. Για να τα καταλάβει όμως ο αναγνώστης όλα αυτά, πρέπει, όπως είπαμε πιο πάνω, να έχει υπόψη του τη σχετική με τον Δον Ζουάν πληροφορία που δίνει το μότο. Διαφορετικά δεν μπορεί να εξηγήσει τι ήταν αυτό που έκανε τον ποιητή να φέρει ξαφνικά τον Δον Ζουάν στη σκέψη του και όχι τον άνδρα που αγαπούσε αυτή η γυναίκα, κάτι δηλαδή που οποιοσδήποτε άλλος θα το θεωρούσε λογικό να σκεφτεί.

Αφορμή πάντως γι’ αυτό το σημείωμα δεν στάθηκαν βέβαια τα όσα ειπώθηκαν πιο πάνω, τα οποία, νομίζω, και άλλοι θα μπορούσαν με λίγη προσοχή να επισημάνουν, αλλά η έκπληξη που ένιωσα, όταν σε μια ποιητική ανθολογία είδα αυτό το δεκατετράστιχο δημοσιευμένο χωρίς το μότο του. Τότε συνειδητοποίησα ότι αυτό που φαίνεται απλό δεν είναι πάντα και εύκολο για όλους. Και το λέω αυτό γιατί ποτέ δεν φαντάστηκα ότι ένας λογοτέχνης ή τέλος πάντων ένας άνθρωπος που έχει σπουδάσει λογοτεχνία και θεωρείται ειδικός σε τέτοια θέματα, με τα βιβλία που έχει γράψει ή με τα άρθρα που έχει δημοσιεύσει, θα θεωρούσε αυτό το μότο περιττό για τη δημοσίευση του ποιήματος, το οποίο, αντιθέτως, ο ποιητής το θεώρησε απαραίτητο για τη σωστή κατανόηση του ποιήματος. Η περίπτωση στην οποία αναφέρομαι επισημάνθηκε στην Ποιητική ανθολογία του Κ. Πορφύρη, την οποία μάλιστα προλογίζει ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς του ’30, ο Νικηφόρος Βρετάκος.4 Αν τώρα συμβουλευτούμε και τη Βιβλιογραφία που μας έδωσε το 1962 ο Πέτρος Μαρκάκης για το έργο του Κώστα Ουράνη,5 το εν λόγω δεκατετράστιχο δημοσιεύτηκε στις 7 Ιουνίου 1958 και στην εφημερίδα Αθηναϊκή. Την αναζήτησα στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διαπίστωσα, ιδίοις όμμασι, ότι ήταν και εκεί δημοσιευμένο χωρίς το μότο του. Δεν είχα βέβαια την απαίτηση, στον ελάχιστο χώρο που του  διέθεσε η αθηναϊκή αυτή εφημερίδα, να το βρω με το μότο του. Και το λέω αυτό, αν και κλίνω να πιστεύω ότι για την παράλειψη αυτή αιτία δεν ήταν ο λίγος χώρος της εφημερίδας, αλλά ότι ο δημοσιογράφος, που είχε την επιμέλεια της στήλης, δεν είχε διαβάσει με προσοχή το ποίημα και νόμισε ότι μπορούσε να το δημοσιεύσει χωρίς το μότο του. Και μιλάμε εδώ για έναν ποιητή στου οποίου το έργο δεν υπάρχει ούτε ένας στίχος, νοηματικά, σκοτεινός .

Από όσο γνωρίζω, μετά το 1920 που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά αυτό το δεκατετράστιχο, είδε το φως της δημοσιότητας άλλες τρεις φορές. Η πρώτη ήταν στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας για τον θάνατο του Ποιητή το 1953.6 Οι άλλες δύο είναι αυτές που ανάφερα πιο πάνω,  στην εφημερίδα Αθηναϊκή το 1958 και στην Ανθολογία του Πορφύρη το 1962. Από τις τρεις αυτές δημοσιεύσεις, μόνο η Νέα Εστία το δημοσίευσε με το μότο του, όπως το ήθελε ο Ποιητής. Και έτσι πρέπει στο εξής να δημοσιεύεται, αν χρειαστεί, γιατί χωρίς το μότο του όχι μόνο δεν μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης σωστά το ποίημα, αλλά και εκτίθεται άδικα ο ποιητής.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  • Κώστας Ουράνης , Ποιήματα, εκδ. Βιβλιοπωλείου της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα , σ. 73
  • Είναι γνωστό ότι ο Γιώργος Σεφέρης δημοσίευσε του 1918 στο Παρίσι με το ψευδώνυμο Γεώργιος Σκαλιώτης ( ψευδώνυμο που το πήρε νοσταλγώντας τη Σκάλα του Βουρλά στη Σμύρνη ) ένα σονέτο που αρχίζει με το στίχο: Κοιτούσα το τρισκόταδο στην έρημη φωλιά μου.
  • Ουράνης , ό. π. σ. 91
  • Κ. Πορφύρης, Ποιητική Ανθολογία, ( πρόλογος Νικ. Βρεττάκου ) , εκδ. Τάκη Δρακόπουλου, Αθήνα,1962, σ. 47.
  • Πέτρος Μαρκάκης, Κώστας Ουράνης : Βλιογραφία ( 1908—1961 ) εκδ. ΕΣΤΙΑ. Αθήνα, 1962 , σ. 47.
  • Περιοδικό Νέα Εστία, Αθήνα, 1η Νοεμβρίου 1953, τεύχος 632, σ. 82—83.

 

 

 

                            

 

                

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.