You are currently viewing Ανδρέας Φουσκαρίνης: ένα αφήγημα

Ανδρέας Φουσκαρίνης: ένα αφήγημα

 Ο χρόνος και το χρήμα

   «Ο χρόνος είναι χρήμα», μου έλεγε συχνά ένας θείος μου από την Αμερική, ο Αντώνης, μοναδικός αδελφός του μακαρίτη του πατέρα μου, και συνέχιζε πάντα με έμφαση, του άρεσε να μιλάει πολύ και να κάνει τον έξυπνο στους άλλους, η συνήθεια τού είχε γίνει δεύτερη φύση, «αυτό μην το ξεχνάς ποτέ. Αν σπαταλάς το χρόνο σου άσκοπα, να ξέρεις πως σπαταλάς συνάμα και τα χρήματα που θα μπορούσες να είχες κερδίσει σε αυτό το διάστημα της ανόητης σπατάλης. Και μάλιστα εντελώς απερίσκεπτα». Εγώ τον άκουγα με προσοχή, μικρός ήμουν άλλωστε, και κρεμόμουν από τα χείλη του, περιμένοντας με αδημονία τη συνέχεια του λόγου του, γιατί, κάθε φορά που μου ανέλυε με πάθος τη θεωρία του αυτή περί χρόνου και χρήματος, για να την ενισχύσει ακόμη περισσότερο, συνέχιζε να μου διηγείται, αντί άλλων πιο πειστικών ή περισσότερο λογικών επιχειρημάτων, διάφορες ιστορίες, σχετικές με τις δύο αυτές έννοιες πάντα, αντλημένες όλες από την πρόσφατη ιστορία της νέας του πατρίδας και από τη ζωή του στην Αμερική.

   Ομολογώ πως, παρά την έλλειψη πειστικών επιχειρημάτων και, ίσως, λόγω της μεγάλης συμπάθειας που έτρεφα προς το πρόσωπό του, δεχόμουνα αδιαμαρτύρητα τότε τα λόγια του εκείνα, τα οποία έγιναν, με την πάροδο του χρόνου, προσωπικό μου βίωμα, ακλόνητη πεποίθηση και πιστεύω μόνιμο και αδιαπραγμάτευτο, ως προς την αλήθεια που νόμιζα ότι έκρυβαν μέσα τους, και λίγο αργότερα, μετά την ενηλικίωσή μου, πράξη και επίμονη, συνεχής επιδίωξη. Ο πατέρας μου, ο γέρο-Γιάννης, κάθε φορά που τον άκουγε να μου μιλάει με αυτό τον τρόπο, με αυτά τα λόγια, τα ίδια ακριβώς πάντα, χωρίς καμία αλλαγή από την μία φορά στην άλλη, λες και είχε καταπιεί κάποιο μαγνητόφωνο, κατάλληλο να επαναλαμβάνει συνεχώς και μονότονα, ό,τι είχε καταγράψει στην ταινία του και μόνο, κούναγε το κεφάλι του με νόημα, σαν να ήθελε να πει «μα τι βλακείες λες τώρα στο παιδί; Πιστεύεις ότι μπορείς να το κάνεις σαν τα μούτρα σου;», στην πραγματικότητα όμως δεν μιλούσε παρά μονάχα κάθε φορά που έκρινε πως το πράγμα παρατραβούσε και γινόταν ιδιαίτερα ενοχλητικό για τον ίδιο πρωτίστως και δευτερευόντως για τις αντιλήψεις που είχε ο ίδιος για το θέμα αυτό. Τότε προσπαθούσε να τον αντικρούσει με άλλου είδους επιχειρήματα και σκέψεις και «δεν έχουν έτσι ακριβώς τα πράγματα», του έλεγε με υψωμένη τη φωνή, και προσέχοντας πάντα αν τον άκουγα κι εγώ, γιατί αυτό τον ενδιέφερε κατά κύριο λόγο, και συνέχιζε αμέσως, με τα δικά του και μόνο αδύναμα για την ηλικία μου επιχειρήματα, πασχίζοντας απεγνωσμένα και μάταια, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, να διώξει από πάνω μου κάθε φθοροποιά επίδραση αυτού του είδους, και ολοκλήρωνε το λόγο του πάντα με τη φράση «δεν είναι το χρήμα το παν, αλλά η υγεία. Αν έχεις υγεία, έχεις και χρήμα, αλλιώς, τι να τα κάνεις τα λεφτά, όταν σου λείπει η υγεία;»

   Ήταν ηλίου φαεινότερον πως τα δύο αδέλφια, μεγαλωμένα σε διαφορετικά περιβάλλοντα και μακριά το ένα από το άλλο, διαφωνούσαν ριζικά τόσο στην ιδεολογία όσο και στις αντιλήψεις που κατεύθυναν τις κινήσεις τους στο στίβο της καθημερινότητας και της ζωής, αλλά αυτό δεν είναι ένα ιδιαίτερα σπάνιο φαινόμενο στις μικρές κοινωνίες που ζούμε, αλλά κάτι πολύ συνηθισμένο. Γενικά, για διάφορους λόγους, που δεν μπορώ να τους εξηγήσω εδώ, αυτή τη στιγμή, με πειστικότητα, πολλά αδέλφια έχουν οδηγηθεί πολλές φορές τόσο μακριά το ένα από το άλλο με τις διαφωνίες τους ώστε κάποτε να σηκώσει χέρι ο ένας αδελφός εναντίον του άλλου και ενίοτε να τον σκοτώσει. Αυτό δεν συνέβαινε βέβαια με τον πατέρα μου και τον αδελφό του, αγαπούσε, κατά βάθος ο ένας τον άλλο, αλλά οι διαφωνίες, που ξεκινούσαν από τα πολύ απλά, όπως τι θα φάμε σήμερα και κατέληγαν πάντα σε ομηρικούς καυγάδες, όταν αναφέρονταν στην πολιτική κατάσταση της χώρας ή του πλανήτη, διαφωνίες δυσεπίλυτες και αντιλήψεις-χάσματα αγεφύρωτα μεταξύ τους. Ό,τι ήταν άσπρο για τον ένα, για τον άλλο γινόταν αυτομάτως μαύρο. Ήταν φανερό ότι, πέραν της κοινής καταγωγής, τίποτ’ άλλο δεν υπήρχε που να τους ενώνει πραγματικά. Ήταν φυσικό, άλλωστε, να υπάρχει αυτή η διαφορετική φιλοσοφία, η διαφορετική αντίληψη για την επιτυχημένη αντιμετώπιση των προβλημάτων που συναντούσαν καθημερινά στη ζωή τους τα δύο αδέλφια καθώς και στους σκοπούς που έθετε ο καθένας τους για τη ζωή του. Εδώ οφείλω να σας το ξαναπώ, για να καταλάβετε, ίσως, καλύτερα πού οφειλόταν αυτή η συνεχής αντιπαράθεση των δύο αδελφών ότι αυτοί είχαν μεγαλώσει μακριά ο ένας από τον άλλο, πολύ μακριά μάλιστα, σε εντελώς διαφορετικά κοινωνικά, οικογενειακά και εθνικά ακόμη περιβάλλοντα, ο θείος μου στην Αμερική, όπου τον είχε υιοθετήσει, σε μικρή σχετικά ηλικία, ένας πλούσιος Ελληνοαμερικανός συγχωριανός μας, στα πάτρια χώματα ο πατέρας μου, στην Ελλάδα και στο μικρό χωριό της καταγωγής τους, υπό την επίβλεψη ενός αδελφού του πατέρα του, μετά τον ξαφνικό θάνατο των γονιών τους σε τροχαίο. 

   Η διαφορετική ανατροφή των δύο αδελφών, λοιπόν, η ζωή τους σε εντελώς διαφορετικά οικογενειακά, και όχι μόνο, περιβάλλοντα, τα διαφορετικά βιώματα και επιδράσεις που δέχτηκαν στην παιδική και εφηβική τους ηλικία, αλλά και αργότερα ως άντρες, δικαιολογούσαν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, κατά τη γνώμη μου, τη συμπεριφορά τους, αλλά εγώ, τότε που βρέθηκαν για κάποιο μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα μαζί, όταν ήμουνα παιδί και λίγο έφηβος, δεν μπορούσα να το κατανοήσω πλήρως και να το αποδεχτώ χωρίς καμία αντίρρηση αυτό το γεγονός, όπως θα έκανα αργότερα, σε πολύ μεγάλη ηλικία, όταν άρχισα να βλέπω τα πράγματα με άλλο μάτι. Ένα μικρό παιδί ήμουνα άλλωστε τότε, που μεγάλωνα στην πατρίδα μου, στο χωριό μου, δίπλα στο φτωχό και στερημένο από πολλά αγαθά της ζωής  πατέρα μου και μου φαινόταν σπουδαίο κάθε τι ξένο και μάλιστα όταν προερχόταν από μία τόσο μεγάλη χώρα, όπως οι ΗΠΑ. Τον πατέρα μου βέβαια τον αγαπούσα, αναγνώριζα πάντα όσα έκανε για μένα, τον σεβόμουνα και τον υπάκουα όσο ζούσε, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, το θείο μου όμως, με τον οποίο έζησα για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε που είχε επιστρέψει στην πρώτη του πατρίδα για να βρει γυναίκα από τον τόπο του, να παντρευτεί, όπως οι περισσότεροι Ελληνοαμερικανοί, τον θαύμαζα και προσπαθούσα πάντοτε να τον μιμηθώ και να του μοιάσω. Γυναίκα δεν βρήκε όμως τότε στην Ελλάδα κι έτσι έφυγε άπρακτος και πάλι για την Αμερική, για να μην ξαναγυρίσει ποτέ στην πρώτη του πατρίδα, μέχρι τον θάνατό του, και να πεθάνει έτσι άκληρος εκεί και μαγκούφης. Το μόνο καλό σε όλη αυτή την ιστορία ήταν το γεγονός ότι εγώ και μόνο εγώ κληρονόμησα τη μεγάλη περιουσία του, αφού ήμουνα ο μοναδικός στενός του συγγενής στον κόσμο ολόκληρο.

   Μεγαλώνοντας, λοιπόν, ένιωθα πολλές φορές, όπως ένα αυγό ανάμεσα σε δύο λιθάρια που κινούνται με μεγάλη ταχύτητα για να το συντρίψουν, κάθε φορά που ήμουνα υποχρεωμένος να επιλέξω ανάμεσα σε αντικρουόμενες απόψεις ή επιθυμίες των δύο αδελφών. Αγαπούσα πολύ τον πατέρα μου, εκτιμούσα τα όσα έκανε για μένα, για να με μεγαλώσει, μόνος του,  χωρίς γυναίκα που να τον βοηθάει, μια και η μάνα μου μας άφησε πολύ νωρίς και ξαφνικά για το ταξίδι της στον άλλο κόσμο κι έτσι δεν ήθελα ποτέ μου να τον δυσαρεστήσω χωρίς λόγο, από την άλλη όμως, τα λόγια του θείου μου, με το πέρασμα του χρόνου, ασκούσαν όλο και μεγαλύτερη γοητεία επάνω μου και ως ένα βαθμό τα ενστερνιζόμουν ευκολότερα, χωρίς να με πιέζει τίποτα και κανείς. Έτσι η επίδρασή του στην ψυχοσύνθεσή μου βρήκε πολύ μεγαλύτερη απήχηση από όσο του πατέρα μου και ακολούθησα, σε γενικές γραμμές και δίχως να το καταλάβω πώς, το παράδειγμά του. Στρώθηκα αμέσως στη δουλειά, μόλις ενηλικιώθηκα, και απόκτησα αρκετά υλικά αγαθά, τα οποία αυξήθηκαν στη συνέχεια με την κληρονομιά που έλαβα από την Αμερική. Ο ίδιος ο θείος μου, ο Αντώνης, έζησε, ίσως, κατά πώς το επιθυμούσε, τη ζωή του, πέθανε όμως, μόνος και έρημος, σε ένα νοσοκομείο για φτωχούς, χωρίς να έχει κάποιον δίπλα του, να του κρατάει το χέρι και να τον παρηγορεί για το αναπόφευκτο του θανάτου. Το γεγονός αυτό κλόνισε τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αλλά όχι και τελευταία, ολόκληρο το οικοδόμημα που είχα χτίσει μέσα μου και μου ανέτρεψε τις αντιλήψεις μιας ζωής. Θέλησα να αλλάξω αμέσως την πορεία που ακολουθούσα, αλλά σύντομα ανακάλυψα πως ήταν πια πολύ αργά, αφού είχα διανύσει ήδη το μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τότε.

   Προχθές έκλεισα τα εξήντα και ομολογώ πως νιώθω αρκετά καλά στην υγεία μου. Έτσι νομίζω τουλάχιστον. Σήμερα το πρωί όμως πληροφορήθηκα με απόγνωση τα αποτελέσματα μίας εξέτασης που έκανα πριν από μερικές ημέρες. Μου είπαν λοιπόν πως οι υπόλοιπες ημέρες μου είναι μετρημένες, και ο χρόνος που μου απομένει λίγος κι αυτό γιατί ένας όγκος που έχει δημιουργηθεί στον εγκέφαλό μου από καιρό και για τον οποίο είχα αδιαφορήσει μέχρι τώρα, αφού δεν είχα δώσει σημασία στις ειδοποιήσεις του, θα μου στερήσει τη ζωή μου και θα με οδηγήσει πολύ σύντομα στον άλλο κόσμο. Είναι γεγονός αναντίρρητο πως έχω τις τσέπες μου γεμάτες από χρήμα, αλλά η υγεία μου είναι πληγωμένη  και, δυστυχώς, δεν έχω κανέναν δικό μου για να του αφήσω ολόκληρο αυτό τον πλούτο που έχω συγκεντρώσει, μόλις αναχωρήσω από τον μάταιο τούτο κόσμο. Τι ωφελήθηκα, άραγε, ως τώρα; Αναρωτιέμαι καθημερινά αλλά απάντηση δεν βρίσκω. Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης, όπως θα έλεγε και ο Εκκλησιαστής.

   Είχα πραγματικά ολόκληρο το χρόνο που χρειαζόταν για να επιτύχω μία ολοκληρωμένη και, ίσως, ευτυχισμένη ζωή, δεν είχα όμως ποτέ τη διάθεση ή την επιθυμία να κάνω κάτι παραπάνω, να επιδιώξω την πραγματοποίηση ενός τέτοιου άπιαστου πια ονείρου. Το χρήμα και ο αγώνας για την απόκτησή του μου έκλεψαν το χρόνο μου και ο χρόνος μού κλέβει τώρα τη ζωή και από καιρό μου έχει κλέψει και την ευτυχία, ό,τι χρειάζεται για την ολοκλήρωση της ζωής ενός ανθρώπου. Τι να τα κάνω, λοιπόν, τόσα λεφτά, αφού ούτε εγώ αλλά ούτε και κανένας άλλος δικός μου μπορεί να τα χαρεί στο μέλλον; Χάνω το χρόνο, χάνω τη ζωή, τα χάνω όλα. Αυτή θα είναι η τιμωρία μου για την αδιαφορία που έδειξα για κάποιες περισσότερο ευτυχισμένες στιγμές στη ζωή μου.

                                    

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.