You are currently viewing ΧΡ. Δ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ: Τα καραβάκια του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗ

ΧΡ. Δ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ: Τα καραβάκια του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗ

Τον Γιώργο Σταυρακάκη τον ήξερα ως τραγουδοποιό και μάλιστα είχα παρακολουθήσει και μια-δυο συναυλίες του: όμορφες μπαλάντες, βαθιά συγκλονιστική φωνή, στίχοι που γυρίζουν το τραγούδι προς το μέσα του είναι μας, κιθάρα συναρπαστική. Κάποια στιγμή έπεσαν στα χέρια μου και δύο ποιητικά του βιβλία, το ένα μάλιστα ήταν  συγκεντρωτική έκδοση μερικών ποιητικών συλλογών του, με αξιόλογα ποιήματα.  Η εικόνα του Σταυρακάκη μέσα μου συμπληρώθηκε: τραγουδοποιός-ποιητής. Στα χρόνια που κύλησαν έτυχε μάλιστα να τον γνωρίσω. Καλλιτέχνης με πολλές ανησυχίες!

Στα μισά του φετινού χειμώνα από μιαν ανάρτησή του έμαθα  ότι παρουσιάζει  μουσικο-εικαστική ενότητα με τίτλο: «Της Θάλασσας, του Ταξιδιού, του Νόστου», στο Polis Art Café,  Σάββατο βράδυ της 30ής Δεκεμβρίου. Ήταν μια  Έκθεση  με «χειροποίητα καραβάκια» από ανακυκλώσιμα υλικά με βάση το ξύλο και το μέταλλο. Την ίδια βραδιά των εγκαινίων της Έκθεσης, που κράτησε περίπου δυο μήνες, ο Γιώργος Σταυρακάκης πραγματοποίησε με τους μουσικούς του συνεργάτες  μια συναυλία με τραγούδια που ανταποκρίνονταν στον τίτλο της Έκθεσης: «Τα νιάτα του έφαγε ο Στρατής», το «Κουροσίβο», «Το Καραντί θα μας μπατάρει», «Την τράτα  λεν Μαρίτσα, τη σκούνα Βαγγελή» κ.ά.  Μαγική συναυλία !

Αλλά ας έρθουμε  όμως  στην εικαστική ενότητα,  στα καραβάκια. Είκοσι πανέμορφα καραβάκια. Το μικρότερο  24X23 cm και το μεγαλύτερο &6X38cm. Τα περισσότερα βαμμένα με λαδομπογιά, σε διάφορα χρώματα,  κι άλλα πάλι αφημένα στο χρώμα του ξύλου. Σε αρκετά είναι σημαδεμένη η γραμμή, όπου ακριβώς φτάνει  η θάλασσα, όταν το πλοίο ταξιδεύει, που λέγεται ίσαλος και που ξεχωρίζει τα πάνω μέρη  του καραβιού, τα λεγόμενα έξαλα, από τα κάτω μέρη του που λέγονται ύφαλα. Στο πάνω μέρος  των καραβιών, στο κατάστρωμα,  οι «υπερκατασκευές» είναι καμωμένες από τον Σταυρακάκη με μεγάλη έμπνευση και μαεστρία: πρύμνες, πλώρες, κατάρτια, καμπίνες, αεραγωγοί, πρόστεγα, επίστεγα, γέφυρες. Θαυμάζοντάς τα τριγύριζαν στο μυαλό μου ανακατωμένοι  ναυτικοί όροι: όρτσα, γάμπια, δοιάκι, καρνάγιο, γκραντί, αρόδο, αστρολάβος, γαλέρα, αρμάδα, ρότα, λατίνι, αμπάρι κ.ά. όσους κυρίως συναντάει κανείς όχι σπάνια στη λογοτεχνία-ποίηση.

Κοίταζα και δεν κοίταζα πλέον, γιατί το μυαλό μου έτρεχε σε θαλασσινά ταξίδια από τον καιρό του Οδυσσέα μέχρι τον Νίκο Καββαδία  και τα «Ημερολόγια Καταστρώματος»  του Σεφέρη. Από τα ομηρικά χρόνια μέχρι σήμερα ο ελληνισμός ταξιδεύει. Μοίρα του το θαλασσινό ταξίδι και ο νόστος. Αυτό το ταξίδι πιστεύω ότι είχε στο μυαλό του ο Γιώργος Σταυρακάκης, όταν τα χέρια του φιλοτεχνούσαν αυτά τα καραβάκια, όπως μαρτυρά κι ο τίτλος της Έκθεσής του:  «Της Θάλασσας, του Ταξιδιού και του Νόστου». Γεννημένος στην Ιεράπετρα και μεγαλωμένος στο Ηράκλειο της Κρήτης είχε διαρκώς στα μάτια του τη θάλασσα και,  σαν τους αρχαίους προγόνους του, το ταξίδι. Ανήσυχο πνεύμα, ταξίδεψε και μας ταξιδεύει με τα τραγούδια του, με τα ποιήματά του και τώρα με τα καραβάκια του.  Κρατημένος μάλιστα γερά από την  ελληνική παράδοση έδωσε στα καραβάκια του ονόματα κυρίως από την αρχαία ελληνική μυθολογία : Τρίτων, Πρωτέας, Νηρεύς, Ελπήνωρ, Hercules, Φαίδρα, Καλυψώ, Ενιπέας, Poseidon. Aλλά κι από τη λαϊκή μας θαλασσινή μυθολογία : Μαρίτσα,  Άϊ-Στράτης, Αγία Αικατερίνη, Ερμιονίτσα, Καπτάν Γιώργης κ.ά., χαράσσοντας έτσι, θα έλεγε κανείς, τα χρονικά όρια που εμπνέουν τη φαντασία του.

Άλλη μια φορά διαπιστώνουμε ότι η δημιουργική πνοή πολλών καλλιτεχνών επεκτείνεται ισότιμα  προς την κύρια  καλλιτεχνική τους ενασχόληση ψάχνοντας να βρει περισσότερο βάθος  και έκφραση. Να θυμηθούμε εδώ, για παράδειγμα μόνο,  τα κολάζ του Ελύτη (συνεικόνες τα  θεωρεί ο ίδιος ο ποιητής) και τη ζωγραφική του, καθώς επίσης και τις εικαστικές δραστηριότητες  του Γιάννη Ρίτσου. Σε καμιά περίπτωση  οι ίδιοι δεν θεωρούσαν αυτές τις επεκτάσεις τους πάρεργα, ούτε ασφαλώς είναι, αλλά αποτελούν μια μεταγραφή της ποιητικής τους σε άλλο επίπεδο.  Ο αρχαίος  Έλληνας λυρικός ποιητής Σιμωνίδης ο Κείος αποκαλούσε «την μεν ζωγραφίαν  ποίησιν  σιωπώσαν,  την δε ποίησιν  ζωγραφίαν  λαλούσαν». Γι’  αυτό το λόγο δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον Νίκο Εγγονόπουλο περισσότερο ποιητή και λιγότερο ζωγράφο ή το αντίθετο. Πίσω από τη διπροσωπία κρύβεται ασφαλώς  η ίδια δημιουργική πνοή του καλλιτέχνη.

Στο δρόμο που οδηγεί στην ώσμωση των τεχνών,  ξεπερνώντας τα ειδοποιά μορφοπλαστικά  όρια, εικαστικά, γλωσσικά ή άλλα,  βρέθηκαν πολλοί κι από τους νεώτερους καλλιτέχνες. Το θέμα βέβαια είναι τεράστιο, δε χωράει εδώ. Αλλ’ ωστόσο θα αναφέρω μόνο ότι κι ο Γιώργος Σταυρακάκης βρίσκεται σ’ αυτό το δρόμο. Όταν τον ρώτησα τις προάλλες πώς ξεκίνησε αυτή τη νέα του δραστηριότητα, τα πράγματα φάνηκαν πιο απλά:

 «Ψάχνομαι, να πάω παραπέρα….  Όλα ξεκίνησαν από μια εκδρομή στο ηφαίστειο των Μεθάνων. Ήταν -αν δεν κάνω λάθος- Ιούλιος του 2007.…Έσκυψα και μάζεψα ένα ξύλο. Πρέπει να ήταν μια ντόγια από πάτο παλιού βαρελιού. Παραδίπλα μια άλλη, μικρότερη. Έβαλα τα ξύλα στο σακίδιο και ξεχάστηκαν μαζί με άλλα πολλά πράγματα στην αποθήκη του σπιτιού μου.

Πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια από τότε, όταν τον Γενάρη του 2017 θυμήθηκα εκείνα τα δύο ξυλαράκια. Πού να ήταν άραγε; Βάλθηκα να ψάχνω ολόκληρο το σπίτι, μα τα ξύλα πουθενά. Τότε σκέφτηκα την αποθήκη, άλλωστε δεν υπήρχε άλλο μέρος και τα ξύλα ήταν βέβαιο ότι δεν είχαν πεταχτεί. Την άδειασα κυριολεκτικά όλη, έπιπλα, κούτες, ηλεκτρικές συσκευές, και μετά από ώρες μέσα σ’ ένα παλιό ξηλωμένο πάνινο γυλιό, νάτα!

Αυτό ήταν. Έβαλα τα ξύλα μπροστά μου και άρχισα να τοποθετώ πάνω τους τα πρώτα «σκουπιδάκια», βίδες, σύρματα, καρούλια και ό,τι άλλο πρόχειρο και παραπεταμένο βρισκόταν στο οπτικό μου πεδίο. Έτσι ήρθε ο «Καπτάν Γιώργης» κι αμέσως μετά η «Santa Maria» και…. και …. και …

Έχει περάσει ένας χρόνος. Ο «Καπτάν Γιώργης» και η «Santa Maria» δεν είναι πια εδώ. Έχουν λύσει άγκυρες και ταξιδεύουν στα μάτια και στα όνειρα άλλων ανθρώπων».

Εντυπωσιακή η απάντηση, γιατί η καλλιτεχνική δημιουργία δεν αρχίζει με θεωρίες, αλλά με ψάξιμο στα σκοτεινά της ψυχής μας, στην αποθήκη του υποσυνείδητού μας, με  εικόνες που χτύπησαν για μια ίσως μόνο στιγμή τον αμφιβληστροειδή μας, με θαλάσσια ξύλα φαγωμένα από την αλμύρα, με σύρματα, με ασήμαντα μικροπράγματα που η τέχνη τους δίνει τεράστιες αισθητικές διαστάσεις.

Μπορεί πολλά από τα πρώτα είκοσι καραβάκια να ταξιδεύουν πλέον στα όνειρα άλλων ανθρώπων, αλλά ήδη ο Σταυρακάκης έχει εμπλουτίσει το στόλο του με πολλά άλλα καραβάκια (κάποια, ιδίως πολύ μικρά, είναι καταπληκτικά!), που όλα μαζί ετοιμάζονται το καλοκαίρι να πλεύσουν στη Μύκονο. Η Δημοτική Πινακοθήκη του νησιού ετοιμάζεται να φιλοξενήσει την Έκθεση: «Της Θάλασσας, του Ταξιδιού, του Νόστου» από 1-10 Αυγούστου.

Καλό ταξίδι!

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.