You are currently viewing Γ. Θ. Πρίντζιπας:  Διπλωματικές  δράσεις  της Επανάστασης.   

Γ. Θ. Πρίντζιπας:  Διπλωματικές  δράσεις  της Επανάστασης.  

  Δεν είχε εδραιωθεί ακόμη  η Επανάσταση κι οι Έλληνες ζούσαν με την πεποίθηση ότι είχαν πια συγκροτήσει κράτος . Αυτό φαίνεται καθαρά από τις άκρως πολιτικές πράξεις  στις οποίες προέβησαν, τη σύσταση των τοπικών πολιτευμάτων, της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, της Ανατολικής  Χέρσου Ελλάδος και της Πελοποννησιακής  Γερουσίας και περισσότερο βέβαια με το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου (1822).

Η πεποίθηση αυτή τους οδήγησε σε πράξεις ουσιαστικά κυβερνητικές και όχι επαναστατικές , όπως δηλαδή  η σύνταξη Πολιτευμάτων  και νόμων.  Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και πράξεις  διπλωματικές με σκοπό την πληροφόρηση των ξένων κυβερνήσεων περί της ηθικής  πλευράς του Αγώνα  και τη βοήθεια στην Επαναστατημένη Ελλάδα . Στο πρώτο μέρος βασικός στόχος τους ήταν να πείσουν τις ξένες κυβερνήσεις – και κυρίως την Ιερά Συμμαχία- ότι ο αγώνας των Ελλήνων δεν είχε καμιά σχέση με  καρμποναρική ή Γαριβαλδική εξέγερση, αλλά ήταν αγώνας εθνικός, με σκοπό την ελευθερία ενός λαού δυναστευομένου από άλλο βάρβαρο αλλόθρησκο λαό. Στο δεύτερο μέρος να δημιουργήσουν συμμαχίες βοήθειας ή διευκόλυνσης του Αγώνα.


Στον τομέα αυτόν είναι δεσπόζουσας σημασίας  δύο διπλωματικές αποστολές, τις οποίες εμπιστεύθηκε το Εκτελεστικό σε εκκλησιαστικά πρόσωπα . Πρόσωπα κατάλληλα για την συγκεκριμένη αποστολή. Πρόκειται για τον επίσκοπο Π. Πατρών Γερμανό, ο οποίος είχε δραστηριοποιηθεί στον πολιτικό τομέα του Αγώνα, και τον επίσκοπο  Ευδοκιάδος Γρηγόριο.

 

Λεπτομέρειες θα δούμε εφεξής:

 

Α.  Διπλωματική ενέργεια  του Π. Πατρών Γερμανού.

 

Είναι γνωστό ότι ένα από τα σοβαρά προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η Επανάσταση ήταν η μη αναγνώρισή της από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.  Επίσης σημαντικό ζήτημα ήταν η μη συμμετοχή στον Αγώνα των Ελλήνων καθολικών  που έφτανε τα όρια της συνεργασίας με τους Τούρκους. Για το θέμα γράφει ο Σπυρίδων Τρικούπης  «Η υπέρ της ελευθερίας φωνή αντήχησε καθ’ όλας τας Κυκλάδας και πολλάς των Σποράδων . Μόναι  αι καρδίαι των του δυτικού δόγματος Ελλήνων  εκώφευσαν». Και  γράφει επίσης ότι 11.000 στα νησιά του Αιγαίου, Τήνο, Σύρο , Νάξο, Σαντορίνη, εκτός ολίγων,  πήραν ανοιχτά θέση υπέρ των Τούρκων, μάλιστα ότι πανηγύρισαν τη  σφαγή της Χίου. Είναι γνωστό βέβαια ότι είχαν προστασία από τις διομολογήσεις, ήταν δηλαδή υπό την προστασία της Γαλλίας. Καθεστώς που δεν ήθελαν να απολέσουν. Και επειδή οι Καθολικοί αρνήθηκαν να καταβάλουν φόρο στις επαναστατικές κυβερνήσεις, ο υπουργός εσωτερικών, ο Παπαφλέσσας,  έστειλε εγκύκλιο στους Έλληνες καθολικούς, στις 9   Ιουνίου 1823, στην οποία τονίζει ότι υπάρχουν πολλά  έθνη που συνίστανται από πολίτες διαφόρων δογμάτων, και έφερε παράδειγμα τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, αλλά αυτή η διαφορά δεν διαταράσσει τη σχέση τους με το έθνος τους.  Και συνεχίζει  «Και σεις οι χριστιανοί της δυτικής Εκκλησίας, όσοι είσθε γεννημένοι εις την Ελλάδα, είσθε αχώριστοι  από το Έθνος μας. Εάν εκατηχήθητε από ιερείς της δυτικής Εκκλησίας  επαύσατε  να είσθε του αυτού έθνους από τους όσοι εκατηχήθησαν από ιερείς της ανατολικής Εκκλησίας; Μη γένοιτο ! Άλλο εθνισμός άλλο θρησκεία. Και σεις είσθε Έλληνες και υπόκεισθε εις τα αυτά εθνικά χρέη και εις τα αυτά εθνικά δικαιώματα».  Εντύπωση προκαλεί η ήπια γλώσσα που χρησιμοποιεί ο αψίκορος Παπαφλέσσας.

   Η αντίθεση αυτή πήρε μάλιστα και ένοπλη μορφή, όταν πρόσφυγες από τη Χίο, τα Ψαρά, τις Κυδωνίες, έφτασαν στη Σύρο και αντιμετωπίστηκαν δια των όπλων από τους καθολικούς. Το ίδιο έγινε και στην Τήνο.
Τότε οι πολιτικοί ηγέτες της Επανάστασης κατάλαβαν ότι το πρόβλημα θα λυνόταν αν προσέγγιζαν τον Πάπα, προκειμένου αυτός  να αναγνωρίσει την Επανάσταση και ως εκ τούτου να βοηθήσει στην αναγνώρισή της από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Μην ξεχνάμε ότι στην Ευρώπη η Επανάσταση συνέχιζε να θεωρείται ως επικίνδυνη για το status quo  εκτροπή και οι Έλληνες ως τρομοκράτες καρμποναρικοί  ή αναρχικοί   Γαριβαλδινοί.  Παράλληλα οι Έλληνες περίμεναν ότι η  αλλαγή πολιτικής από το Βατικανό θα προκαλούσε και την αλλαγή συμπεριφοράς των Ελλήνων καθολικών. Έτσι στα μέσα του 1822 έφθασε στην Ελλάδα η είδηση για τη σύγκληση του Συνεδρίου στη Βερόνα, το οποίο θα συζητούσε και την ελληνική υπόθεση. Κυρίαρχο ρόλο στο Συνέδριο έπαιζε το Βατικανό. Έτσι αποφασίστηκε η αποστολή αντιπροσώπων, ώστε να ανατραπεί το κλίμα και να γίνει μια πρώτη προσέγγιση με τον πάπα. Αντιπρόσωποι ήταν ο Ανδρέας Μεταξάς και ο Ν. Πίκολος. Γίνεται προετοιμασία της αποστολής, στέλνονται έγγραφα, ο ίδιος ο Μεταξάς έστειλε υπόμνημα με διατύπωση εξαιρετικά προσεγμένη, αλλά η υπόθεση σκόνταψε στο μέχρι πού ήταν διατεθειμένη η επαναστατική κυβέρνηση να φθάσει τις σχέσεις με το Βατικανό, εννοώντας την καθαρά εκκλησιαστική πλευρά του ζητήματος, δηλαδή την διαμόρφωση των σχέσεων ορθόδοξης Ελλάδας και Ρωμαιοκαθολικισμού.  Απάντηση σ’ αυτό το αίτημα δεν μπορούσαν να δώσουν ούτε ο Ανδρέας Μεταξάς ούτε ο συνταγματάρχης Ζουρνταίν που στο μεταξύ είχε αντικαταστήσει τον Ν. Πίκολο.
Μετά από πολλές συζητήσεις και ενώ  έγινε προσπάθεια σύναψης σχέσεων και με τους Ιωαννίτες Ιππότες, αποφασίστηκε να σταλεί στο Βατικανό εκκλησιαστικός άντρας που θα μπορούσε να χειρισθεί την υπόθεση. Έτσι εστάλη ο Π. Πατρών Γερμανός με βοηθό τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη , γιό του Πετρόμπεη, τον επιλεγόμενο μπεηζαντέ, που θα γινόταν ο δολοφόνος του Καποδίστρια. Στον Γερμανό δόθηκαν και εντολές. Ποιες είναι αυτές δεν δημοσιεύθηκαν ποτέ… Όταν έφτασε στην Αγκόνα ο Γερμανός (14- 15 Δεκεμβρίου 1822) φρόντισε να έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους του Βατικανού και με τον καρδινάλιο Κονσάλβι, γραμματέα του παπικού κράτους.


Ο Γερμανός του επιδίδει επιστολή στην οποία, με έξυπνο διπλωματικό τρόπο, ζητά να συναντηθεί με τον πάπα Πίο τον Ζ΄ για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του ελληνικού έθνους και να προσπέσει εις τους πόδας του για όσα έκανε για την περίθαλψη των προσφύγων  που κατέφυγαν στην παπική επικράτεια. Η εντολή όμως που είχε λάβει δεν ήταν αυτή. Στην επιστολή του δεν ανέφερε τίποτα περί αυτών. Διεδόθη όμως και η διάδοση έφτασε στον Πάπα ότι ο έλληνας ιεράρχης είχε σκοπό να «εισέλθη εις διαπραγματεύσεις με την Α. Αγιότητα για την θρησκεία».  Tι σκοπό είχε ο Γερμανός ; Με πρόφαση για συζήτηση για κάποια ένωση να θέσει και το εθνικό ζήτημα; Υπερέβη την εντολή που πήρε ή ήταν σε γνώση και η κυβέρνηση και του είχε δώσει κάποιες άγραφες εντολές;

  Για το θέμα έχουμε τις γνώμες  του Ν. Σπηλιάδη, που είναι καλά πληροφορημένος, και του επίσης καλά πληροφορημένου Σπ. Τρικούπη. Και οι δύο υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση – ο Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης κυρίως- έδωσαν εντολή στο Γερμανό να συζητήσει και το θέμα της ένωσης της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας με την Καθολική. Όπως λένε και οι δύο υπό την εντολή αυτήν κρυβόταν ένας πολιτικός σκοπός. Να εννοήσουν οι Ευρωπαίοι ότι οι Έλληνες δεν ελπίζουν μόνο στους Ρώσους.

      Η υπόθεση αυτή δεν προχώρησε. Και αυτό οφείλεται στον Γερμανό, ο οποίος διαπίστωσε ότι το ελληνικό αίτημα θα γινόταν αποδεκτό στο Βατικανό στην εκκλησιαστική του βάση. Δηλαδή ως αίτημα υποταγής της Εκκλησίας στον παπικό θρόνο. Γι’ αυτό με μια αδικαιολόγητη αναβλητικότητα απέφυγε να μεταβεί στη Ρώμη, όπως του ζητούσε ο καρδινάλιος Κονσάλβι. Ο Γερμανός και στην αποστολή αυτή δεν έπαυε να είναι ορθόδοξος ιεράρχης, ο  πλέον πεπαιδευμένος μάλιστα στην επαναστατημένη Ελλάδα. Γνώριζε σε ποια περιπέτεια θα έπεφτε η ελληνική Εκκλησία και επίσης ότι το ζήτημα της ενώσεως με την καθολική Εκκλησία θα προκαλούσε μεγάλη αντίδραση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες.  Παράλληλα απέκρυψε από τον Μαυροκορδάτο και τον Νέγρη- ανθρώπους αδιάφορους εκκλησιαστικά- την πραγματική αιτία της κωλυσιεργίας του αποδίδοντας αυτήν στο γήρας του Πάπα και στην ασθένεια – μη πραγματική- του καρδινάλιου. Έτσι ο Γερμανός επέστρεψε άπρακτος . Ωστόσο κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία είχε συζητήσεις πολύ εποικοδομητικές με τον Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο και τον Ιωάννη Καποδίστρια και άλλους.

  Αυτές οι συζητήσεις δεν είχαν καμιά επίδραση στην εξέλιξη του Αγώνα, διότι ο Γερμανός επιστρέψας στην Πελοπόννησο μπλέχτηκε στη δίνη του εμφυλίου και βρέθηκε αιχμάλωτος του Γκούρα.  Οι κακουχίες αυτής της αιχμαλωσίας επέφεραν και τον πρόωρο θάνατό του.

 

Β ΄ Διπλωματική αποστολή Ευδοκιάδος Γρηγορίου

 Πρωταγωνιστής αυτή την φορά ήταν ο Ευδοκιάδος Γρηγόριος  Δενδρινός. Είχε γεννηθεί στην Ιθάκη το 1767 και μαθήτευσε στην  περίφημη τότε Αθωνιάδα  με σχολάρχη τον Ευγένιο Βούλγαρη. Λεπτομέρειες δεν γνωρίζουμε για την εκπαίδευσή του , αλλά γνωρίζουμε ότι ήταν από  τους πλέον ευπαίδευτους Ιεράρχες  στην εποχή του. Επίσης γνωρίζουμε ότι ήξερε καλά , εκτός από τα τουρκικά, γαλλικά και αραβικά.

   Χειροτονήθηκε επίσκοπος Ευδοκιάδος το 1808,  ως βοηθός του μητροπολίτη Χίου από τον τότε πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄. Το 1811 ο Οικουμενικός Πατριάρχης,  που γνώριζε την μόρφωσή του, τον έκανε αρχιερατικό προϊστάμενο  στο Μέγα Ρεύμα του Βοσπόρου και ο Γρηγόριος ο Ε΄ τον χρησιμοποίησε σε πολλές αποστολές, ιδίως στους Άραβες,  λόγω της γλωσσομάθειάς του . Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, ήταν στην Κωνσταντινούπολη και έγινε μάρτυρας των σφαγών και των εκτελέσεων του Πατριάρχη, των μητροπολιτών και των ομογενών. Μέσα στην φοβερή ατμόσφαιρα φόνων και διωγμών κατάφερε να βρει τρόπο να διαφύγει και να έλθει στον Μοριά. Αμέσως συνδέθηκε με την ηγεσία της Επανάστασης και πρώτα με τον Παπαφλέσσα, τον οποίο πρέπει να γνώριζε, αλλά και με τον Κολοκοτρώνη και τον Υψηλάντη, τον οποίο επίσης γνώριζε. Και αυτοί γνωρίζανε τα προσόντα του . Γι’ αυτό  κλήθηκε από το Εκτελεστικό να συνδράμει τον Αγώνα προσφέροντας την πολύτιμη εκκλησιαστική του πείρα και τη γλωσσομάθειά του. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες , αλλά για να του αναθέσει το Εκτελεστικό  την αποστολή που θα πούμε παρακάτω  πρέπει να είχε δείγματα των ικανοτήτων του.
Το 1824 είχε έρθει στην έδρα της επαναστατικής κυβέρνησης  η πληροφορία ότι οι υπόδουλοι στους Οθωμανούς Λιβανέζοι ζητούσαν τη βοήθεια των Ελλήνων να προχωρήσουν στη δική τους επανάσταση, παραδειγματισθέντες από αυτούς. Αποφασίσθηκε λοιπόν να στείλουν άνθρωπο ο οποίος θα ερχόταν σε επαφή με τους Λιβανέζους, για να τους ενημερώσει για την οργάνωση ενός τέτοιου αγώνα και να τους βοηθήσει να επαναστατήσουν.  Για λόγους αντιπερισπασμού ενδιέφερε πολύ την ελληνική πλευρά η επανάσταση των Λιβανέζων.

   Η υπόθεση ήταν δύσκολη και λεπτή. Με πρόταση του μινίστρου της Θρησκείας Δαμαλών Ιωνά , ανατέθηκε στον Ευδοκιάδος Γρηγόριο , για τον οποίο γνώριζαν ότι είχε χειρισθεί παρόμοια θέματα στο χώρο των Αράβων , ως επίσκοπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έγινε η σχετική προετοιμασία της αποστολής του με επιστολές που έστειλε ο Δαμαλών Ιωνάς   σε εκκλησιαστικά πρόσωπα του Πατριαρχείου Αντιοχείας και το 1825 ο Γρηγόριος  έφυγε για τη Συρία.

     Ο πρώτος με τον οποίο ήλθε σε επαφή ήταν ο Εμίρης των Δρούζων Μπερίρ Σεχάμπε που έδειχνε τάσεις για ανεξαρτησία από τους Οθωμανούς. Οι Δρούζοι είναι λαός αραβικός, μουσουλμανικός με πολλές δοξασίες παρμένες από το χριστιανισμό, τον ιουδαϊσμό, απόψεις φυσιολατρίας. Στην ουσία ήταν υπόδουλοι στην οθωμανική αυτοκρατορία που ήθελε να τους απορροφήσει. Στη συνέχεια στράφηκε στους χριστιανούς της Συρίας και του Λιβάνου . Η υπόθεση τελικά δεν προχώρησε. Οι Δρούζοι έδειξαν απρόθυμοι να φθάσουν σε ρήξη με την πανίσχυροι Οθωμανική αυτοκρατορία. Και η αποστολή αυτή έμεινε χωρίς αποτέλεσμα.

    Η αποστολή του  φαίνεται ότι προδόθηκε, συνελήφθη  στο Χαλέπι και οδηγήθηκε τελικά στην Αίγυπτο ως δέσμιος του  και έγινε εργάτης του Μεχμέτ Αλή. Ελευθερώθηκε μετά την ήττα των Αιγυπτίων στο Ναυαρίνο, επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από ενέργειες του Κόδριγκτον, ακολούθως το 1833 έγινε επίσκοπος Αιγιαλείας και το 1842 μετετέθη στην επισκοπή Πατρών. Πέθανε το 1852 σε βαθειά γεράματα ως πρώην Πατρών

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.