You are currently viewing Δάφνη Μπιτζάρου: Ο καλόγερος του Monte Cassino (μέρος 4ο)

Δάφνη Μπιτζάρου: Ο καλόγερος του Monte Cassino (μέρος 4ο)

Στα 3 προηγούμενα:

Ο καλόγερος φεύγει από το μοναστήρι των Βενεδικτίνων μοναχών στο Monte Cassino, νότια της Ρώμης με πορεία προς την Κωνσταντινούπολη όπου θα δώσει ένα χειρόγραφο με το έργο του Πλάτωνα «Ευθύφρων» και θα αντιγράψει ένα άλλο. Το πρώτο μέρος της διαδρομής του είναι η πορεία του προς τη Βενετία από όπου θα πάρει όποιο καράβι βρει για την Πόλη.

Το χειρόγραφο που κουβαλά τον στοιχειώνει με τις αναφορές του στη δικαιοσύνη και τη θεϊκή βούληση σε αντιδιαστολή με την πενία και τη νηστεία που επιβάλει το τάγμα του. Ο μοναχός συνεχίζει το θαλάσσιο ταξίδι του προς την Κωνσταντινούπολη.

Το καράβι αφού πέσει στα χέρια πειρατών τελικά σώζεται λεηλατημένο και συνεχίζει την πορεία του προς τη Βασιλεύουσα. Ό μοναχός φτάνει στη Μονή του Στουδίου, όπου παραδίδει το χειρόγραφό του και ζητά να αντιγράψει το έργο «Κύριαι Δόξαι» του Επίκουρου.

Εικόνα 13 Αντιγραφέας Χειρογράφων, Μονή Βλατάδων, Άγιο Όρος

Πηγή: ttps://www.vimaorthodoxias.gr/nea/moni-vlatadon-oi-krymmenoi-thisayroi-kai-o-kodikas-587-foto-amp-vinteo/

 

Η ώρα του δείπνου είχε φτάσει. Έσφιξε τη ζώνη του γερά γύρω από τα κουρέλια του ράσου του και προχώρησε σιωπηλός με το κεφάλι κατεβασμένο, τα μάτια καρφωμένα στη γη, κι ετοιμάστηκε να ενδώσει στην αμαρτία της τροφής, μόνο και μόνο σαν το αναγκαίο κακό για να μπορέσει αύριο να έχει δυνάμεις ώστε να αρχίσει να γράφει.

Ζεστή σούπα που θεράπευσε τη δίνη του ταξιδιού, τις εκτροπές της σκέψης και έφερε το αποκάρωμα της λήθης. Το ψάθινο στρώμα και το κρεβάτι στο καθαρό κελί του έδωσαν ασφάλεια κι έναν ύπνο βαθύ χωρίς όνειρα και φόβους, ερωτήματα και πάθη. Το πρωί, η ζωή ήταν αλλιώς.  Η αντιγραφή ορισμένη, το χειρόγραφο τον περίμενε να αντιγράψει ξανά, το υπόλοιπο μισό του ταξιδιού ξεκινούσε εδώ, από εδώ θα άρχιζε και η επιστροφή, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.

Πρώτα οδηγήθηκε στο εργαστήρι της περγαμηνής και είδε καλόγερους στη σειρά να επεξεργάζονται φίνα δέρματα και να παράγουν άσπρη κατάλευκη περγαμηνή, χωρίς ψεγάδια, τρύπες και χοντρέματα. Περγαμηνές της πρώτης ποιότητας φτιαγμένες για τους κώδικες του αυτοκράτορα προορισμένες να πλουμιστούν με θαυμαστές μικρογραφίες και περίτεχνα πρωτογράμματα. Για ξακουστά έργα και χειρόγραφα που παράγγελνε η αυτοκρατορική βιβλιοθήκη και κρατούσε και το ίδιο το μοναστήρι για τη δική του φύλαξη και την ξακουστή βιβλιοθήκη του. Είδε στιβαγμένα μακριά δέρματα να περιμένουν για επεξεργασία και τους καλογέρους να τ’ αναποδογυρίζουν για να στεγνώνουν στον αέρα. Σωριασμένα εκεί από την άνοιξη που ο κόσμος έτρωγε ξανά περισσότερο κρέας για το Πάσχα, μάζευαν τα δέρματα και τους ασκούς των νεογνών της κατσίκας για να τα κάνουν περγαμηνές με διάκοσμους και κείμενα του θεού και θέ μου σχώρα με και του διαβόλου, σαν τον αρχαίο που έφερε μαζί του.

Είδε ανάκατους σωρούς από δέρματα και καλογέρους να μοχθούν πάνω σε κιτρινωπές διφθέρες ακατέργαστες ακόμα, αυτές που θάδιναν τη δεύτερη ποιότητα της περγαμηνής και που προορίζονταν για λιγότερο σπουδαία έργα, χωρίς πολλές μικρογραφίες και περίτεχνα πρωτογράμματα. Κώδικες ανταλλαγής και κώδικες παραγγελμένοι από φτωχότερους ηγεμόνες και λογίους.  Τέτοια περγαμηνή είχαν στην πατρίδα του, πιο κίτρινη, πιο χοντρή μα πιο φτηνή. Γύρισε στην πολύχρωμη πραγματικότητα που τον περιτριγύριζε και θαύμασε.

Σωστό, πολύβουο εργαστήρι που μαρτυρούσε τεχνικές και γνώσεις βυρσοδεψίας και γραφής μαζί, χημείας και μελανιών και αισθητικής και όγκου των χειρογράφων και τέχνης άφταστης και ομορφιάς. Πάλι αυτή η ομορφιά! κάτι τον τσίμπησε μέσα του, μα γρήγορα σα νάπεσε σε ρουφήχτρα, το εργαστήρι τον στροβίλισε μέσα στον κόσμο του. Εδώ ηχούσε ένας άλλος κόσμος, ένας κόσμος που μέσα στην άφταστη τέχνη του μετρούσε προσεχτικά τις ποσότητες της παραγωγής, το κόστος, τις παραγγελίες και τους χρόνους παράδοσης, ένας κόσμος που ήξερε την εμπορική ανάγκη και τα κόστη, τη δύναμη του την ίδια και την αξία του! Όλα σωστά ζυγιασμένα σε μεγέθη που δε διανοήθηκε ποτέ.

Στην άκρη τούτου του μικρόκοσμου, ένας καλόγερος έξυνε προσεχτικά έναν ήδη γραμμένο κώδικα και δημιουργούσε νέο στρώμα για να ξαναγραφτεί με νέο κείμενο, παλίμψηστο, τεχνική που ήξερε καλά από το μοναστήρι του. Άχρηστο του είπαν, το έχουμε ξανά και το αγοράσαμε φτηνά για να ξαναχρησιμοποιήσουμε την περγαμηνή. Έλα του είπαν να δεις και κάτι άλλο.

Μεγάλα τελάρα στέγνωναν λεπτές στρώσεις από έναν ασπριδερό πολτό όλο γλίτσα και υγρασία. Λόφοι από στιβαγμένα κουρέλια στην άκρη και νερά σε μεγάλα μαστέλα μαρτυρούσαν την προέλευσή του. Στα τελευταία τελάρα απλωμένο ένα υπόλευκο κιτρινωπό πορώδες υλικό έτοιμο για γράψιμο. Άγνωρο! Χαρτί του είπαν και κείνος στράφηκε αδιάφορος προς τα δεξιά. 

Εικόνα 14 Κατασκευή χαρτιού

Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/χαρτί

 

Τον τράβηξαν στο φωτεινό δωμάτιο που γινόταν η αντιγραφή και θαύμασε το χωρισμένο χώρο που μέσα στο ζεστό φως του ήλιου φάνταζε φιλόξενος, δοξαστικός και γαλήνιος. Δεν υπήρχε αίσθηση του πόνου και του μόχθου αλλά η χαρά της δημιουργίας και η χαμηλή ψαλμωδία, σαν μακρόσυρτο τραγούδι συνόδευε τη δουλειά, έσπρωχνε το γράψιμο σε γραμμές και στίχους και μετρούσε την παραγωγή και τις σελίδες. Εδώ επιτέλους μπορούσε να σταθεί και να θαυμάσει, να ζήσει εδώ μέσα και να βρει τον προορισμό του. Χορτασμένος από το προηγούμενο βράδυ ένοιωσε καλύτερα. Φιλικές ματιές και ένα σίγουρο χέρι του έγνεψε να καθίσει. Θέση όμορφη, δίπλα στο φως και στη ζεστασιά του ήλιου. Ο κόσμος γύρω του φάνταξε πραγματικός και ταχτοποιήθηκε στη δουλειά. Κοίταξε την άδεια λευκή περγαμηνή και με τρεμάμενο χέρι άρχισε να χαρακώνει ξύνοντας ελαφρά τις πρώτες αόρατες γραμμές που θα οδηγούσαν το χέρι του σε ίσιες σειρές.  Με προσοχή απλώνει τις πρώτες αράδες, μικρά μαύρα σημάδια που δεν καταλαβαίνει, τουλάχιστον όχι όλα. Πιστός στο καθήκον πιάστηκε μέχρι το φως του ήλιου ν’ ανέβει ψηλά και ν’ αρχίσει να κατεβαίνει ξανά προς τη δύση και τότε ο χτύπος του σήμαντρου, τον ξύπνησε από το λήθαργο και του θύμισε την κρυφή απόλαυση της προηγούμενης μέρας. Αυτή τη φορά, ρίχτηκε στο φαϊ χωρίς δισταγμούς και ενοχές. Το στομάχι του είχε γίνει ένα με το μοναστήρι.

Έφαγε και ήπιε, η ζωή ξαναστάθηκε στα πόδια της. Στις μέρες που ακολούθησαν άρχισε να κοιτάει γύρω του και για πρώτη φορά να ακούει τις ψαλμωδίες και το μακρόσυρτο μουρμούρισμα που έμοιαζε με νερό που κυλάει στο ποτάμι. Ξαναγύρισε στο γράψιμο και τότε πρόσεξε πως ο Πρωτοκαλλιγράφος μοναχός τον κοίταζε επίμονα και περνούσε τακτικά πάνω από το κεφάλι του και κοίταζε το χειρόγραφό του. Ανησύχησε, μετά φοβήθηκε. Ο Πρωτοκαλλιγράφος είχε την εξουσία και τον πρώτο λόγο στην παραγωγή των χειρογράφων. Έλεγχε τις ίσιες γραμμές, την ομοιομορφία των σειρών, τα γράμματα, την ορθότητα των συντομογραφιών, την ομορφιά των γραμμάτων, την παραγωγή. Κοίταζε για ξεχασμένες γραμμές και τσαλακωμένες άκρες, θολές μικρογραφίες και τρύπες στις περγαμηνές. Όριζε τιμωρίες με γονυκλισίες και προσευχές και νηστείες και έδιωχνε στους κήπους όποιον αδέξιο δεν μπορούσε να συνετίσει!

Το βλοσυρό βλέμμα του δεν άφηνε αμφιβολία. Τον έλεγχε! Ο καλόγερος ξανάσκυψε με τρόμο στο χειρόγραφο. Το κείμενο μπροστά του θόλωσε. Ξανακοίταξε με φόβο το πρωτότυπο και έψαξε για λάθη. Ο νους του γέμισε ποινές και τιμωρία και μαστίγωμα με το φραγγέλιο, πείνα και μελανιασμένα γόνατα από την προσευχή στο κρύο πλακόστρωτο της εκκλησίας. «Τίποτα παραπάνω από τα συνηθισμένα» είπε μέσα του. Μια δυο λέξεις αλλαγμένες για την ευσέβεια που απαιτούσε η εκκλησία και ο χριστιανικός του κόσμος. Διόρθωνε τους αρχαίους να μοιάσουν του Χριστού, δίνοντάς τους μια ευκαιρία να εξιλεωθούν. Τι κι αν μια λέξη έφτανε για να αλλάξει το αμαρτωλό και ασεβές τους παρελθόν, μια και γεννήθηκαν άγνωροι πριν τη γέννηση του Χριστού και τη φώτιση του κόσμου. Μικρές διορθωτικές παρεμβάσεις που ομόρφαιναν τη σκέψη τους:

Διάβασε: Όρος του μεγέθους των ηδονών η παντός του αλγούντος υπεξαίρεσις. [το όριο του μεγέθους των ηδονών είναι η εξάλειψη του κάθε πόνου]

Αντέγραψε: Όρος του μεγέθους των αντοχών η παντός του αλγούντος υπεξαίρεσις. [το όριο του μεγέθους των αντοχών είναι η εξάλειψη του κάθε πόνου]

Άλλωστε τι ιδέα κι αυτή να μιλάει για ηδονές! Τι απρέπεια, τι αμαρτία ακόμα και να το σκέφτεται και να το γράφει. Συνέχισε ησυχασμένος για την ορθότητα και το δίκαιο των αποφάσεών του και τόλμησε να κοιτάξει από το φωτεινό παράθυρο τον ολάνθιστο κήπο του μοναστηριού. Μια ηδονή κι αυτή η θέα, αλλά δεν τη σκέφτηκε έτσι. Είπε, δοξαστική προς το θεό μου αυτή η ομορφιά κι αναρωτήθηκε γιατί δεν την είδε τόσα χρόνια στο Monte Cassino. Είχε κι εκεί ηλιόφωτες μέρες και κήπους και άγρια ομορφιά. Ας είναι! Αυτό το αμαρτωλό χειρόγραφο θα τον στείλει στην κόλαση.

Συνέχισε να αντιγράφει και να διορθώνει, να μετράει γραμμές και στίχους. Να λογαριάζει το χώρο και τα γράμματα. Έδιωξε από τη σκέψη του το απειλητικό βλέμμα του ελεγκτή και συνέχισε αθόρυβα τη δουλειά του.

Διάβασε: ὅπου δ΄ ἂν τὸ ἡδόμενον ἐνῇ͵ καθ΄ ὃν ἂν χρόνον ᾖ͵ οὐκ ἔστι τὸ ἀλγοῦν ἢ λυπούμενον ἢ τὸ συναμφότερον. [όπου και για όσο χρόνο υπάρχει η ηδονή, δεν υπάρχει ο πόνος ή η λύπη ή και τα δυο μαζί]

Αντέγραψε: ὅπου δ΄ ἂν τὸ προσευχόμενον ἐνῇ͵ καθ΄ ὃν ἂν χρόνον ᾖ͵ οὐκ ἔστι τὸ ἀλγοῦν ἢ λυπούμενον ἢ τὸ συναμφότερον. [όπου και για όσο χρόνο υπάρχει η προσευχή, δεν υπάρχει ο πόνος ή η λύπη ή και τα δυο μαζί]

Αυτό πια είναι τέλειο, σκέφτεται. Η προσευχή καθαγιάζει, απαλύνει τον πόνο και τη λύπη, αυτή είναι το ηδόμενο, άσε την ευχαρίστηση στην αμαρτία των αρχαίων. Νοιώθει περήφανος που υπηρετεί το θεό του και ησυχασμένος συνεχίζει.

Ξαφνικά, ο θυμωμένος πια Πρωτοκαλλιγράφος τον αρπάζει από το κουρελιασμένο ράσο και φωνάζει για τις παραφθορές του χειρογράφου, για την «αμαρτία»  της αλλοίωσης της αλήθειας, για την καταστροφή της ποιότητας του έργου και την οικονομική ζημιά που κάνει στο μοναστήρι που πουλά και ανταλλάσσει τους κώδικες.

Εικόνα 15 Ο πρωτοκαλλιγράφος

Πηγή: Χειρόγραφα Εθνικής Βιβλιοθήκης

Φωνάζει και ωρύεται ο Πρωτοκαλλιγράφος: «έχεις ξεπεράσει κάθε κανόνα και κάθε ανοχή. «Πρώτα διορθώνεις το χειρόγραφο! όπως είναι και όπως πρέπει να είναι!» τον προστάζει. «Μετά 100 γονυκλισίες να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σου. Και τέλος, ήρθε η ώρα να διαβάσεις και να καταλάβεις τι λένε αυτά που γράφεις και να σταματήσεις τη δουλειά του διαβόλου που υπηρετείς.  Αρχίζεις από απόψε, μετά το δείπνο πας στη βιβλιοθήκη!»

 Το ταρακούνημα τον έριξε στα τάρταρα και λούφαξε. Έπιασε να ξύνει με το καλάμι την περγαμηνή, προσεχτικά να μην την τρυπήσει και να διορθώσει όλες τις λέξεις που άλλαξε, κυρίως αυτή τη λέξη «ηδονή» που έμοιαζε να είναι σε κάθε στίχο του κειμένου. Τι μανία! Με πόσο πόνο ψυχής, διόρθωσε τα σβησμένα, κι είχε κάνει τόσο κόπο να τα βρει και να τα γράψει, να μη φαίνονται οι αλλαγές, να μην καταλάβει κανείς ότι κάτι άλλο υπήρχε εκεί. Ξαναβούλιαξε για το υπόλοιπο της μέρας στα διορθώματα, στον εσπερινό μέτρησε 100 γονυκλισίες μέχρι που πλάνταξε στο ανέβα-κατέβα του κορμιού του και δεν ήξερε στα σίγουρα γιατί μετανοεί. Το βράδυ πήγε ανάστατος πρώτα στη βιβλιοθήκη και μετά στο κελί του. Ο αρχαίος με τις ηδονές τον καταδίωκε, του φώναζε σαν τον πρωτοκαλλιγράφο το άδικο που του έκανε κι από την άλλη ο Αβραάμ του ξεφώνιζε ότι πρόδωσε την αρετή, την παρθενία, την πίστη στο θεό του. Δεν υπήρχε ησυχία, ώσπου κάποια στιγμή, ρημαγμένος από τη νύστα, τις γονυκλισίες και την ταραχή βυθίστηκε σ’ ένα λήθαργο που εξισορροπούσε το χειρόγραφο και την αντιγραφή του μέσα στο νέο κόσμο που ζούσε. Θα έγραφε τα πάντα όπως ήταν, στο κάτω κάτω της γραφής αυτός ήταν ο σκοπός: να πάει πίσω στο Monte Cassino το νέο χειρόγραφο, όπως ήταν, ας αποφάσιζε ο Ντεζιντέριο τι θα έκανε μ’ αυτό και τις ηδονές του.

Εικόνα 16 Παλίμψηστο χειρόγραφο, Βατικανό

Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/Βατικανό_παλίμψηστο

 

Ακολούθησαν μέρες ηρεμίας και δουλειάς. Ο καλόγερος δουλεύει και απολαμβάνει το φως και τη ζεστασιά του μοναστηριού, τη δημιουργία και την ομορφιά του έργου του.

Το γλυκό σήμαντρο τον στέλνει τ’ απόβραδα ξανά στην αμαρτία του χορτασμού της πείνας  που σιγά σιγά καταλαγιάζει, αφήνοντας χώρο στη σκέψη και στα παιγνίδια του νου του. Είχε αφήσει το κουρελιασμένο και βρώμικο τρίχινο ράσο του και είχε φορέσει το μαύρο καλογερικό μανδύα που του είχαν δώσει. Δεν ήθελε να λερώσει και την περγαμηνή του με το βρώμικο και σκισμένο ράσο του, άλλωστε ένοιωθε πιο άνετα να μοιάζει με τους άλλους και να γίνεται ένα με τον κόσμο του. Τα βράδια μετά το απόδειπνο διαβάζει βιβλία που μπορεί να πάρει στο κελί του από τη βιβλιοθήκη του μοναστηριού και να απολαύσει χωρίς φόβο. Οι σεπτοί Βίοι των Αγίων, η Δημιουργία του Κόσμου, το τυπικό των μοναστηριών από το Μέγα Βασίλειο, η Παλιά Διαθήκη. Πιο πέρα, στα μακρινά αριστερά ράφια, στο μεταίχμιο ανάμεσα στο χριστιανικό κόσμο και στους αρχαίους, τα έργα του Ευσέβιου Θεσσαλονίκης τον προκαλούσαν να διαβάσει μα δεν τολμούσε να φτάσει ως εκεί. Ακόμα πιο κάτω τέρμα αριστερά στα ράφια των αρχαίων, το «Κύριαι δόξαι» ο κώδικας που αντέγραφε, ο Αριστοτέλης κι ο Πλάτωνας. Στο από κάτω ράφι μια σειρά από βιβλία που οι μοναχοί αντέγραφαν για το παλάτι: κείμενα νόμων, τα έργα του Κωνσταντίνου Προφυρογέννητου, το «Βροντολόγιο» που ερμήνευε τους ήχους της βροντής και το «Σεισμολόγιο» που ερμήνευε τα μυστικά μηνύματα των σεισμών. Ο Διοσκουρίδης με τα βότανα και την ιατρική που θεραπεύει τις πληγές των κορμιών των ανθρώπων. Τις ψυχές ποιος να τις θεραπεύει άραγε; Τι βοτάνι θα μπορούσε να προτείνει ο πιο παλιός φαρμακολόγος του κόσμου τούτου για μια άρρωστη ψυχή;

Εικόνα 17 Διοσκουρίδης, Μονή Βλατάδων, Άγιο Όρος

Πηγή: https://www.vimaorthodoxias.gr/nea/moni-vlatadon-oi-krymmenoi-thisayroi-kai-o-kodikas-587-foto-amp-vinteo/

 

Αντιγράφει βυθισμένος σε μια καθημερινότητα που τον καταπίνει, τρώει τα βράδια προσπαθώντας να σβήσει τη διαρκή πείνα που κουβάλησε μαζί του τόσα χρόνια, διαβάζει για να καταλαγιάσει τη δίψα για την αναζήτηση της δικαιοσύνης που φέρνει μέσα του όλο προχωρώντας  προς τ’ αριστερά ράφια και την αρχαία σοφία. Αντιγράφει πια χωρίς  αλλαγές, όλα όπως τα βλέπει. Στο βάθος έχασε τη χαρά να βρίσκει λέξεις αλλά το ισοφαρίζει με νοήματα. Και όλο ψάχνει, ψάχνει την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, τη λύτρωση της ισορροπίας των δύο κόσμων: αυτών που φαντάζεται και αυτών που έζησε.

Συνεχίζεται

This Post Has One Comment

  1. Χριστοδουλος

    Υπέροχο κείμενο!

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.