You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Ο Υπερρεαλισμός στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1930

Φάνης Κωστόπουλος: Ο Υπερρεαλισμός στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1930

        Σήμερα, που οι ποιητές του Υπερρεαλισμού διδάσκονται στα σχολεία, είναι δύσκολο, αν όχι απίθανο, τα νέα παιδιά να καταλάβουν πόσο σκληρά καταπολεμήθηκε αυτή η ποίηση, για να μη φτάσει ποτέ στο σχολικό τους βιβλίο. Στη δεκαετία του 1930 που πρωτοπαρουσιάζεται αυτή η ποίηση στα λογοτεχνικά μας πράγματα το πνευματικό επίπεδο του ελληνικού λαού ήταν πολύ πιο χαμηλό από το σημερινό. Στους τρείς Έλληνες ο ένας, για να μην πω οι δύο, ήταν αναλφάβητος ή του δημοτικού. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πόσο δύσκολο ήταν αυτή η ποίηση, που μόλις λίγα χρόνια πριν, το 1924, είχε κάνει την επίσημη εμφάνισή της στην Ευρώπη, να γίνει αποδεκτή τη δεκαετία αυτή στον τόπο μας. Ένας από τους υπερρεαλιστές ποιητές μας, που χλευάστηκε άγρια από το αθηναϊκό κοινό και τις εφημερίδες, ο Νίκος  Εγγονόπουλος, λέει, σαν άλλος Ναζωραίος για τους σταυρωτές του,  σε ένα κείμενο  που έγραψε στις 15\9\1967 στην Πρέβεζα: «Ξέρω κι από ίδια πείρα, πως ο Ελληνικός λαός είναι ένας λαός πολυβασανισμένος, και θα ήτανε μεγάλη υπερβολή να του ζητάς και ειδική κατανόηση και θερμό ενδιαφέρον για τις τέχνες». Ωστόσο, ο ποιητής που εισήγαγε τον υπερρεαλισμό στην ελληνική ποίηση ήταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο οποίος δεν αποτέλεσε βέβαια εξαίρεση και αντιμετώπισε επίσης τον ίδιο χλευασμό και την ίδια ειρωνεία με τον Εγγονόπουλο. Πάντως, τόσο ο ένας όσο και ο άλλος τράβηξαν το δρόμο τους

                            Ράγκα-παράγκα σαν βήμα ελεφάντων

                           Που υπερβέβαιοι διαβαίνουν.

                                                        ( ΑΙ ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ )

   Δεν έχω λοιπόν  σκοπό να γράψω εδώ μελέτη για τον Υπερρεαλισμό. Αυτό που θέλω να δείξω  είναι μερικές αντιδράσεις στη δεκαετία που πρωτοπαρουσιάζεται αυτή η ποίηση στα καθ’ ημάς λογοτεχνικά πράγματα. Το 1935 είναι, θα έλεγα, χρονιά σταθμός για τον Εμπειρίκο, αλλά και για τον ελληνικό υπερρεαλισμό και την ποίησή μας γενικότερα. Δημοσιεύει το ποίημα Την ώρα του δείπνου, που το συμπεριέλαβε αργότερα στην Ενδοχώρα,  στο περιοδικό  20ος Αιώνας του γλύπτη Νικολάου Τόμπρου. Δεν περιορίστηκε όμως μόνο σε αυτή τη δημοσίευση. Στις 25 Ιανουρίου δίνει στην Αθήνα διάλεξη για τον Υπερρεαλισμό και τον Μάρτιο , τον ίδιο μήνα που ο Σεφέρης εκδίδει  το Μυθιστόρημα σε 150 αντίτυπα,  εκδίδει και ο Εμπειρίκος την πρώτη του συλλογή, την  Υψικάμινο, ενώ η λιβελλογραφία γνώρισε τότε ημέρες αλήστου μνήμης.

   Στη Νέα Εστία ( 1. 6. 1935 ), δυο μήνες μετά την έκδοση του βιβλίου, ο Κώστας Ουράνης μιλάει για «μια τόσο περίτεχνη ασυναρτησία ,ή, ακριβέστερα, μια τέτοια αναγωγή της ασυναρτησίας, που δεν μπορεί να είναι παρά έργο του λογικού – ένα ψυχρό, υπομονητικό, εσκεμμένο κατασκεύασμα γραφείου». Η αντίδραση αυτή ήταν πολύ φυσική. Τον καιρό που ο Ουράνης κυκλοφορούσε ως νεόκοπος ποιητής στα ‘’ ένδοξα Παρίσια’’ και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ο Υπερρεαλισμός του Μπρετόν,  του Αραγκόν και του Ελιάρ δεν είχε ακόμη  ανατείλει. Είναι λοιπόν πολύ φυσικό να μην μπορεί αυτή τη μεγάλη και ιστορική  στιγμή να δεχθεί αυτή τη νέα ποιητική και να γίνει ένας από τους αναβάτες  « στίλβοντος  ποδηλάτου». Δυο χρόνια αργότερα, στην  Εστία ( 21.8.1937 ), ο Α.Α.Κύρου καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: « Μα, θα ειπήτε, οι άνθρωποι αυτοί είναι τρελοί. Σύμφωνοι, τρελοί είναι. Αλλά τους τρελούς τους κλείνουν  στα φρενοκομεία. Δεν τους αφήνουν να οργανώνουν εκθέσεις και να εκδίδουν βιβλία». Είδαμε πιο πάνω ότι ο Ουράνης δεν δέχεται την ‘’ αυτόματη γραφή’’ που ισχυρίζονται  οι ποιητές του Υπερρεαλισμού και θεωρεί την ποίηση αυτή ‘’έργο του   λογικού.’’ Με  τον Κύρου όμως τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα και φτάνει στην ‘’ τρέλα’’ και στα ‘’φρενοκομεία.’’ Με τέτοια συμπεράσματα καταλαβαίνει κανείς ότι διάλογος μεταξύ των ποιητών  του υπερρεαλισμού και των αντιπάλων τους δεν μπορούσε να υπάρξει.

    Ας πάμε τώρα σε ομοϊδεάτες και μοντέρνους ποιητές , ανθρώπους   δηλαδή του Παρισιού, που γνώριζαν την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ποίησης και δεν ξαφνιάστηκαν από τη λέξη υπερρεαλισμός ή σουρρεαλισμός   σαν τους παραδοσιακούς ποιητές και τους δημοσιογράφους των αθηναϊκών  εφημερίδων.  Με άλλα λόγια αυτοί οι κύριοι ήταν, όπως λέει ο μεγάλος Αλεξανδρινός, « οι μυημένοι», ή τουλάχιστον πληροφορημένοι σε αυτή την ποίηση:

                                Εμείς οι μυημένοι

                  Γνωρίζουμε για ποιόνα εγράφησαν οι στίχοι.

                  Οι ανίδεοι Αντιοχείς διαβάζουν Εμονίδην.

 Ανάμεσα στους ακροατές της διάλεξης ‘’Περί σουρρεαλισμού’’ του Εμπειρίκου , βρισκόταν — ποιος νομίζετε; – ένας από τους «μυημένους»,   ο νεαρός τότε Ελύτης, ο οποίος ως οπαδός και ποιητής του Υπερρεάλισμού είχε ξαφνιαστεί με την εμφάνιση του Εμπειρίκου στο ποιητικό μας στερέωμα.  Στα Ανοιχτά χαρτιά ( σελ. 348 ) λέει μεταξύ άλλων: « Δαιμονίστηκα. Ποιος είναι αυτός ο ουρανοκατέβατος που μου καταπατούσε τα οικόπεδα; Πώς θα τον έπειθα μεθαύριο, άμα τον γνώριζα, ότι όλα αυτά που ήξερα, δεν τα πληροφορήθηκα από τη διάλεξή του, αλλά τα είχα πολύ πριν, μόνος μου, με κόπους πολλούς, ανακαλύψει; Γιατί αυτό ήταν το ζήτημα, νομίζω». Η σκέψη αυτή τον έκανε να πάει στο σπίτι του Εμπειρίκου, στη Βασιλίσσης Σοφίας, μια μέρα πριν από τη διάλεξη, να τον γνωρίσει. Του άνοιξε μια οικονόμος και μπαίνοντας μέσα, κάθισε σε μια πολυθρόνα και περίμενε τον οικοδεσπότη. Στο διάστημα αυτό παρατηρούσε τους πίνακες που στόλιζαν τους τοίχους και στη συνέχεια  τα βιβλία που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του δωματίου. Από περιέργεια πλησίασε κοντά να δει τι βιβλία διάβαζε ο οικοδεσπότης και είδε βιβλία των ποιητών του Υπερρεαλισμού: το Maisons του Tristan Tzara, τo Clair de Τerre του André  Breton, τo γνωστό Capitale de la Douleur του Paul Eluard  ή το Mouchoir de Nuages πάλι του Tzara. Εκείνη τη στιγμή άκουσε βήματα και είδε τον οικοδεσπότη να έρχεται. Εδώ αφήνω τον Ελύτη να τα πει όπως τα έζησε: «Η συνδιάλεξή μας ήταν περισσότερο μια σειρά από επιφωνήματα εκπλήξεων παρά ένας κανονικός διάλογος. Εγώ έβλεπα στο πρόσωπό του ένα πλάσμα περίπου μυθικό που είχε φάει και πιεί με τους θεούς μου. Εκείνος, πάλι, το απροσδόκητο λαχείο ενός νέου ομοϊδεάτη μέσα στη φιλολογική έρημο των Αθηνών. Ήταν γραφτό, ήταν φυσικό μάλλον, να γίνουμε φίλοι». Να, λοιπόν,  που, ενώ αλλού επικρατεί ο χλευασμός και η κοφτερή σαν λεπίδα ειρωνεία, εδώ ανθίζει μια νέα φιλία μαζί με μια νέα ποίηση. Την άλλη μέρα έγινε η διάλεξη μπροστά σε βλοσυρούς αστούς που μάταια προσπαθούσαν να κρύψουν τη δυσαρέσκειά τους. Ανάμεσα σε όλους αυτούς ήταν, λέγεται, και ο Bretοn, τον οποίο ο ομιλητής είχε γνωρίσει τον Γενάρη του 1933.

   Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή των σημαντικών αυτών ζυμώσεων  στην ποίηση υπάρχει στη «φιλολογική έρημο των Αθηνών» και ο μεγάλος ποιητής που με τη συλλογή του Μυθιστόρημα   μετέτρεψε  την  ελληνική ποίηση από  παραδοσιακή  σε μοντέρνα και σύγχρονη ευρωπαϊκή, ο Γιώργος Σεφέρης, ένας άνθρωπος, δηλαδή, εξοικειωμένος με τη νεωτερικότητα και υπερασπιστής του άλογου στοιχείου στην έλλογη ποίηση. Τον Αύγουστο του 1938, σε μια εποχή που  είχαν εκδοθεί η Υψικάμινος του Εμπειρίκου και το Μην ομιλείτε στον οδηγό του Εγγονόπουλου, ενώ στα Νέα Γράμματα, περιοδικό πρωτοπορίας, είχαν δημοσιευτεί ποιήματα από τους Προσανατολισμούς του Ελύτη και την Ενδοχώρα του Εμπειρίκου, ο Σεφέρης γράφει: « Ας βγάλουμε από τη μέση τον ‘’υπερρεαλισμό,’’ που δεν έδωσε στον τόπο μας τίποτε ώριμο για να κριθεί» (Δοκιμές,τ,Α΄σ. 85), ο  μεθερμηνευόμενο, όπως θα έλεγε ο Ευαγγελιστής, ποίηση που δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Ο Σεφέρης, όμως, δεν είναι μόνο μεγάλος ποιητής, αλλά και έξυπνος άνθρωπος, γι’ αυτό κρατάει και πισινή. Στον ίδιο τόμο, στις σημειώσεις , λέει: « Λέγοντας αυτό, δεν εννοώ να αποκλείσω την ενδεχόμενη εφαρμογή αισθητικών κριτηρίων στα έργα των οπαδών του ( Υπερρεαλισμού)» (σελ.476 ). Αυτό όμως δεν αλλάζει τίποτα στη γνώμη που διατύπωσε πιο πάνω, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι. Σήμερα, βέβαια, σε αυτούς που διαβάζουν και ασχολούνται με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση αρέσει και θαυμάζουν αυτή την ποίηση, που ο Σεφέρης της δεκαετίας του ‘30, με τον φόβο ίσως ότι η ποιητική δόξα δεν τους χωράει όλους, θεώρησε ότι είναι ανάξια λόγου. Θα έλεγα ακόμη, για να κλείσω αυτό το σημείωμα, ότι η στάση του αυτή και γενικά ο θεμιτός και αθέμιτος ανταγωνισμός των Ελλήνων ποιητών   – σε μένα τουλάχιστον- φέρνει στη μνήμη αυτό τον στίχο του μεγάλου Αμερικανού ποιητή Ezra Paount που χαρακτηρίζει εύστοχα αυτή την κατάσταση :

                 Aλληλοβρίζονται  sous les lauriers.

                                  ( Canto, VIII )

                          

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

;

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.