Η υπόσταση του ανθρώπου ισοδυναμεί με ελευθερία. Κι η ελευθερία ισοδυναμεί, ευθύς εξ αρχής, με αντιμετώπιση ενός διλήμματος επιλογής ανάμεσα σε καλό και κακό. Κακό είναι επιβουλή της ελευθερίας του πλησίον ανθρώπου. Ως ακραία κλιμάκωσης αυτής της επιβουλής, κακό είναι κυρίως η ανθρώπινη επιθετικότητα.
Υπήρξαν εποχές στις οποίες μας ήταν εύκολο να πιστέψουμε ότι η διανθρώπινη επιθετικότητα ανέκυπτε μόνο μέσα σε συνθήκες ελλείψεως: Ήταν η σπάνις των αγαθών – λέγαμε – αυτή που οδηγούσε την επιζήτησή τους έως, ενίοτε, και το σημείο της σύγκρουσης.
Κατά την τρέχουσα εποχή τής (εν Δυσμαίς) αφθονίας, ωστόσο, έχουμε την διαυγή πια ευκαιρία να αντιληφθούμε την πλάνη μας: Η ύπαρξη – όχι – ποτέ δεν τρεφόταν μονάχα με άρτο! Η απουσία αυτού του «άλλου» λοιπόν που μονίμως ο κόσμος χρειάζεται, είναι κυρίως εκείνη που μετατρέπει την έλλειψη ορισμένων αγαθών στο… εντελέστερο πρόσχημα της ανάδυσης βίας μεταξύ των προσώπων.
Ποιο το «άλλο», οπότε;
Άλλο της ύλης το πνεύμα. Ώστε πάλι, «άλλο» του κόσμου (μέσα στον κόσμο…) η ελευθερία μας!
Άμα θέλουμε βέβαια λέμε ότι, την άυλη τούτη ετερότητα, δεν παραδεχόμαστε, εμείς, ότι υφίσταται. Το ερώτημα που θα ανέκυπτε, πάνω σε μια τέτοια βάση, είναι «τι» επί τέλους υφίσταται. Διότι ως μόνη, εν τέλει, υπόσταση έτσι απομένει ο θάνατος. Δηλαδή, η απουσία υπόστασης.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο, συναφής, ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει παρά μόνη η ύλη απλώθηκε στη γη κατά την εποχή ειδικά της αφθονίας – ενώ παρέμενε (όχι άγνωστος, μα) απορριπτέος απ’ άκρου σ’ άκρο της πλάσης σ’ όλους τους αιώνες της έλλειψης.
Κι έτσι βέβαια η βία περιοριζόταν: Ως μόνο κίνητρο γι’ αυτήν ίσχυε η αρπαγή. Δεν χωρούσε πουθενά, ωστόσο, ως κίνητρο η… απουσία κινήτρου. Δηλαδή η απόπειρα σκέδασης του κενού, του οποίου η απειλή δεν ήταν μεν άγνωστη στον άνθρωπο της προηγούμενης εποχής, κατόρθωνε εκείνος όμως να τη συντρίβει. Ο ανθρωπολογικός τύπος – αντίθετα – της τωρινής εποχής είναι ο πρώτος ο οποίος «κατορθώνει» να σπαράσσεται από αυτήν.Πώς; Με το να έχει αφαιρέσει το νόημα από τον κόσμο του. Γεγονός που δεν θα μπορούσε παρά να είναι η ύστερη συνέπεια μιας πορείας αποφασισμένης περιθωριοποίησης (αν όχι εξοβελισμού) της θρησκευτικής πίστης.
Διότι, η διαγραφή πάσης θρησκευτικής πίστης σημαίνει άρνηση κάθε κατάφασης. Μια επιλογή, δηλαδή, η οποία ανάγει σε νόημα αυτή τούτη την άρνηση! Μετατρέπει οπότε απαξάπασες τις σχέσεις του ανθρώπου σε αντιθέσεις· τελικώς φυσικά σε αντιμαχίες.
(«Δεν κομίζουμε την άρνηση κάθε κατάφασης», θ’ αντιτείνουν εδώ οι αγγελιοφόροι της αποϊέρωσης: «Καταφάσκουμε, αντί του Θεού, στον ίδιο τον άνθρωπο.» Δηλαδή… αυτοθεωνόμαστε. Σα να μην ήταν αυτονόητο ότι θα προέκυπτε, έκτοτε, μια αντιζηλία μεταξύ των καινούργιων «θεών», η οποία επρόκειτο, αμέσως κατόπιν, να κλιμακωθεί σ’ αλληλοεξόντωση.)
Ενώ αφήνει κιόλας τον ίδιο αυτό άνθρωπο ν’ απορεί διαρκώς επειδή καταθλίβεται…
Και όμως: Οι θρησκείες (κατ’ αρχήν, ναι, όλες οι θρησκείες) αυτήν την ιδρυτική αποστολή επιτελούν: Να συμφιλιώσουν τον άνθρωπο με τον εαυτό του, με τον άλλο άνθρωπο και με τη φύση.
Πτώση του ανθρώπου είναι η απόσυρση από τον μύχιο ετούτο σκοπό. Είναι η ανειρήνευτη σχέση με τη συνείδησή του, η εχθροπαθής στάση προς τον διπλανό του, η αποτυχία ακρόασης του λόγου της φύσης.
Εν κατακλείδι, πτώση του ανθρώπου είναι βέβαια η επιθυμία σταύρωσης του άλλου ανθρώπου.
Μια επιθυμία για την οποία μόνο σήμερα (που έχουν, εν πολλοίς, ανακληθεί οι προφάσεις) καταλαβαίνουμε πόσο αναίτια προκύπτει, πόσο εύκολα – αν δεν βρει συνειδητές αντιστάσεις – διαδίδεται, πόσο εξοντωτικά αποτελέσματα επιφέρει.
«Αίας και Οδυσσέας» Φώτης Κόντογλου, 1935
Η ανόρθωση του πεπτωκότος ανθρώπου είναι άραγε εφικτή; Ιδού ένα ερώτημα απαιτητικό – ερώτημα, ενώπιον του οποίου η ανθρώπινη σοφία (κατά την κορύφωσή της, στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία) είχε παραιτηθεί από την ελπίδα διαπραγμάτευσης. Ένα ερώτημα στο οποίο μόνο, ο Ίδιος, ο ενσαρκωμένος Θεός ανέλαβε να προσκομίσει απάντηση.
Είναι η απάντηση που συνοψίζεται στην πυκνή έκφραση «θανάτω θάνατον πατήσας».
Κι είναι η απάντηση δια της οποίας μία ολόκληρη εκκλησιαστική διδασκαλία και πρακτική ανέλαβε, έκτοτε, να διαποιμάνει την ύπαρξη.
Μια απάντηση – μα, μια ασκητική κυριώτατα – που συνοψίζεται, πρώτα πρώτα, σε μια αποφασιστική προτροπή για μετάνοια. Δηλαδή, για υπέρβαση του εγωϊσμού μας, για παραδοχή ότι δεν έχουμε μόνο αδικηθεί αλλά έχουμε και αδικήσει, για βούληση εξουδετέρωσης επιτέλους των προσωπικών μας εμπαθειών και παθών.
(Με επίγνωση, μάλιστα, ότι δεν υπάρχουν πάθη τα οποία ζημιώνουν τάχα μόνο τον εαυτό μας: Κάθε εκδήλωση πάθους οικοδομεί έτι περαιτέρω έναν ελλειμματικό εαυτό, δηλαδή έναν εαυτό του οποίου η κενότητα θα «συμπυκνωθεί» αναπόφευκτα σε βιαιότητα εναντίον άλλων ανθρώπων.)
Αντιμετώπιση των παθών, η οποία (ας διακρίνουμε) δεν σημαίνει ακριβώς εκρίζωση της δυναμικής από την οποία εκπορεύονται – σημαίνει εμφατικώτερα μεταμόρφωσή τους σε ορμή κατάφασης στη ζωή και στο νόημα. Αποκατάσταση δηλαδή του βαθύτερου «είναι» μας στην πραγματική του εκδοχή και ταυτότητα.
Ένα ακόμα τολμηρότερο βήμα παραπέρα, «θανάτω» κατάργηση του «θανάτου» σημαίνει βούληση συν-χωρήσεως. Δηλαδή σημαίνει εκούσια, εκ μέρους μου, ανάληψη του σταυρού που (καταμεσής ενός πελάγους αγνοίας του) μου επιφυλάσσει ο άλλος.
Είναι η επιλογή ενώπιον της οποίας, φυσικά, υποχωρεί – ή και αποχωρεί – φοβισμένος ο κόσμος. Διότι είναι μια επιλογή που αντιστρατεύεται την ίδια την (πεπτωκυΐα του, σήμερα) φύση. Είναι όμως η μόνη επιλογή δια της οποίας εν τέλει ξεπερνάται «το» πρόβλημα: Το α ν υ π έ ρ β λ η τ ο – καθ’ όλους τους υπόλοιπους δρόμους – πρόβλημα της εξάπλωσης ή του πολλαπλασιασμού του κακού.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, εξ άλλου, είναι η οδός εκείνη της οποίας διάνοιξη ανέλαβε, αυτοπροσώπως, ο ίδιος ο Υιός του Θεού.
Πρόκειται σήμερα για μια οδό η οποία μοιάζει διαγεγραμμένη από τα ενδεχόμενα της γήινης βιοτής. Είναι τούτος ένας λόγος όμως για να συνειδητοποιήσουμε, ίσα ίσα, τι τεράστιο πνευματικό κεφάλαιο προϋπέθετε εκείνη η απίστευτη υιοθέτησή της από τους χριστιανούς των αιώνων του μαρτυρίου – αλλά και από τους χριστιανούς όλων, μετέπειτα, των αιώνων τούς οποίους διδαχθήκαμε μέσ’ στα σχολειά μας να τους προπηλακίζουμε ως, δήθεν, «σκοτεινούς» και… οπισθόδρομους. Είναι επιπλέον ένας λόγος αυτός για να υποψιαστούμε, με τη σειρά μας, πάνω σε ποιά ακριβώς διλήμματα διακυβεύεται το (εκάστοτε) μέλλον της πορείας της πλάσης.
Μπορεί όποιος θέλει, «ευλόγως», την επιλογή τούτη να την απορρίψει – είτε ως τρόπο ζωής, είτε ακόμα κι ως θεωρητική έστω παραδοχή: Ως αλήθεια.
Θα έχει χάσει περαιτέρω τη δυνατότητα, ωστόσο, να εξηγήσει ο ίδιος τη βιοτή του. Ενώ η Ιστορία ολόκληρη, γύρω του, θα βαίνει εξ άπαντος ως μία ιστορία απωλείας.
Η πικρή αλήθεια του κόσμου μας, λέω, είναι πως η σταύρωση του Χριστού συμπυκνώνει, στο πρόσωπο του Θεού μας, την ανάληψη της απειλής εκείνης η οποία αφορά κάθε μια διασταύρωση των βημάτων μεταξύ δύο – οποιωνδήποτε – από εμάς των ανθρώπων.
Κι η λυτρωτική αγγελία στον κόσμο μας είναι πως θανάτω, ναι, ο θάνατος είναι δυνατόν και να θανατώνεται.
281