You are currently viewing Κούλα Αδαλόγλου, Μια χαϊδεμένη θλίψη: Ελένη Κοφτερού, Μια θλίψη Απρίλης, εκδ. Κουκκίδα, 2018

Κούλα Αδαλόγλου, Μια χαϊδεμένη θλίψη: Ελένη Κοφτερού, Μια θλίψη Απρίλης, εκδ. Κουκκίδα, 2018

Ο τίτλος της συλλογής της Ελένης Κοφτερού Μια θλίψη Απρίλης βασίζεται στην έντονη αντίθεση: θλίψη και Απρίλης, δηλαδή άνοιξη. Μέσα στην αντίθεση υποβόσκει φως. Και πράγματι, η ποιητική γραφή της έχει τη δύναμη να ανατρέπει τις πρώτες εντυπώσεις για μελαγχολία και σκοτεινιά. Ποίηση που σε γλυκαίνει ακόμη και όταν μιλά για οδύνη, απώλεια, χωρισμό, ματαίωση. Γιατί το κάνει με την ντροπαλότητα μικρού κοριτσιού, με την αθωότητα του πρώτου φιλιού, με την ομορφιά καρπισμένου χωραφιού. Τα «ψίχουλα των λέξεων» γίνονται συλλαβές, βουητό χείμαρρου, ασίγαστη λαχτάρα.
Με παρούσα πάντα την ποίηση.

Χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα μάς μπάζει δυνατά σε μια έντονη ποιητική φόρτιση. Η μητέρα, η απώλεια και ο πόνος. Η έκφραση «Η αρχή του σκοταδιού», που αποτελεί και τίτλο της ενότητας, περιγράφει με ακρίβεια τα συναισθήματα. Απλά, καθημερινά, προσωπικά αντικείμενα, όπως ένα ζευγάρι αφόρετες παντόφλες, ένας αριθμός τηλεφώνου που σίγησε και δεν υφίσταται πλέον.

Μετά από σαραντατρία χρόνια/ σίγησε το τηλέφωνο μαμά, κι έμειναν ορφανές/ οι κλήσεις κι οι προθέσεις μας. («2310611661», σ. 18)

Το β΄ ενικό πρόσωπο κορυφώνει την τρυφερότητα και τη συγκίνηση.

Το ξέρω είναι απίθανο/ μα εσύ έχε το νου σου/ διαθέτει υπόγεια η σιωπή/ καμιά φορά ανοίγουν/ με σύμμαχο έναν αριθμό. (ό.π., σ.18)

Και γίνεται το β΄ ενικό ρηματικό πρόσωπο απεύθυνση προς το απόν πρόσωπο και διάλογος μαζί του – δυνατό εκφραστικό μέσο της Κοφτερού.

Και σου ’λεγα γιατί δεν τις φοράς;/ Να λιώσουν πρώτα οι παλιές/ μου έλεγες, μαμά. («Οι παντόφλες», σ. 19)
Οι λέξεις ψαύουν εκείνες των ανιόντων, μαζί με τους τόπους, τα χρώματα, τα βουνά, τον ήλιο και το νερό, το οξυγόνο, με τις συνδηλώσεις του. Οι λέξεις υφαίνουν τους στίχους κι αυτοί κρατούν, διάφανο πέπλο απαλό, τη φροντίδα της μητέρας, έστω και με την άυλη παρουσία της.

Και ο πόνος, στο πολύ δυνατό ομότιτλο ποίημα της συλλογής, μεταμορφώνεται πότε σε αγρίμι-λύκο, πότε σε πληγωμένο ζωάκι που εκλιπαρεί για αβρότητες. Όμως ξέρει το ποιητικό υποκείμενο, εκείνο τον άγριο πόνο πρέπει να τιθασεύσει, να τον μαλακώσει, όπως κι αν εμφανίζεται, ό,τι και να σημαίνει. Να τον μαυλίσει, έστω, με περισσή τρυφεράδα. Γιατί ό άγριος πόνος δαγκώνει αλύπητα, και οι πληγές δύσκολα επουλώνονται. («Ο πόνος», σ. 22)

Στη δεύτερη ενότητα με τον τίτλο «Από σεντούκι σιωπής», το οξύ ποιητικό μάτι του υποκειμένου και η ευαίσθητη παρατηρητικότητά του περιγράφουν λαμπρά τον πόνο-λύκο και τις μεταμφιέσεις του, το δέντρο που φυλλοροεί λέξεις για τον χειμώνα των ματιών και της καρδιάς μας, τις δύσκολες νύχτες της αγρύπνιας. Ο αναγνώστης νιώθει εγγύτητα προς το ποιητικό υποκείμενο, σαν να το γνωρίζει από καιρό και θέλει να μοιραστεί τις ανησυχίες του. Όμως εκείνο, με αξιοπρέπεια εκφραστική, δεν πέφτει στην παγίδα του φτηνού συναισθηματισμού. Εξομολογείται, ψάχνει στο σεντούκι της σιωπής λέξεις και συναισθήματα, αλλά κρατάει τον υπαινιγμό σταθερό όριο για απόσταση ασφαλείας.

Κι έρχονται αυτά τα καταπληκτικά ποιήματα ποιητικής, ζυμωμένα με το ερωτικό στοιχείο. Χαρακτηριστικό της ποίησης της Κοφτερού, ειδικά στην παρούσα συλλογή.

Όπως ολόκληρο το ολιγόστιχο «Ιδιοτέλεια φιλιών»:

Όλα τα λάφυρα/ που μου έστειλε το ποίημα/ χωρίς κανέναν δισταγμό/ τ’ αποποιούμαι/

Ιδιοτελής ανταλλαγή/ μόνο για τα φιλιά σου. (σ. 37)

Κομψότητα και χιούμορ. Και μετά, έκρηξη αφοσίωσης:

Είναι φορές που μια/ μονάχα λέξη/ αξίζει περισσότερο/ απ’ όλους μου τους στίχους./ Σαν παραμύθι αστράφτοντας/ φωτίζει/ τελετουργίες αλλόκοτες./

[…] Κι έπειτα πλήρης μα δειλή/ βυθίζεται στο βλέμμα σου/ και χάνεται/ για πάντα θάβεται/ στ’ αποσιωπητικά του ουρανού σου.

(«Θάνατος λέξης», σ. 40)

Και το ομότιτλο «Μια θλίψη Απρίλης», σ. 38

Σαν να γκρεμίστηκε το πατρικό μου σπίτι./ Σαν να συλήθηκε ο τάφος του πατέρα./ Σαν να μη ζύμωσα ποτέ μου λέξεις με το χώμα./ Έτσι με τύλιξε ακύμαντη/ του Απρίλη η ερημιά […] Μα εγώ έχω το γέλιο σου/ διαδικασία άνθισης ιδανική/ αφού η άνοιξη/ Α! η άνοιξη/ αναίσχυντα αργοπορεί.

Το ποιητικό υποκείμενο βρίσκει τον τρόπο να δημιουργεί μέσα από ένα ερωτικό σήμα που το βοηθά να ανθίζει.

 

Στην τρίτη ενότητα («Κι η απουσία προτρέπει») έχουμε τον θριαμβικό χορό των λέξεων, ζυμωμένων πότε με τον έρωτα ή την απώλεια της αγάπης, πότε με την ανάγκη για συντροφικότητα, για την κατανόηση που στον ώμο της θα γείρει το ποιητικό υποκείμενο.

Έτσι, όλες οι αποσκευές για το ποθητό ταξίδι του ποιητικού υποκειμένου γίνονται κάποιες λέξεις, ένα τραγούδι, και διαμορφώνουν κρύπτη μυστική των φιλιών και του έρωτα ( «Ό, τι σε περιέχει», σ. 50)

Με το παραπάνω ποίημα νιώθω να συνομιλεί το ποίημα «Κανένας». Το ποιητικό υποκείμενο επιστρέφει διαρκώς στην κρύπτη-κόχη του, σε ένα κοίλο περίγραμμα, κέλυφος αδειανό, αφού απουσιάζει το άλλο αντικείμενο του πόθου του. Ομολογημένη η κούραση για τους προορισμούς που ήλπισε, χωρίς τελικά να τους προσεγγίσει. Ο Οδυσσέας εδώ στοιχεί στην Ιθάκη τού «Ό,τι σε περιέχει», και ομολογεί πως το ταξίδι το έκανε ο «Κανένας» – και πώς αλλιώς θα γραφόταν το έπος; Μια έξυπνη ποιητικά πραγμάτευση της διάψευσης που αφήνει μνήμες, στιγμές, σπαράγματα ταξιδιών και φιλιών, μυστικές κρύπτες που μπορεί να γυρνά το υποκείμενο, να θυμάται όπως αυτό θέλει («Κανένας», σ. 54).

Το ποιητικό υποκείμενο συνομιλεί με πρόσωπα της λογοτεχνίας, με αγαπημένους απόντες. Με τον Κώστα Καρυωτάκη, τη Σύλβια Πλαθ, τη Λίλλυ Μπρικ. Εστιάζω στο ποίημα προς τον Καρυωτάκη. Στίχο στίχο εκδηλώνεται η συνάφεια του υποκειμένου προς τον ποιητή:

Θα αναρωτιέσαι πώς και στα γράφω όλα αυτά/ φωτόνια του χρόνου σου διεκδικώ, γιατί;/ Είναι που κάποιες νύχτες/  μετά τον πυροβολισμό/ στον κρόταφο αυτού του κόσμου του σαθρού/ μια φεγγερή γραμμή του ορίζοντα/ πέφτει στα χέρια μου/ με λέξεις διάφανες και αιχμηρές/ σκέτους ματώνει σταλακτίτες./

Με ξεκουφαίνει της πληγής η ηχώ/  τρομακτική η γυαλάδα της συγγένειας/ μαζί σου./ Μα εγώ σκορπίζομαι/ τους φόβους μου μοιράζοντας με ακριβή συνέπεια/ σε ατσαλάκωτα σεντόνια/ προσεκτικά τους απιθώνω.

Και στίχο στίχο, καθώς κορυφώνεται το ποίημα προς το τέλος του, το ποιητικό υποκείμενο αγγίζει τις λέξεις και την ψυχή του, αποκαλύπτοντας το μελαγχολικό ίσως αλλά αγαπητικό κράτημα από τη ζωή:

Όμως εμείς ποτέ μας δεν θα γίνουμε αυτόχειρες/ ίσως γιατί δεν θα ’μαστε ιδανικοί./ Την αγαπήσαμε πολύ τη θλίψη μας./ Τόσο την έχουμε μα τόσο χαϊδεμένη./ δεν θυσιάζουμε τα νιάτα της/ την ομορφιά, την πρωτοκαθεδρία./ Πρέπει, καλέ μου, να σ’ αφήσω τώρα./ Φλυάρησα πολύ, βραχνιάσανε κ’ οι λέξεις μου./ Μένει στο ποίημα να ’ναι η δική μας/ για πάντα εξ αίματος συγγένεια.

(«Γράμμα στον Κώστα Γ. Καρυωτάκη», σ. 46-47) 

Με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, το συγκεκριμένο ποίημα καταλήγει σε ποίημα ποιητικής, αφού το ποιητικό υποκείμενο, και η συγγραφέας, δίνουν ένα στίγμα του ύφους και της ποιητικής τους διάθεσης.

Θα θυμηθώ και το ποίημα «Γράμμα στον Χανς Κάστορπ», από τη συλλογή Γράμμα σε γενέθλια πόλη, σ. 21-22, όπου η συνομιλία με τον συγκεκριμένο ήρωα καταλήγει σε μια μικρή εξομολόγηση, σε ένα «μυστικό» γραφής:

Εκείνο/ το μικρό ξύλινο μολύβι/ που χρόνια αναζητάς/ εγώ το έχω κλέψει./ Με τούτο σου γράφω τώρα δα/ αυτό το γράμμα.

(βλ. και Κ. Αδαλόγλου, «Ψηλαφώντας τις λέξεις», περ. Θευθ, τεύχ.4, σ.137-142)

Η εικονοποιία είναι ένα ακόμη δυνατό σημείο στην ποίηση της Κοφτερού. Εικόνες διαυγείς που αποδίδουν στιγμές και συναισθήματα.

Καθώς λογάριαζα να φύγω/ (δεν είναι οι χρυσωμένοι αγροί/ για τα δικά μου μάτια)/ ήρθε για λίγο/ κείνη η ξανθιά/ στιγμούλα που σ’ αγάπησα/ στα καθαρά μαλλιά της/ να ξεκουράσω μ’ άφησε τα δυο μου χέρια. («Στιγμιότυπο σε σιταροχώραφο», σ. 82)

 Η γλώσσα εν τέλει. Παίζει με τα ρηματικά πρόσωπα, από το β΄ ενικό σε συνομιλία με το α΄ ενικό, ως το α΄ πληθυντικό. Με τις λέξεις, που επιλέγονται προσεχτικά, για να αποτυπώσουν ποιητικά όλα όσα προαναφέρθηκαν.

Η γλώσσα που αναζητώ/ έτη φωτός θ’ απέχει/ από του φόβου το κροτάλισμα/ που ξενυχτά στα δόντια του παιδιού. («Ξένες γλώσσες», σ. 48)

Και

Πλάσματα είναι οι πέτρες/ που σκαρφαλώνουν στο σκοτάδι/ κι απ’ το παράθυρο τρυπώνουν/ στο γραφείο σου/ ή στο τραπέζι της κουζίνας/ εκεί όπου ξεχάστηκαν τα ψίχουλα των λέξεων. («Πέτρες», σ. 49)

Η Ελένη Κοφτερού «ραβδοσκοπεί» τις λέξεις, ρήμα που χρησιμοποιεί η ίδια στη συλλογή της Στο λάμδα των χελιδονιών. Ανιχνεύει τις σημασίες τους και τις συνδυάζει με την κυριολεκτική ή μεταφορική τους χρήση.

Πρώτη φορά οι εφιάλτες της/ έγιναν όνειρα με παλτουδάκια κόκκινα/ που ταξιδεύουνε πάνω σε ψάρια μυθικά. [«Της Σύλβια (Πλαθ)», σ. 55]    

Με τη συλλογή της αυτή η Ελένη Κοφτερού φθάνει σε ένα όριο ποιητικό. Με ρυθμό, με ισορροπία ανάμεσα στο συναίσθημα και στον αυτοέλεγχο, μιλά για απώλειες για πόνο οξύ, για τη βαθύτατη ανάγκη της αγάπης. Ο αναγνώστης ακολουθεί τις λέξεις της και το συναίσθημα και νιώθει το άγγιγμα μιας ώριμης ποιητικής φωνής.

Η Ελένη Κοφτερού είναι γεωπόνος. Γεννήθηκε στην Αριδαία Πέλλας, σπούδασε στην Θεσσαλονίκη και εργάζεται στην Καλαμάτα. Έχει εκδώσει 4 ποιητικές συλλογές. Η πρώτη της, (2013) τιμήθηκε με το βραβείο Μαρία Πολυδούρη.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.