You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ο Άνθρωπος του πλήθους, ο Αυτόχειρ και οι Άνθρωποι της Αβύσσου   

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ο Άνθρωπος του πλήθους, ο Αυτόχειρ και οι Άνθρωποι της Αβύσσου  

        Εγώ είμαι και θα είμαι πάντα ατομικιστής ως το κόκκαλο, αδιάλλακτος ατομικιστής. Μου αρέσει να μπαίνω για λίγο στο άντρο του λιονταριού (…) δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα δράσης εκτός από την καταστροφή. Όλα όσα υπάρχουν σήμερα δεν είναι τίποτα, είναι σκουπίδια, θάνατος που αντιτίθεται στη ζωή. Το πρώτο που πρέπει να κάνει κανείς είναι να βεβηλώσει τα πάντα. Μια μέρα θα κατέβω στους δρόμους. (1)

Η αληθινή ζωή, η ζωή που επιτέλους ανακαλύπτεται και φωτίζεται, και σαν συνέπεια η μόνη ζωή πραγματικά βιωμένη, είναι η λογοτεχνία, αυτή η ζωή που, από μιαν άποψη, κατοικεί κάθε στιγμή σ’ όλους τους ανθρώπους όσο και στον καλλιτέχνη. Όμως δε τη βλέπουν, γιατί δεν φροντίζουν να τη φωτίσουν. Και έτσι το παρελθόν τους είναι πλημμυρισμένο μ’ αναρίθμητες φωτογραφικές πλάκες, που παραμένουν άχρηστες, γιατί η σκέψη δεν τις ”εμφάνισε”. Η ζωή μας, αλλά και η ζωή των άλλων … (2)

Οι ζωές των άλλων, η ζωή εκεινού… δεν ηξεύρω πλέον πώς και τι, επερνούσ’ από τας Πάτρας. Είχα φθάσει το πρωί, έρριξα όπως συνήθως τη βαλίζα μου εις ένα εκ των δωματίων της ”Μεγάλης Βρεταννίας”, εκεί πάνου εις το τρίτο πάτωμα, ψηλά, ψηλά (…) και όλο το λιμάνι από κάτου, και εβγήκα εις την πόλιν (…) εις το Μώλο, τέσσερες πέντε συντροφιές έφερναν βόλτες, δεμένα εις τα εκατέρωθεν κανόνια τα μπηγμένα εις την γην με τα χονδρά των παλαμάρια δέκα – είκοσι καράβια εσιγοκινούντο, ανατείνοντα, τας λόγχας των ιστών των προς τον καθαρόν από πάνω ουρανόν, ένα βαπόρι υπερύψηλον, πλατύ, μακρύ, ωρθώνετο, κατάμαυρος όγκος, εις την άκρη, δροσερός εφυσούσε ο αέρας, (…) ήσυχη εξαπλώνετο η θάλασσα, και μόνον εις τα πλάγια των πετρών εγλυκοσβύνετο του κύματος το αδιάκοπο τραγούδι. (3)

Ωστόσο… υπάρχουν και μυστηριώδη πράγματα (…) υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν τη νύχτα στα κρεβάτια τους, σφίγγοντας τα χέρια εφιαλτικών εξομολογητών κοιτάζοντάς τους ικετευτικά στα μάτια – πεθαίνουν με την απόγνωση στην καρδιά – και το φόβο να τους πνίγει, γιατί δοκιμάζουν τη φρίκη μυστικών που δεν μπορούν να τα αποκαλύψουν. Και μερικές φορές η συνείδηση του ανθρώπου είναι φορτωμένη μ’ ένα βάρος τόσο τρομαχτικό, που μόνο στο τάφο μπορεί ν’ απαλλαγεί απ’ αυτό, έτσι κάθε εγκλήματος ο πυρήνας μένει σκοτεινός, καθετί κακό μένει κρυφό (…) Είχα περάσει κάμποσους μήνες άρρωστος, τώρα όμως βρισκόμουν στο δρόμο της ανάρρωσης (…) και, καθώς ανακτούσα τις δυνάμεις μου, είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν στην ευχάριστη εκείνη διάθεση που είναι ακριβώς το αντίθετο, της ennui (πλήξης) – διάθεση, που οξύνει όλες τις αισθήσεις, αφαιρεί το πέπλο που εμποδίζει την εσωτερική όραση-(…) και το πνεύμα σου, ηλεκτρισμένο, μπορεί να υπερβεί τόσο πολύ τα όρια των συνηθισμένων του ικανοτήτων (…)

        Απολάμβανα ακόμα και την ανάσα μου και τα πράγματα που άλλες φορές θα μου προκαλούσαν ακόμα και πόνο, αποτελούσαν τώρα αφορμή χαράς. Συμμετείχα με ήρεμο ερευνητικό τρόπο σ’ όλα όσα γίνονταν γύρω μου, ακόμα και τ’ ασήμαντα. Με το πούρο στο στόμα, την εφημερίδα στο χέρι είχα περάσει το μεγαλύτερο μέρος του απογεύματος {πότε διαβάζοντας} πότε πάλι κοιτάζοντας το δρόμο μέσα από θαμπωμένα τζάμια. (…)(4) Ποτέ πιο πριν δεν είχα βρεθεί τέτοια ώρα σε τέτοιο περιβάλλον … {Έτσι} διευθύνθηκα προς το δωμάτιόν μου. Η σκάλες του ξενοδοχείου, υψηλές και μισοσκότεινες, ανερριχώντο προς τα ύψη του πολύβαθμοι, έρημοι εξετείνοντο οι διάδρομοι, τα φώτα δεν είχαν ακόμα αναφθεί, καλά – καλά, ησυχία εβασίλευε. Μόνον, από το υψηλότερόν του πάτωμα, κωδωνισμός αντήχει, παρατεταμένος και επίμονος, οξύς και βίαιος τριλλίζων, ως ανθρώπου κρούοντος προ ώρας, και ανυπομονούντος επιτέλους, και από τα ζοφερά βάθη των κλιμάκων, κάτω, εις την είσοδον, φωνή ανέβαινε, βοώσα, ωργισμένη,.. (3α)       

Το ανήσυχο πήγαινε έλα του μυριάνθρωπου πλήθους μου προκάλεσε μια καινούργια ακόμα ηδονική αναταραχή. (…) απορροφήθηκα ολότελα απ’ την παρατήρηση των σκηνών, που ξετυλίγονταν μπροστά μου στο δρόμο. (…) κοίταζα τις διάφορες ομάδες των περαστικών και προσπαθούσα να φανταστώ τις σχέσεις που είχαν ανάμεσά τους (…) {ντύσιμο, στάση, πρόσωπο, έκφραση…} κάποιοι ευχαριστημένοι, πολυάσχολοι, σκέφτονται πως θα ανοίξουν δρόμο μέσα στο πλήθος. Αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα ανθρωποπλημμύρα έδιναν το αίσθημα πως ήταν μόνοι. Άνθρωποι που ανήκαν σε ανώτερες τάξεις, έμποροι, συμβολαιογράφοι, κερδοσκόποι του χρηματιστηρίου, αργόσχολοι… Διέκρινα δύο κατηγορίες εμποροϋπαλλήλων, αυτή των μεγάλων διαφημιστικών εταιριών με εφαρμοστά πανωφόρια, καλογυαλισμένα μποτίνια, αυθάδικα ανασηκωμένα χείλη, με ζωηράδα στις κινήσεις, σβέλτοι. Είχαν κατά κάποιον τρόπο το παρωχημένο φέρσιμο της καλής κοινωνίας. Η άλλη κατηγορία, ήταν υπάλληλοι των παλιών σοβαρών εμπορικών οίκων, αυτοί είχαν ολότελα διαφορετική εμφάνιση. Περιεργαζόμουν τους πάντες. Έβρισκα ανάμεσά τους μανιώδεις  χαρτοπαίκτες που ξεχώριζαν εύκολα.

        Κατέβαινα όλο και πιο χαμηλά τα σκαλοπάτια της κοινωνίας και άρχισα να περιεργάζομαι τους πιο σκοτεινούς, τους πιο χυδαίους τύπους. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να είχαν διαπράξει, αν όχι και τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα τουλάχιστον πέντε εξ αυτών. Αλκοολικοί με απερίγραπτη εμφάνιση, εξαθλιωμένοι, μια ρυτιδιασμένη, φτιασιδωμένη φορτωμένη διαμαντικά γριά πόρνη, που πάσκιζε εναγώνια να φαίνεται νέα, η ασχημάτιστη παιδούλα με το άγουρο σώμα που οι άλλες την είχαν ξεσκολίσει, φλεγόταν από επιθυμία να βρεθεί στο ίδιο σκαλοπάτι του ξεπεσμού με ‘κείνες (4α) 

Όταν ανέβηκα επάνου, είδα την σκιάν του υπηρέτου, στεκομένην έξωθεν της πόρτας του πλαγίου στο δικό μου δωματίου διαμέσου της οποίας, μισοανοιχτής, γυνή τις μονάχα με της κάλτσες και το υποκάμισον, κλείνουσα προς τα πρόσω το γυμνόν της στήθος και τα ξέσκεπά της μπράτσα, έτεινε προς αυτόν λεκάνην. Έβαλα το κλειδί μου εις την πόρτα μου, την άνοιξα εβρήκα ψάχωντας τα σπίρτα μου, άναψα το κερί μου, και πλησιάσας, ακούμπησα στο παράθυρο το οποίον έβλεπε, αβέρτο, προς τα σκότη. Μέσα στη νύχτα, η οποία πλέον ήρχετο εκτείνετο εις μαύρην λειότητα, ευρεία, η ακύμαντος επιφάνεια της θαλάσσης, ακίνητα τα πέραν βουνά, ανόρθωναν τα σκιώδης κατατομάς των, αι στέγαι των πέριξ οίκων συνεχέοντο εις επίπεδον σκοτεινών, ο ουρανός είχε αρχίσει να σπέρνεται με άστρα και εις τον κάτω δρόμον, αναμμένα, ετρεμούλιαζαν, τα πρώτα ράμφη του γκαζ. Και ενώ έσκυφτα έξω απ’ αυτό, ροφών και με τας πέντε αισθήσεις μου, και τον βαθύν της θαλάσσης ανασασμών, και την από των πέρα βουνών καταφερομένην μαλακήν πνοήν, και των από των πέριξ οίκων αναδιδόμενον αόριστον θρουν της ζωής, και του μακρινού άστρου την ακτίνα, και την από των κάτω δρόμων αναβαίνουσαν σύμμικτον κίνηση, η φράσις του χαρτιού το οποίον είχα ιδή προμικρού έπληξεν έξαφνα το πνεύμα μου και πάλιν, βαρεία ως σφύρα επί άκμονος, επανήλθε διαμιάς απροσδοκήτως εκ νέου εις αυτό εν εισβολή ακαθέκτω και βιαία, εν τω λακωνισμώ της τω παραδόξω και το τραχεί. (3β)

{Ο αφηγητής έχει «προ μικρού» πληροφορηθεί από τον αστυνόμο που συνάντησε στο σαλόνι του ξενοδοχείου, όπου διαμένει, για την αυτοκτονία κάποιου άγνωστου επισκέπτη και έχει διαβάσει το σημείωμα που άφησε ο αυτόχειρας, γραμμένο σ’ ένα ”ριγωμένο” χαρτί, ζαρωμένο, τσαλακωμένο, άγραφο στο μεγαλύτερο μέρος του, και μονάχα σε μια γραμμή διέκρινε τις λέξεις: Αυτοκτονώ. Ας μην ενοχληθή κανείς.} Ας μην ενοχληθεί κανείς! ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι’ όσους η χειρ του Θανάτου σημειώνει εις την μαύρην σφραγίδα της!   Ωσάν να ενοχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι’ όσους η αρπάγη του Πάθους, της Νόσου ή της Ανάγκης σκορπίζει εις τα τετραπέρατα του ορίζοντος, αγέλην οικτρών σφαγίων!  Ωσάν να ενοχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, διά τους δυστυχείς ή τους ανοήτους, όσοι κατατρεγμένοι από την Μοίραν, των ή καβαλικεμένοι εις την Χίμαιραν των δεν επρόφθασαν να σκεφθούν πώς έμελλαν να αποθάνουν! Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθεί για την ευγενίαν του ο άγνωστος αυτός ξένος, ο οποίος ήρθε χθες μία νύχτα για να κοιμηθεί σήμερα τον τελευταίον του ύπνον εις ένα ξενοδοχείον; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθεί για την ευγενίαν του; ο αλλόκοτος αυτός ταξιδιώτης, ο οποίος ήρχετο από τας Αθήνας, πιθανόν όμως να ήτον από την Σμύρνη, (…) αλλά διόλου παράξενο να ήτο απτο Λονδίνον.(3γ)

Ο αφηγητής βρίσκεται σε υπερδιέγερση.

Κι ο άλλος αφηγητής της άλλης ιστορίας έχει διεγερθεί υπέρμετρα.

Αυτός ο εκθαμβωτικός φωτισμός με παρακίνησε να παρατηρήσω ξανά τα διάφορα πρόσωπα, και παρόλο που η ταχύτητα, με την οποία περνούσαν οι διαβάτες μπροστά απ’ το φωτισμένο παράθυρό μου, δε μου επέτρεπε να τους ρίξω παραπάνω από μία φευγαλέα ματιά, ωστόσο η διέγερση ακόνιζε το βλέμμα μου και μου έδινε τη δυνατότητα να διαβάσω, έστω και σ’ αυτή τη σύντομη στιγμή την ιστορία ολόκληρων χρόνων. (…) Ώσπου ξεφύτρωσε το πρόσωπο ενός σαραβαλιασμένου γέρου εξηνταπέντε ως εβδομήντα χρόνων. Ποτέ στη ζωή μου δεν είδα άλλο πρόσωπο που να του μοιάζει έστω αμυδρά. Αλλά θυμάμαι πολύ καλά ότι η πρώτη μου σκέψη μόλις τον είδα, ήταν πως κάθε ζωγράφος που ζωγραφίζει αποκλειστικά το διάβολο θα προτιμούσε αυτό το πρόσωπο απ’ όλες τις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις του Σατανά (…) και ξαφνικά με κυρίεψε η ακατανίκητη επιθυμία να μη χάσω απ’ τα μάτια μου αυτόν τον άνθρωπο, να μάθω περισσότερα γι’ αυτόν,

{Και φόρεσε βιαστικά το πανωφόρι του, άρπαξε το μπαστούνι και το καπέλο του και όρμησε το κατόπι του παλεύοντας ν’ ανοίξει δρόμο …}

Στο μεταξύ είχε νυχτώσει για τα καλά και πάνω απ’ την πόλη αιωρούνταν μια πυκνή υγρή ομίχλη, που σε λίγο έγινε δυνατή βροχή. Η αλλαγή του καιρού είχε μια παράξενη επίδραση στο πλήθος, που ξαφνικά στράφηκε προς μια εντελώς νέα κατεύθυνση και σκεπάσθηκε από ένα δάσος ομπρέλες.  (…) Εκείνος βάδιζε πιο αργά, πιο αβέβαια, πιο αναποφάσιστα, σαν να μην είχε ουσιαστικά κανένα προορισμό. Χωρίς φανερό σκοπό πέρασε κάμποσες φορές απ’ το αριστερό πεζοδρόμιο στο δεξί και μετά ξανά στο αριστερό και πάλι απέναντι και πάλι πίσω. Ο συνωστισμός εξακολουθούσε να είναι και εδώ τόσο μεγάλος που έπρεπε να παρακολουθώ τον άγνωστο από πολύ κοντά για να μην τον χάσω. (…) Ωστόσο βάδιζε μ’ ακλόνητη επιμονή. Γυρόφερνε για καμιά ώρα, ενώ σιγά σιγά ο κόσμος γύρω μας αραίωνε. Η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς, έπιασε κρύο κι’ όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποσύρονταν στα σπίτια τους. (…) Όσο προχωρούσαμε, τόσο αραίωναν οι άνθρωποι και τόσο περισσότερο ο γέρος περιερχόταν ξανά στην προηγούμενη ανησυχία και αστάθειά του. (…) Ο άγνωστος σταμάτησε για μια στιγμή φάνηκε σα χαμένος σε σκέψεις, μετά, με όλα τα σημάδια εσωτερικής αναστάτωσης οδήγησε τα βήματά του σ’ ένα δρόμο στην άκρη της πόλης, (…) στο αποκρουστικότερο προάστιο του Λονδίνου, όπου όλα είχαν την άσχημη σφραγίδα της απελπιστικής φτώχειας και του πιο αποτρόπαιου ξεπεσμού. (4β) Γέροι και γριές προχωρούσαν τρεκλίζοντας και έψαχναν στα σκουπίδια πεταμένα μες στις λάσπες να βρουν σάπιες πατάτες, φασόλια και λαχανικά, ενώ μικρά παιδιά κολλημένα σαν μύγες σ’ ένα σωρό σάπια φρούτα βουτούσαν τα χέρια τους ως τους ώμους μες στα βρωμοζούμια για να βρουν σάπια κομματάκια τα οποία καταβρόχθιζαν στο λεπτό. Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο … ούτε μια άμαξα δε συνάντησα σ’ όλη τη διαδρομή, ενώ η δική μου ήταν σαν να ‘ρχόταν από το υπερπέραν, αν κρίνω από τον τρόπο με τον οποίο μας πήραν από πίσω τα παιδιά. (…) Ένας παγωμένος και υγρός αέρας φυσούσε και όλα αυτά τα όντα, κουβαριασμένα μες στα κουρέλια τους, κοιμόνταν ή προσπαθούσαν να κοιμηθούν. Πιο πέρα είδαμε καμιά δωδεκαριά γυναίκες, η ηλικία των οποίων κυμαινόταν από τα είκοσι ως τα εβδομήντα. Δίπλα είδα ένα μωράκι, μπορεί να ήταν και εννιά μηνών, να κοιμάται ανάσκελα στο σκληρό παγκάκι, δίχως μαξιλάρι, ούτε κουβέρτα και χωρίς κανένα να το φροντίζει. Παραδίπλα, πέντ’ έξι άντρες κοιμόνταν τεντωμένοι ή ακουμπώντας ο ένας πάνω στον άλλο. Παραπέρα είδα μια οικογένεια το παιδί κοιμόταν στα μπράτσα της κοιμισμένης μητέρας του και ο άντρας προσπαθούσε αδέξια να φτιάξει ένα διαλυμένο παπούτσι. Σ’ ένα άλλο παγκάκι μια γυναίκα έκοβε κομμάτια από τα κουρέλια της μ’ ένα μαχαίρι, ενώ μια άλλη με βελόνα και κλωστή μπάλωνε κάτι τρύπες. Ακριβώς δίπλα, ένας άντρας έσφιγγε στα χέρια του μια γυναίκα που κοιμόταν. Πιο πάνω, ένας άντρας με λασπωμένα ρούχα κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στη ποδιά μιας κοιμισμένης γυναίκας, που δεν ήταν πάνω από τα εικοσιπέντε.

-Για το όνομα του Θεού, πάμε να φύγουμε από δω πέρα.  

{Και πού να πάμε; Πόσο μακριά πήγαμε απ’ αυτή τη φρίκη του 1903;}

Η ζωή του ανθρώπου δεν αξίζει εδώ ούτε δεκάρα. Μια πρωτοφανής πείνα είναι η μερίδα τους για χρόνια ολόκληρα. Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει αυτοί πάντα σηκώνονται από το τραπέζι, ενώ και μπορούν και θέλουν να φάνε περισσότερο. Από τη στιγμή όμως που θα πάρεις την κατηφόρα, η χρόνια κακή διατροφή παίζει σημαντικό ρόλο γιατί εξολοθρεύει τη ζωτικότητα και επιταχύνει την κατρακύλα. Κοντολογίς, η Άβυσσος του Λονδίνου είναι ένα μεγάλο σφαγείο. (5)

Ω συ, πατρίδα, Αγγλία των θαυμάτων,

Εσύ Αγγλία, του Μίλτωνα πατρίδα,

Πόσο θ’ αντέξεις τα καμώματά τους;

(…)

Αυτών των σκουριασμένων βασιλιάδων,

Με τα σκουληκιασμένα ψέματά τους,

Αυτών, που δεν σ’ αφήνουν να ησυχάσεις,

Αυτών, που όλο θαμπώνουν τη ματιά σου

Και δε σ’ αφήνουνε να δεις πια τώρα

Τη φευγαλέα δόξα του ουρανού! (6)

Στάθηκα αποφασιστικά μπροστά στον οδοιπόρο και τον κοίταξα κατά πρόσωπο. Αυτός όμως δε με πρόσεξε και έπαψα να τον παρακολουθώ και στάθηκα συλλογισμένος «Αυτός ο άνθρωπος» είπα, «είναι η προσωποποίηση, το πνεύμα του εγκλήματος. Δεν μπορεί να μείνει μόνος. Είναι ο Άνθρωπος του Πλήθους. Θα ήταν ανώφελο να συνεχίσω να τον παρακολουθώ γιατί δε θα μάθαινα τίποτα γι’ αυτόν. Η χειρότερη καρδιά του κόσμου είναι ένα βιβλίο που δεν διαβάζεται».

{Έτσι τελειώνει ο συλλογισμένος πλέον αφηγητής του Ανθρώπου του Πλήθους. Και ο αφηγητής της άλλης ιστορίας ,του Αυτόχειρα επιλέγει:}

 Ας μην ενοχληθή κανείς! Ο άνθρωπος αυτός ήτο μωρός. Μήπως τυχόν ήθελε να ενοχληθώ εγώ,  ο οποίος έχασκα κοιτώντας το ποικιλόμορφον πλήθος των διαβατών, ανδρών και νέων και γερόντων, πολιτών και στρατιωτών, αστών και εργατικών, ναυτικών και εντοπίων, φουστανελάδων και φραγκοφορεμένων, εστάθμευε κατά ομίλους προ αυτών ή εν τω μέσω της οδού, εσυνδιαλέγετο, επεριπατούσε, έμπαινε και εψώνιζε, εκοίταζε, διαγκωνίζετο, αλληλοεκερνάτο.  

Η νύχτα έφευγε καλπάζουσα, η αυγή είχε προχωρήσει γιγαντίως. Και απελπισθείς ότι θα ημπορούσα να κοιμώμουν, εσηκώθηκα, τράβηξα τους μπερντέδες και άνοιξα το παράθυρο. Η θάλασσα εξετείνετο κάτωθεν αυτού, γαληνιαία και ακύμαντος, ακύμαντος πάντοτε και πάντοτε γαληνιαία, ακίνητοι ωρθούντο των πέραν ορέων αι κατατομαί, και από του Παναχαϊκού ο ήλιος ανέτελλε, θαυμασίως ομοιόμορφα και απαραμίλλως αναλλοίωτος. 

 

 

Παραπομπές:

(1) Γκαμπριέλε ντ Ανούντσιο
(2) Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, από τη μεριά του Σουάν, Ονόματα τόπων, Το όνομα, μτφρ.: Π.Α.Ζάννας.
(3), (3α) και (3β) Μιχαήλ Μητσάκης, Αυτόχειρ.
(4), (4α) και (4β) Ε.Α. Πόε, ο Ανθρωπος του Πλήθους, μτφρ. :Δημοσθένης Κούρτοβικ
(5) Τζακ Λόντον, Οι Άνθρωποι της Αβύσσου, μτφρ. :Γιάννης Παπαδάκης.
(6) Άλγκερνον  Σουίνμπορν
 
 
Σημείωση:
 Οι πίνακες που κοσμούν το κείμενο είναι του Ιταλού φουτουριστή ζωγράφου Μάριο Σιρόνι (1885-1961). Οι πίνακες αντίθετα με το πλήθος που κυκλοφορεί στα κείμενα δεν απεικονίζουν  παρά μόνο έρημους τόπους, όπως και στους πίνακες του Τζόρτζιο ντε Κίρικο.

       

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.