Skip to content
ΤΗ ΒΡΟΧΗ ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΙΔΕΣ
Κοίταζες τον εαυτό σου στο τζάμι του μπαλκονιού.
Σήκωνες το κεφάλι να φτιάξεις φτερούγες *
κάποιος σε τράβαγε απ’ τα μαλλιά
….πνιγόσουν, να σε σώσει….
δεν τα κατάφερνε — εξαφανιζόταν απ’ το ανοιχτό παράθυρο,
έκρυβε την απελπισία, χανόταν σε ανεξερεύνητους κόσμους,
ας έμοιαζε σαν αερικό.
Κι εσύ βάραινες
έπεφτες όλο έπεφτες.
Βροχή. Το τζάμι θαμπό.
Την βροχή δεν την είδες στην αρχή. Πρώτα την άκουσες
μερικά αραιά τακ-τακ-τακ .
Δεν ήταν μπόρα, δεν φυσούσε,
δεν έκανε θόρυβο
και το ταξίδι κόνταινε στον
ανεπίστροφο δρόμο.