You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Δημήτρης Χριστόπουλος, Τζίντιλι, Εκδ. Ροδακιό,  2020

Ανθούλα Δανιήλ: Δημήτρης Χριστόπουλος, Τζίντιλι, Εκδ. Ροδακιό,  2020

Τέσσερις είναι όλες οι ιστορίες που αφηγούμαστε: ένας πόλεμος, μία επιστροφή, μία αναζήτηση και μία θυσία

                                                                       (Μπόρχες)

 

Αν πράγματι ισχύουν όσα λέει ο Μπόρχες τότε ο Δημήτρης Χριστόπουλος  έχει κάνει ήδη καλή αρχή. Και τα τέσσερα στοιχεία που παραθέτει ο Μπόρχες τα έχει μέσα στο βιβλίο του.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Χριστόπουλος είναι φιλόλογος. ΄Εχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη δημιουργική γραφή και έχει σε εξέλιξη ένα διδακτορικό στη Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ζει και εργάζεται στον Πειραιά. Έχει ήδη εκδώσει δύο βιλία με διηγήματα και ιστορίες. Το Τζίντιλι είναι το τρίτο του βιβλίο και το πρώτο του μυθιστόρημα.

Το μότο του βιβλίου του, που μας εισάγει στην υπόθεση, είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά, Ο γιατρός Ινεότης, από τον οποίο απομονώνω το σημαντικότερο: «ό,τι αξίζει στον άνθρωπο είναι να έχει να πει μια ιστορία  συνταρακτική…». Και το Τζίντιλι είναι μια  συνταρακτική ιστορία. 

Τα στοιχεία αυτά συνηγορούν στο κομμάτι που αφορά τις γνώσεις, την εκλογικευμένη αιτιολογία της πράξης της γραφής, ενώ για το άλλο που αφορά τη συγκίνηση και την ευαισθησία, για πράγματα που ταράζουν τον ύπνο χρόνια πολλά μετά την αμαρτία, που λέει και ο ποιητής, είναι ο ίδιος ο εαυτός του μαζί με το άλλο εγώ του που ορθώνεται μπροστά του: «ένας άνθρωπος χλωμός και λιπόσαρκος.. με δέρμα όλο πτυχές και ζάρες» και απαιτεί να πει την ιστορία, τον παρακινεί να γράψει, γιατί μόνο αν ειπωθεί -στην ουσία αν καταγραφεί- η ιστορία  υπάρχει. Κι εδώ είναι – τα Σόθιψα-  κάπου ψηλά όχι τόσο στον Χάρτη όσο στην ψυχή και στη σκέψη. Ένας τόπος, πριν από τον χρόνο και πριν από τον κόσμο,

 

        Με πανύψηλα δέντρα που στήριζαν τον ουρανό

             Και μουσική που έπαιζε ο άνεμος

                  καθώς περνούσε από τις μικρές τρύπες

                      που ράμφιζε στον κορμό ο δρυοκολάπτης.

 

Τζίντιλι είναι ο διαολεμένος άνεμος που φύσηξε και ξεσήκωσε τον τόπο, τράνταξε τη συνείδηση του αφηγητή και συνεπήρε τον αναγνώστη από τις πρώτες φράσεις του βιβλίου. Και είναι πολλές αυτές που θα ακολουθήσουν. Κομμάτι- κομμάτι, πετραδάκι-πετραδάκι θα χτιστεί το οικοδόμημα. Και τούτο σημαίνει πως όλες οι ιστορίες είναι παραλλαγές της μίας και μοναδικής της αρχετυπικής Ιλιάδας, Οδύσσειας, Αινειάδας. Γι’ αυτό ο ποιητής έλεγε παλαιότερα: και τι να πει κανείς τώρα που όλα έχουν ειπωθεί και όλοι γράφουν ποιήματα. Κι όμως πάντα κάτι υπάρχει για να ειπωθεί και όσο ίδιο και αν φαίνεται με κάποιο άλλο, είναι αλλιώτικο, άλλης εμπειρίας, άλλης αίσθησης, άλλης διάθεσης. Τα πράγματα κάνουν κύκλο και ο κύκλος έχει ένα κέντρο και στην περιφέρεια περιφέρονται τα γεγονότα σαν ιόντα που έλκονται από το κέντρο.

Είναι ήδη ειπωμένο πως ο αφηγητής της ιστορίας μας, πιάνει τον χρόνο από την  άγνωστη άπειρη περιφέρεια και αυτομάτως κεντράρει  σε «τούτη τη νύχτα», κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνου, όταν ένας γέροντας –από το παρελθόν ή από το μέλλον-  κάνει την εμφάνισή του σαν απεσταλμένος κάποιου θεού ή καλύτερα σαν έκφραση μιας πραγματικής επιθυμίας.

Ο Πιραντέλο έγραψε το έργο  Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, ως αίτημα απέξω, ενώ στην ουσία ήταν η προβολή μιας προσωπικής του επιθυμίας. Έτσι σ’ ένα χωριό κάπου στη Φλώρινα, που ήταν παράδεισος, «λογής λογής πετρώματα, ασφάκες κι άγρια μέντα» συμβαίνει μια καταστροφή που φέρνει την Κόλαση. Τα στοιχεία της φύσης σε πλήρη οργή και έξαρση. Πόρτες που άνοιγαν διάπλατα σαν να ήθελαν να πηδήξουν στο κενό, ένα καρβουνιασμένο σύννεφο σαν σάβανο, μια μαχαιριά στα τρίσβαθα του κόσμου, ένας άνεμος δρεπανηφόρος, ποντίκια που ξεμύτιζαν τρομαγμένα … μια εν ολίγοις Δευτέρα Παρουσία, ένα χαλασμός Κυρίου, μια καταστροφή που χαράχτηκε «στον πηλό της μνήμης» του αφηγητή, σαν να ’ταν ο πηλός  αρχαία πινακίδα με χαραγμένα ονόματα προσώπων πολλά, «ιστορίες ανθρώπων που χάθηκαν στο χρόνο… κάδρα δίχως ζωγραφιά». ..

«Την ημέρα των ψυχών. Στον Τόπο των νεκρών». Ποια είναι η μέρα, ποιος είναι ο τόπος;  Μα και πάλι επανερχόμαστε στο άγνωστο πού και πότε έγινε η κοσμοχαλασιά.  Από τον ωκεανό των αναφορών στο κείμενο αναδύονται λέξεις και φράσεις που επιβεβαιώνουν την αρχική τοποθέτηση του Άγνωστου και άπειρου και αχανούς, το οποίο μέσα στην ασάφειά του είναι εξαιρετικά σαφές. Μια ιστορία ξεριζωμού, κατατρεγμού, προσφυγιάς, θανάτου και καταστροφής. Η Τροία σε νεότερη εκδοχή, και όλες οι περιπέτειες της ανθρώπινης φυλής, από γενέσεως κόσμουˑ πόλεμος, Εμφύλιος, αυτοεξόριστοι, πολιτικοί και οικονομικοί  μετανάστες, διεσπαρμένοι παντού από το μεγάλο Μπιγκ Μπανγκ κομμάτια του κόσμου.  

Το βιβλίο είναι μία σύνθεση από πολλές αφηγήσεις και κάπως σαν ημερολόγιο καταγραφής συμβάντων με πολλές ιδιωτικής φύσεως πληροφορίες, δείγμα μιας κοινωνίας με κάθε είδους προβλήματα, κοινωνικά και οικογενειακά, συνέπειες αλισιδωτής πολιτικής αντίδρασης στα ενδότερα των πλατύτερων ιστορικών, των οποίων η διαδοχή από το άγνωστο «πότε» φτάνει στα μέσα του 20ου αι. Γεγονότα επί γεγονότων, επαναλήψεις και παραλλαγές, μνήμες πικρές.

Κι η γλώσσα; Λέξεις άγνωστες, λιγότερο ή περισσότερο γνωστές, ενταγμένες μέσα στο καθημερινό ελληνικό ιδίωμα, ξεφυτρώνουν δίνοντας στίγμα μιας παρουσίας που έρχεται από μακριά με πολλά πάθη και βάσανα. Λέξεις με βαρύνουσα καταγωγή, λέξεις κατατρεγμένες, όπως οι άνθρωποι που τις έλεγαν. Λέξεις που το Τζίντιλι της Ιστορίας στροβιλισμένες που έρχονται να καταθέσουν τη μαρτυρία τους  στο βιβλίο. 

                                                 Λεωνίδα,

                                                    Βασίλη,  

                                                  Γρηγόρη,

 έχει τρύπες –ρουφήχτρες αυτός ο τόπος!

                          Το νου σας! Το νου σας!

                                Άκουσε ποτέ κανείς;

                

Γιατί, όταν συντελεστούν όλες οι ιστορίες του κόσμου, θ’ απομείνουν οι λέξεις να δείχνουν  το πρόσωπό μας. Έχουμε κάτι κοινό. Όπως κι εσύ, δε θέλω να τις αποσιωπήσω όπως τόσοι άλλοι. Γι’ αυτό από χρόνια εξασκούμαι στη σιωπή σαν κάποιος που σηκώνει στις πλάτες του τα βάρη όλου του κόσμου – τις λέξεις του. Είπε ο γέροντας εκείνος.

Ο τοπος έχει ρουφήχτες και οι λέξεις πέφτουν μέσα και χάνονται. Γι’ αυτό πρέπει να καταγραφούν και καταγράφτηκαν.

Ο συγγραφέας σηκώθηκε από το γραφείο, έκλεισε  τον υπολογιστή  και βγήκε στο μπαλκόνι να τον φυσήξει δροσερή αύρα… 

Το χρέος πληρώθηκε, ωστόσο και ο άγνωστος γέρος και ο διαβολεμένος αέρας φυσάει ακόμα στο μυαλό του.

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος πέρασε μια νύχτα μαρτυρίου, πάλαιψε με τον δάιμονα της ιστορικής ευθύνης απέναντι στο τόπο του και τα γεγονότα. Μας θυμίζει τον Σεφέρη που «έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινε από το όνειρο» για να δημιουργήσει την απαραίτητη συνθήκη γέννησης του βιβλίου. Πρόκειται για μυθιστόρημα, αλλά είναι και ποίημα, πήμα και πάθημα. Γεμάτο από ποιητικές αναφορές και εικόνες, παράδεισος και κόλαση, Αλήθεια.

 

                                     

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.