Skip to content
Έαρ αρχαίο, αθάνατο
Από τη στάχτη του χειμώνα
Ο ανερμήνευτος κωδίκελλος στο τέλος των γραμμένων-
Νιώθεις το αεράκι;
Άτολμο, όλο χνούδια και σε πτήση χαμηλή;
Είναι αυτό το ίδιο που άγγιξε θεός, αρχή του κόσμου
Και από τότε, επίμονο
Συνέχεια θωπεύει και αλλάζει
Το δέντρο σε στοιχειό
Τον ίσκιο σε τετράποδο
Σε ψάρι, σε πουλί, σε δίποδο –
Αυτό το ίδιο, που αφοσιωμένο πάντα
Προφταίνει να γυαλίζει βότσαλα
Χορτάρια να χτενίζει
Γύρη να ξεσκονίζει απ’ τα πέταλα της μαργαρίτας-
Γλύπτης τυφλός ψαύοντας, πελεκώντας με τις ώρες
Το αόρατο-
Νιώθεις το αεράκι;