Σε κάθε εποχή, την ιστορία την κινητοποιεί μια ιδέα. Χέγκελ
Ο Σαρτρ, ο Καμύ, η Μπωβουάρ, η Κλεμάν, και λίγο μετά η Κρίστεβα (γνωστοί φιλόσοφοι με πλούσιο έργο), χρησιμοποίησαν το μυθιστόρημα σαν συμπληρωματική οδό που τους επέτρεψε να εκφράσουν ζωντανές ψυχικές κατηγορίες, ως επιπρόσθετες σημάνσεις των φιλοσοφικών τους θέσεων. Έτσι, με εξωτερικό ένδυμα τη γλώσσα της αφήγησης και τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, ανέδειξαν τον πυρήνα συγκεκριμένων ιδεών, δημιουργώντας κόσμους πιο προσιτούς στο ευρύτερο κοινό, χωρίς να υποβαθμίσουν την αρχική φιλοσοφική τους πρόθεση. Ο ποιητής Χάρης Βλαβιανός, εδώ με την ιδιότητα του καθηγητή της Ιστορίας, χρησιμοποιεί κι εκείνος την αφήγηση (το μυθιστορηματικό ντοκουμέντο) ως ασφαλές μέσο για μια άλλου τύπου ιστορική παρουσίαση, επιλέγοντας να μην προτάξει την ψυχρή επιστημονική γνώση, αλλά, κυρίως, συναισθηματικές αποχρώσεις που φωτίζουν την Ιστορία από μέσα.
Ήδη από το προηγούμενο βιβλίο του Το αίμα νερό, ο Χ.Β. είχε περάσει σε ένα είδος σύντομης πρόζας, καταθέτοντας με ειλικρίνεια και αυθεντικό αίσθημα στοιχεία αυτοβιογραφικά, με γλώσσα απλή, διαυγή, άμεση, προϊόν της ωριμότερης σχέσης του με τη γραφή. Στο Αίμα νερό το ποιητικό βλέμμα ήταν μεν ο εποπτεύων στα κομμάτια της μνήμης (που καταχωρήθηκαν χωρίς ωραιοποίηση), όμως ο αληθινός πρωταγωνιστής υπήρξε το οδυνηρό τραύμα του καλλιτέχνη, από το οποίο άλλωστε προκύπτει η δημιουργική φωνή.
Στο Κρυφό Ημερολόγιο του Χίτλερ καταγράφεται το διάστημα εγκλεισμού του δικτάτορα στις φυλακές του Λάντσμπεργκ (Νοέμβριος 1923 – Δεκέμβριος 1924), όπου παρέμεινε εκτίοντας ποινή για εσχάτη προδοσία, ως επικεφαλής του αποτυχημένου πραξικοπήματος της Μπιραρίας (1923). Σε σχέση με την ειδική αυτή περίοδο, παρουσιάζονται λεπτομερώς δύο σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Το πρώτο είναι η δίκη του Χίτλερ και των μελών του πολιτικού του κόμματος (1924), αμέσως μετά το πραξικόπημα. Το δεύτερο, η μνεία στο MeinCampf, το γνωστό βιβλίο του δικτάτορα, που γράφτηκε μέσα στη φυλακή για να αποτελέσει το κατ’ εξοχήν εργαλείο της πολιτικής του ιδεολογίας. (Εδώ αναλύεται ανά κεφάλαιο, με τμηματικές περιλήψεις.)
Μέσα από πρωτοπρόσωπη αφήγηση (χαρακτηριστικό λογοτεχνικό είδος με ιδιαίτερη αμεσότητα) και την επιλογή της ημερολογιακής καταγραφής που μας υποβάλλει τη συνεχόμενη ροή, ο Χ.Β. επιχειρεί να συγκροτήσει προς χάριν μας ένα ψυχογράφημα του Χίτλερ. Έτσι, παρακολουθούμε τη συναισθηματική ζωή του Γερμανού καγκελάριου με όλες τις ειδικές ποιότητές της – την ένταση, το πάθος, το μίσος, τη σκληρότητα, τη μοχθηρία, τη μεγαλομανία, την εμμονή, την προκατάληψη, τη διαταραχή, (την υποβόσκουσα τρέλα;) – καθώς διαγράφεται μπροστά μας μια περσόνα σκοτεινή και αλλοπρόσαλλη, η οποία πάσχει από σύμπλεγμα μεγαλείου.
Εντούτοις, μαζί με το χτίσιμο του ανθρώπινου προσώπου του Χίτλερ και της ψυχολογίας του, το παρόν έργο αποτελεί μια στέρεα δομημένη ιστορική παρουσίαση, προερχόμενη από την εργασία του μελετητή Χ.Β. (εργασία χρόνων για τη συγκέντρωση υλικού – ημερομηνιών, γεγονότων, αναλύσεων και ερμηνειών άλλων ιστορικών), με σκοπό να αξιοποιηθούν εκείνα τα στοιχεία που δεν θα παραποιήσουν την Ιστορία, αλλά θα την υπηρετήσουν με ακρίβεια.) Παρατίθενται επίσης συνόψεις για όλα τα πραγματικά πρόσωπα του μυθιστορήματος, με πληροφορίες που δρουν συμπληρωματικά προς βοήθεια του αναγνώστη.
Επομένως, βάση του παρόντος βιβλίου παραμένει η επιστημονική κατάρτιση, πάνω στην οποία πατάει γερά η αφήγηση, δίνοντάς μας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του Χίτλερ, το πολιτικό σκηνικό του μεσοπολέμου, τους πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής, αλλά και την εικόνα του μέσου Γερμανού, το ίδιο το τραυματισμένο πρόσωπο της Γερμανίας, αμέσως μετά την ταπεινωτική της ήττα στην Πρώτη η εξουσία Παγκόσμια Σύρραξη. Ταυτοχρόνως, η φαντασιακή ρύθμιση του Χ.Β. οριοθετεί και περιγράφει ειδικά ψυχικά πεδία, όπως η φιλοδοξία, η εξουσία, η επιβολή, η βία, η χειραγώγηση, ο μισογυνισμός, η αποτυχία, η μισανθρωπία,η ανάγκη αποδοχής.
Κατά την αίσθησή μου, στο Κρυφό ημερολόγιο του Χίτλερ (εκτός από το ισχυρό ιστορικό του διακύβευμα), εμπεριέχεται ένα κεντρικό μεγαλεπήβολο σχέδιο: Η μελέτη της εξουσίας. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν στην πρόθεση του συγγραφέα, ή εμβόλιμα αναδεικνύεται μαζί με το πρόσωπο του δικτάτορα – εγώ πάντως βλέπω να υποστηρίζονται εδώ τρεις επιμέρους θέσεις: Η εξουσία ως ψυχικό οικοδόμημα (η μέθοδος του εγώ που υπερυψώνεται για να καλύψει τις αποτυχίες του), η εξουσία ως επιβολή πάνω στον άλλον (στρατηγικές, ανάπτυξη και προβολή της δύναμης), η εξουσία ως υποκινητής της ιστορίας (σχεδιασμοί, χειρισμοί, παρεμβάσεις που καταργούν μια υπάρχουσα τάξη). Και συμπληρωματικά, οι τεχνικές με τις οποίες η εξουσία επικαλύπτει τις (ιδιοτελείς) προθέσεις της με συγκεκριμένα ιδεολογικά περιτυλίγματα, παρασύροντας τους αφελείς, αλλά και όσους δεν έχουν συγκροτημένη πολιτική συνείδηση.
Η Σούζαν Σόνταγκ (Εβραία φιλόσοφος και συγγραφέας) ασχολήθηκε με τον Χίτλερ και τη γερμανική ναζιστική υστερία στο έργο της «Η γοητεία του φασισμού», όπου προσπάθησε να ανιχνεύει αυτό το φαινόμενο εμβαθύνοντας στις καταβολές του γερμανικού λαού και τη σύνδεσή τους με τους κλασσικούς μύθους της γοτθικής παράδοσης. Προσέγγισε, δηλαδή, το όλο θέμα κοινωνιολογικά. Ο Χ.Β φανερά επηρεασμένος από τον Νίτσε (του οποίου η ιδέα για τον Υπεράνθρωπο παρανοήθηκε εντελώς από τους ναζί) αλλά και από το κλασσικό βιβλίο, Ηγεμόνας, του Μακιαβέλι, κατασκευάζει τον δικό του Χίτλερ προσδίδοντάς του ανάλογες σκέψεις, αντιλήψεις, αισθήματα, φτάνοντας έτσι βήμα-βήμα σε έναν πολύ δουλεμένο χαρακτήρα. Η επιλογή του να προσδώσει στον ήρωά του στοιχεία μανιοκαταθλιπτικού (πράγμα που θα εξηγούσε πολλές από τις συμπεριφορές του ιστορικού Χίτλερ), αλλά και την ιδιότητα της λαιμαργίας (ψυχαναλυτικά παραπέμπει στο αδηφάγο εσωτερικό κενό – το έλλειμμα μιας ύπαρξης που αναμένει από το περιβάλλον της διαρκή επιβεβαίωση), είναι έξυπνα ευρήματα που βοηθούν στην επιτυχημένη συγκρότηση του ψυχολογικού πορτραίτου.
Ο Χ.Β επέλεξε να συμπεριλάβει στο βιβλίο του όσους συγγραφείς έδωσαν τροφή στον Χίτλερ, βοηθώντας τον εμμέσως να στερεώσει στη σκέψη του το φασιστικό κοσμοείδωλο: ONίτσε (Χρειάζεται μια κήρυξη πολέμου στις μάζες από τους ανώτερους ανθρώπους), ο Λαγκάρντ και τα Γερμανικά δοκίμια, ο Λούθηρος (Οι Εβραίοι είναι ένας λαός που γεννήθηκε από πόρνες), ο Μπούρκχαρτ και το έργο του Σκέψεις για την Ιστορία, ο Φίχτε (Να αποκεφαλίσουμε όλους τους Εβραίους εν μία νυκτί), ο Μακιαβέλι (Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα), ο Κλαούζεβιτς και οι πολεμικές του συμβουλές, ο Λε Μπον (Οι μάζες δεν σκέφτονται, αισθάνονται), και αρκετοί άλλοι γνωστοί συγγραφείς αναφέρονται, καθώς ο Χίτλερ, κατά τον Βλαβιανό (ή μάλλον, κατά τον Τίμοθυ Ράιμπακ, ο οποίος διάβασε 1.200 βιβλία της βιβλιοθήκης του δικτάτορα, από τα 16.000 που υπήρχαν αρχικά), παρουσιάζεται ως κάποιος που δεν διάβαζε από ευχαρίστηση, αλλά για να οικειοποιηθεί τη γνώση και τις ιδέες άλλων, ώστε να στερεώσει τα δικά του πολιτικά επιχειρήματα.
Η εργασία του Χ.Β ήταν φανερά μια δύσκολη υπόθεση, την οποία δεν θα έφερνε εις πέρας, αν δεν διέθετε σε σωστές δόσεις το τάλαντο της οργάνωσης, αλλά και τη δυνατότητα ταξινόμησης και αξιοποίησης ετερόκλητων στοιχείων και πηγών. Έχω να κάνω μόνο μια παρατήρηση: Αν και χρησιμοποιεί το μυθιστορηματικό είδος, στο οποίο η γλωσσική διαχείριση παίζει τον πρώτο ρόλο, δεν έχει καλλιεργήσει εδώ ένα στυλ, μια «πεποιημένη» λογοτεχνική μορφή, σε αντίθεση με το προηγούμενο βιβλίο του Το αίμα νερό, όπου η γλώσσα είναι πολύ προσεγμένη. (Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή θέλει να επιτύχει την αμεσότητα της προφορικότητας, ή για να αποφύγει την περίπτωση να γίνει ο Χίτλερ συμπαθής στους αναγνώστες. Η γιατί ο τρόπος που βλέπει τον δικτάτορα, ως άνθρωπο χωρίς βαθύτερη καλλιέργεια και παιδεία–όπως ανέφερε ο ίδιος σε μια συνέντευξή του–τον αποτρέπει από έναν άλλου τύπου λόγο.)
Η βιογραφία είναι η μόνη αληθινή Ιστορία, σημειώνει ο Τόμας Καρλάιλ.Το Κρυφό ημερολόγιο ήρθε στο φως την πιο κατάλληλη στιγμή, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από παγκόσμιο ενδιαφέρον για τον Χίτλερ. Το διάσημο έργο Μein Kampf, «καταραμένο» και μυθικό (ευαγγέλιο των απανταχού ναζιστών), απαγορευμένο μέχρι πρόσφατα στη Γερμανία, επανεκδόθηκε επισήμως το 2016 από το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας του Μονάχου, 70 χρόνια από τον θάνατο του Χίτλερ, οπότε και έληξε το copyrait. (Με 2.000 σελίδες και 3.700 υποσημειώσεις, που αποτελούν προσεχτικούς σχολιασμούς Γερμανών ειδημόνων, για μια «σωστή» ανάγνωση.) Έτσι, λόγω αυτής της επικαιρότητας, το παρόν βιβλίο του Χ.Β. αποχτά μια επιπλέον δυνατότητα να φτάσει πιο εύκολα στον Ευρωπαίο αναγνώστη και να έχει ανάλογη εκδοτική επιτυχία και στο εξωτερικό.
Στο κλασσικό φυλλάδιο «Η τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας» (κείμενο που αποδίδεται στον Τζόναθαν Σουίφτ), διαβάζω σε κάποιο σημείο: Όλοι οι μεγάλοι άνδρες έχουν το δικό τους τρόπο να εφευρίσκουν ένα ψέμα. Ο Χίτλερ («μεγάλος», ως προς το μέγεθος της καταστροφής που προξένησε) επινόησε το ψέμα της απόλυτης δύναμης, με το οποίο εξαπάτησε όχι μόνο τους Γερμανούς αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Το τραγικό: μίσησε την εβραϊκή θρησκευτική παράδοση, που αυτάρεσκα είχε ανακηρύξει τους Εβραίους «περιούσιο λαό», ενώ και ο ίδιος αναλώθηκε στο να υποστηρίξει και να επιβάλει την υπεροχή της Άριας φυλής. Η εκ των υστέρων δαιμονοποίησή του προφανώς δεν έκλεισε το πιο εφιαλτικό κεφάλαιο της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας, αφού βλέπουμε σήμερα τη γερμανική ηγεσία να προβάλει ανάλογες τάσεις εξουσίας και χειραγώγησης, μέσα από τον γνωστό οικονομικό πόλεμο.