You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου: Τέτοιες μέρες… κάπου στη δεκαετία του ’70

Χρ. Δ. Αντωνίου: Τέτοιες μέρες… κάπου στη δεκαετία του ’70

 

  Ένα χριστουγεννιάτικο ραντεβού

 

Μόλις είχα τελειώσει το στρατιωτικό μου. Μη ρωτάτε πότε, γιατί το έχω ξεχάσει κι εγώ. Πάντως ήτανε δεκαετία του ’70. Παραμονή Χριστουγέννων είχα κλείσει ραντεβού με μια συμφοιτήτριά μου που τ’ όνομά της δεν το θυμάμαι πλέον. Δεν έχει άλλωστε και σημασία. Ας την πούμε Ελένη. Έμενε στη Νίκαια κι εγώ στη Δραπετσώνα, στην περιοχή της Ανάληψης. Τότε οι περιοχές έπαιρναν όνομα και οντότητα από τις εκκλησίες, τις ενορίες. Τρείς μέρες έψαχνα να τη βρω στο τηλέφωνο του σπιτιού της (κινητά και μέσα κοινωνικής δικτύωσης βέβαια δυστυχώς δεν υπήρχαν. Το λέω για τους πολύ νέους) και δεν την έβρισκα. Ή καλύτερα, τη μια φορά βρήκα τον πατέρα της, που μόλις άκουσα τη βλοσυρή φωνή του, έκλεισα αμέσως το τηλέφωνό, την άλλη τη μάνα της που μελιστάλαχτα και με πολλά επίθετα μου υποσχέθηκε ότι θα το πει στην κόρη της και την Τρίτη φορά ευτυχώς σήκωσε εκείνη το τηλέφωνο.

–Ευτυχώς που με πήρες, γιατί οι δικοί μου από νωρίς το απόγευμα θα το ρίξουν με συγγενείς στα χαρτιά. Θα προσπαθήσω να πάμε τη βόλτα μας.

–Ευτυχώς, της είπα κι εγώ, που σε βρήκα γιατί εδώ στο μπακάλικο απ΄ όπου σου τηλεφωνώ κάθε λίγο και λιγάκι, θα με κράξουνε.

–Πού λες να συναντηθούμε ;;

–Στο Αυγό. Στις 5.00;;

–ΟΚ.

Το Αυγό ήταν μια πεζοδρομιακή νησίδα που είχε ωοειδές σχήμα-εξού και Αυγό-και στη μέση πάνω σ΄ένα περιστύλιο ένα μεγάλο ρολόϊ και βρισκόταν στην παραλιακή ακτή Τρύφωνος Μουτζοπούλου στη συμβολή της με την οδό Γρηγορίου Λαμπράκη. Είχε αποτελέσει  επί σειρά δεκαετιών  σημείο συνάντησης των Πειραιωτών και των πέριξ περιφερειών. Σήμερα δυστυχώς δεν υπάρχει, γιατί το 2015,  τα νέα έργα πεζοδρόμησης λόγω έλευσης του τραμ κατάργησαν το ωοειδές σχήμα του χωρίς να σεβαστούν την ιστορία του καθώς με την ύπαρξή του εμψύχωνε τόσα ραντεβού. Στο Αυγό μάλιστα  έδωσε ραντεβού και η Αλίκη Βουγιουκλάκη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στη γνωστή ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Η Αλίκη στο ναυτικό».

Πήρα λοιπόν το δρόμο για το Αυγό κανα-δίωρο πιο μπροστά από τις 5.00 γιατί θα πήγαινα με τα πόδια. Πού να βρώ λεφτά για τα εισιτήρια πήγαινε-έλα. Είχα βέβαια πόδια γερά γιατί και τους 28 μήνες στο στρατό ήμουν στις καταδρομικές δυνάμεις με εν-δυο κάτω και τρέξιμο πέντε φορές πάνω από το όριο αντοχής του κοινού ανθρώπου. Άλλωστε η διαδρομή που θα έκανα μού ήταν ευχάριστη. Από την Πόντου που έμενα θα έπαιρνα την κατηφόρα της οδού Σωκράτους και σε κανα-δεκάλεπτο θα έφτανα στη Δογάνης στις Φυλακές των Βούρλων, εκεί απ΄όπου το 1955 δραπέτευσαν 27 κομμουνιστές και οι Αρχές το φυσούσαν και δεν κρύωνε.

Τις λέγανε Φυλακές Βούρλων, γιατί εκεί το 1875 η δημοτική αρχή Πειραιά, προκειμένου να σταματήσει τις διαμαρτυρίες πολλών κατοίκων για τα χαμαιτυπεία που ξεφύτρωναν κοντά στο λιμάνι σαν μανιτάρια, για να καλύψουν τις ανάγκες ναυτικών και εργατών, ανέθεσε στον εργολάβο Νικόλαο Μπόμπολα  την κατασκευή, σ΄αυτό το απόμακρο και ελώδες μέρος  όπου φύτρωναν βούρλα, να ανεγείρει κρατικά πορνεία. Εργάζονταν εκεί, όπως αργότερα έμαθα, πολλές κοπέλες από 14 έως 50 ετών και μεγαλύτερες και είχαν πολλούς πελάτες. Ένας εξέχων πελάτης ήταν ο γνωστός ρεμπέτης Μάρκος Βαμβακάρης, ο οποίος επισκεπτόταν συχνά τα Βούρλα και, όπως ο ίδιος είχε αποκαλύψει, μια από τις αγάπες του ήταν η Ζιγκοάλα. Μιαν άλλη φορά φιλονίκησε με τον άλλο ρεμπέτη εκείνης της εποχής, τον Νίκο Μάθεση, για τα μάτια της ίδιας κοπέλας. Από την αντιζηλία αυτή ο Βαμβακάρης εμπνεύστηκε  και το άλλο γνωστό σε όλους τραγούδι του: «Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια, κατσαρά μαύρα μαλλιά, άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος και στο μάγουλο ελιά».

Αλλά και η Γαλάτεια Καζαντζάκη αναφέρθηκε στις γυναίκες των Βούρλων στο ποίημά της «Αμαρτωλό»: «Στη Σμύρνη Μέλπω, Ηρώ στη Σαλονίκη./ Στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό./Τώρα στα Βούρλα τη φωνάζουνε Λέλα…. Το ποίημα καταλήγει: «Όλη η ζωή μου του χαμού./Κι από την κόλασή μου στο φωνάζω:/Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω».

Σήμερα απ΄αυτό το κτίριο δεν έχει απομείνει τίποτε, γιατί έχει γεμίσει με πολυκατοικίες. Λίγοι είναι αυτοί που ξέρουν την ιστορία αυτών των φυλακών. Εγώ τα είχα ακούσει όλα αυτά από τον πατέρα μου, που δούλευε ως αρτοποιός στο φούρνο του πεθερού του, όταν ήρθε από το χωριό, απέναντι ακριβώς στα Βούρλα σε απόσταση 150 μέτρων, στην οδό Κανελλοπούλου (Παναγιώτη;;), και κάθε φορά που περνούσα, μικρό παιδί, το κοιτούσα περίεργα και με κάποιο φόβο.

Όλα αυτά μου γυρνούσαν στο μυαλό καθώς κατηφόριζα από το σημείο των αλλοτινών Βούρλων προς τον Άγιο Διονύσιο που η αποπεράτωσή του είχε κρατήσει τουλάχιστον όσο καιρό πήγαινα με το λεωφορείο στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς, το οποίο μόλις σχεδόν το τελείωσα το μετωνόμασαν σε Ιωνίδειο Σχολή. Όλα αυτά τα χρόνια είχαν τα εισιτήρια πάρει αύξηση 2 δεκάρες, από 0,60 λεπτά σε 0,80 υπέρ αποπερατώσεως του Ι. Ναού Αγίου Διονυσίου. Χαλάλι του, αφού το λεωφορείο με πήγαινε, όσες φορές βεβαίως  το έπαιρνα,  στην Πλατεία Καραϊσκάκη, ένα τέταρτο δηλαδή με τα πόδια στο Πρότυπο σχολείο μου που με έκανε άνθρωπο.

Τώρα κατέβαινα την Ακτή Κονδύλη, δίπλα στο λιμάνι. Αριστερά η οδός Αιγάλεω, Αιτωλικού, Μεσολογγίου και οι υπόλοιπες μέχρι πιο πάνω προς την Χορμοβίτου  ήταν, λόγω εκείνων των ημερών, παραμονή Χριστουγέννων γαρ, στολισμένες. Μετά από λίγο έφτασα στην Πλατεία Καραϊσκάκη με το άγαλμα του γιού της καλόγριας, λίγο περπάτημα στην Ακτή Μιαούλη και να που βρέθηκα στο μέρος που δέσποζε στο λιμάνι το ιστορικό κτίριο: «Το Ρολόϊ του Πειραιά». Εμβληματικό και πανέμορφο κτίριο, υποδεχόταν όσους έφταναν ακτοπλοϊκώς στον Πειραιά. Τα πρωινά που πήγαινα στο σχολείο το έβλεπα και πολύ χαιρόμουν. Το γκρέμισε στα 1968 στα χρόνια της Δικτατορίας ο δήμαρχος του Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης. Δεν ξέρω γιατί. Είπανε  (φευ!) για να φαίνεται η Αγία Τριάδα που είχε αποπερατωθεί πρόσφατα. Για την αποπεράτωσή της είχε πάλι επιβληθεί φόρος στα εισιτήρια μία δεκάρα.

Πλησίαζε η ώρα του ραντεβού στο Αυγό και τάχυνα το βήμα. Πέρα μπροστά από το Γυμνάσιό μου (Ούτε στις βόλτες μας δεν μπορούσαμε να το αποφύγουμε, ευτυχώς, παρ΄όλη την αυστηρότητά του, το αγαπούσαμε), διήνυσα γρήγορα τη Σωτήρος, στην Ευαγγελιστρίας πήγα λίγο δεξιά και τσούπ στην ώρα μου έφτασα στο Αυγό. Η Ελένη δεν ήταν εκεί. Κρίμα που βιάστηκα. Περίμενα όχι μόνο κανά τέταρτο, το ακαδημαϊκό καθώς λέμε, αλλά σχεδόν μια ώρα.  Δεν ήρθε, γιατί, όπως μου εξήγησε ύστερα από δέκα μέρες που της ξανατηλεφώνησα, οι γονείς της αντέδρασαν στην απογευματινή της έξοδο, «Παραμονή Χριστουγέννων που θα μοιράσουμε μεταξύ μας δώρα θα πας βόλτα;;». Αυτά τα στησίματα ήταν άλλωστε πολύ συνηθισμένα τότε ελλείψει …κινητών τηλεφώνων και των άλλων σύγχρονων μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Η απόφαση να περάσει κανείς  το απόγευμα της μεγάλης αυτής γιορτής μόνος του για τους νέους της δικής μου τάξης εκείνης της εποχής δεν χρειαζόταν κάποια μεγάλη γενναιότητα, γιατί συνήθως αυτός σχεδόν ήταν ο κανόνας,. Όταν είμασταν παιδιά-έφηβοι περνούσαμε καλά τέτοιες μέρες με τα κατηχητικά σχολεία και τις Χ.Μ.Ο. Εκκλησίες, χορωδίες, πιγκ πογκ, τραγούδια, γλυκά κτλ. Τότε όμως που βγήκαμε στην κοινωνία ανέτοιμοι να την αντιμετωπίσουμε, πληρώναμε με τη μοναξιά μας εκείνη τη χαρά ή καλύτερα την ηλίθια ανεμελιά μας.

Πήρα το δρόμο μέχρι την Πλατεία Αλεξάνδρας που ακόμη κρατούσε κάτι από τη φυσική της ομορφιά. Έκανε όμως κρύο και με βήμα γρήγορο γύρισα στο Αυγό κι από κεί τράβηξα για την Πλατεία Κοραή, όπου βρισκόταν ο κινηματογράφος Χάϊ Λάϊφ που έβαζε καλές ταινίες. Βρίσκεται μέχρι σήμερα στο ισόγειο ενός  όμορφου Νεοκλασικού κτιρίου, το οποίο ο ιδιοκτήτης του από το 1980, το Κ.Κ.Ε., το πούλησε (!!) στον πολυεθνικό Όμιλο ΖΑRA. Έμαθα πρόσφατα ότι οι Πειραιώτες έχουν ξεκινήσει αγώνα για τη σωτηρία του ιστορικού αυτού κινηματογράφου που στο παρελθόν λειτούργησε και ως πολυχώρος πολιτισμού.  Τους ευχόμαστε με όλη την καρδιά μας αίσιον τέλος. Τον πονώ αυτόν τον κινηματογράφο, γιατί ήμουν κι εγώ Πειραιώτης κάποτε.

Χώθηκα στην αίθουσα στην προβολή των 9.00. Δεν είχα τι άλλο να κάνω. Ας έφευγε το λεωφορείο των 12.00. Άλλωστε με τα πόδια θα γύριζα στο σπίτι μου. Παραμονή Χριστουγέννων ήτανε, γιορτινή ημέρα. Έπρεπε να το ρίξουμε και λίγο έξω! Μα όταν κάθισα και είδα μέσα στην αίθουσα μόνο δυο-τρεις  ακόμη θαμώνες, μια στιγμή δεν βάσταξα και τα μάτια μου βούρκωσαν. Άντε καλά Χριστούγεννα, είπα, και του χρόνου καλύτερα!  

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

This Post Has One Comment

  1. ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΙΑΣ

    Εύγε, Χρήστο, όμορφο και συγκινητικό μαζί το κείμενό σου. Γιατί εμένα μου θυμίζει κάτι από τα Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα του Παπαδιαμάντη; Πέφτω πολύ έχω; Γιατί δεν δοκιμάζεις να γράψεις και πεζά, μαζί με την μεγάλη σου αγάπη την ποίηση; Το ταλέντο, όπως βλέπω, περισσεύει! Σου εύχομαι ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ για την γιορτή σου, καλές γιορτές, υγεία και προκοπή.
    Χρήστος Χρηστιάς

Γράψτε απάντηση στο ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΙΑΣ Ακύρωση απάντησης

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.