You are currently viewing Φωτεινή Χρηστίδου: Ουίλλιαμ Φώκνερ, ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΥΛΛΑ, Μετάφραση – Επίμετρο: Γιάννης Παλαβός, Εκδόσεις: Κίχλη

Φωτεινή Χρηστίδου: Ουίλλιαμ Φώκνερ, ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΥΛΛΑ, Μετάφραση – Επίμετρο: Γιάννης Παλαβός, Εκδόσεις: Κίχλη

Ο Ουίλλιαμ Φώκνερ γεννημένος στο Νιού Ώλμπανυ του Μισσισσίππι το 1897 υπήρξε σπουδαίος Αμερικανός λογοτέχνης, βραβευμένος με Νόμπελ το 1950, εισηγητής του μοντερνισμού τόσο στα έργα του μικρής φόρμας όσο και στα μυθιστορήματά του. Τα Κόκκινα φύλλα, δημοσιευμένα για πρώτη φορά το 1930 σε περιοδικό ποικίλης ύλης ευρείας κυκλοφορίας, θεωρούνται από τους μελετητές ένα από τα τρία κορυφαία διηγήματα του αμερικανικού λογοτεχνικού κανόνα.

Πρόκειται για ένα διήγημα καταδίωξης, σκληρό αλλά ταυτόχρονα ποιητικό με πολλούς συμβολισμούς. Είναι το πρώτο έργο στο οποίο ο Φώκνερ καταπιάνεται με τη δουλεία, θέμα που τον απασχόλησε και σε κατοπινά του έργα, και το πραγματεύεται έμμεσα, με διαμεσολάβηση. Δεδομένων των συνθηκών που επικρατούσαν τότε στον αμερικανικό Νότο και της προσφυγής του συγγραφέα, που δεν ήταν ακόμη ιδιαίτερα γνωστός, σε μεγάλης κυκλοφορίας έντυπα για δημοσίευση της δουλειάς του, δεν αναφέρεται άμεσα στην ελίτ των λευκών δουλοκτητών αλλά στη χρήση σκλάβων από κάποιες φυλές αυτοχθόνων.

Πράγματι, κάποιες φυλές στην ευρύτερη περιοχή του Μισσισσίππι, που ανέπτυξαν δεσμούς με τους Ευρωπαίους αποίκους, υιοθέτησαν συνήθειές τους μεταξύ των οποίων και η δουλοκτησία. Ο Φώκνερ αναφέρεται στην αλληλεπίδραση των τριών φυλών : λευκών, αυτοχθόνων και μαύρων και στην παρακμή μέχρις αφανισμού που οδήγησε η πρακτική της υιοθέτησης ηθών των λευκών. Προφανώς υποβάλλει την ιδέα ότι κάθε κοινωνία που στηρίζεται στη δουλεία είναι προορισμένη να εκπέσει.

Το διήγημα ξεκινάει in medias res. Ο φύλαρχος Ισσετιμπέχα είναι νεκρός και προκειμένου να ταφεί πρέπει να εντοπιστεί ο σκλάβος του, που έχει διαφύγει, διότι το έθιμο επιβάλλει την ταφή μαζί με τον αρχηγό της φυλής του σκλάβου, του αλόγου και του σκύλου του. Ξεκινάει λοιπόν η καταδίωξή του αρχικά από μια μικρή ομάδα και στη συνέχεια με τη συμμετοχή του γιού και διαδόχου του νεκρού που είναι και ο δολοφόνος του πατέρα του. Στις πρώτες ενότητες υπερισχύει το γκροτέσκο, η παρωδία των πολιτισμικών δανείων των ιθαγενών από τους λευκούς σε επίπεδο καθημερινότητας, ενδυμασίας, επίπλων, συμβόλων εξουσίας κλπ. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στη γενεαλογία του Ισσετιμπέχα, μια σύντομη αναδρομή στον βίο και την πολιτεία του προγόνου του Ντουμ, του πρώτου φύλαρχου. Το τελευταίο μέρος του διηγήματος, και το πιο τραγικό, επικεντρώνεται στην περιπλάνηση του σκλάβου στα δάση, στην προσπάθειά του να ξεφύγει και να σωθεί, τον εγκλωβισμό του, καθώς δεν έχει πού να πάει, μέχρι τη σύλληψη και την υποταγή του στο πεπρωμένο.

Τα γεγονότα εκτυλίσσονται στην επινοημένη από τον συγγραφέα κομητεία Γιοκναπατάουφα, κάπου στο Νότο, όπου τοποθετείται η αφήγηση στα περισσότερα έργα του, μάλιστα είχε σχεδιάσει ο ίδιος δύο χάρτες της. Ο αφηγηματικός χρόνος δεν αναφέρεται στο κείμενο, είναι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα.

Οι Ινδιάνοι του Φώκνερ είναι επίσης επινοημένοι σε μεγάλο βαθμό, πλάσματα της φαντασίας του, μια σύνθεση ρεαλιστικών χαρακτηριστικών, στοιχείων θρύλου, στερεοτύπων, εξωτισμών. Οι ανθρωποθυσίες που αναφέρονται στο κείμενο δεν έχουν επιβεβαιωθεί, πολύ δε περισσότερο ο κανιβαλισμός. Δουλεμπόριο δεν υφίστατο στις αυτόχθονες φυλές παρά μόνο χρήση σκλάβων. Ωστόσο ο Φώκνερ δεν θεωρεί απαραίτητη την πίστη στα πραγματικά δεδομένα προκειμένου να χτίσει το μυθοπλαστικό του σύμπαν.

Ο  Όμηρος στη Ζ ραψωδία της Ιλιάδας αναφέρει : ‘’όπως των φύλλων η γενιά, τέτοια και των ανθρώπων η φυλή’’. Έτσι και τα κόκκινα φύλλα, οι κοκκινοπρόσωποι Ινδιάνοι δηλαδή, σαν τα φύλλα των δέντρων που είναι προορισμένα να κοκκινίσουν και τελικά να πέσουν, βρίσκονται στα πρόθυρα της πτώσης τους. Δυσκίνητοι, μαλθακοί, στέκουν στο χείλος του ηθικού ξεπεσμού όπως αυτός εξεικονίζεται χαρακτηριστικά στο πρόσωπο και τη συμπεριφορά του πλαδαρού, ατάραχου, αδρανή  Άντρα, διαδόχου Μοκετούμπε.

Ο συμβολισμός των φύλλων όμως επεκτείνεται περισσότερο. Στο διήγημα φαίνεται να εξατομικεύεται στην περίπτωση του νέγρου, στην πραγματικότητα όμως έχει διαστάσεις πανανθρώπινης τραγικότητας, καθώς και ο άνθρωπος ως μέρος της φύσης προορίζεται να πεθάνει. Ο σκλάβος γίνεται για έξι μέρες φυγάς γιατί αδυνατεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου, βαθιά μέσα του όμως γνωρίζει ότι τελικά θα υποκύψει στο νόμο που διέπει όλα τα έμβια όντα.

Τέλος, εντοπίζονται και στοιχεία θρησκευτικής αλληγορίας στο κείμενο, συγκεκριμένα κάποια κοινά μοτίβα με την Βίβλο, όπως για παράδειγμα το εξαίσιο δάσος μπορεί να παραλληλιστεί με τον κήπο της Εδέμ, ο μοκασίνος με το φίδι-διάβολο, ο Άντρας πιθανότατα αποτελεί μετωνυμία του Αδάμ.

Τα Κόκκινα φύλλα είναι ένα εξαιρετικό κείμενο, κλασικό πια, κορυφαίο σε πλοκή, δομή,  τεχνική, γλώσσα, νοήματα. Η Κίχλη μας το προσφέρει σε μια προσεγμένη, ποιοτική έκδοση που περιλαμβάνει εκτός από το μεταφρασμένο από τον Γ. Παλαβό κείμενο και ένα αναλυτικό, αξιόλογο Επίμετρο του ιδίου, όπως και πολύτιμες για την κατανόηση Σημειώσεις, βοηθητικό Χρονολόγιο του βίου και της εργογραφίας του συγγραφέα και ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό. Το εξώφυλλο, απόλυτα ταιριαστό με το περιεχόμενο, κοσμεί πίνακας του Γκωγκέν που απεικονίζει είδωλο της θεάς Χίνα.

Μερικά αποσπάσματα

Ο γέρος μονολογούσε. Ήταν ξυπόλυτος και φορούσε μακριά λινή ρεντιγκότα και καστόρινο καπέλο. ‘’Ο κόσμος πάει απ΄το κακό στο χειρότερο’’, έλεγε. ‘’Τον ρημάζουν οι λευκοί. Χρόνια και χρόνια ζούσαμε μια χαρά, ώσπου μας φόρτωσαν τους νέγρους τους. Παλιά οι γέροι κάθονταν στον ίσκιο, έτρωγαν καλαμπόκι και βραστό ελάφι, κάπνιζαν το ταμπάκο τους και συζητούσαν περί τιμής, για πράγματα σοβαρά. Τώρα τι κάνουμε; Ως και οι γέροι ξεθεώνονται στη δουλειά, ν΄ασχολούνται με δαύτους που θέλουν να μοχθούν’’. Σελ. 32

Ολόκληρη εκείνη τη μέρα ο νέγρος, ο υπηρέτης του Ισσετιμπέχα, παρακολουθούσε κρυμμένος στον αχυρώνα τον αφέντη του να ψυχορραγεί. Ήταν σαράντα χρονών, γεννημένος στη Γουινέα. Είχε μικρό και στενό κεφάλι με πλακουτσωτή μύτη. Οι μέσα άκρες των ματιών του ήταν ελαφρώς κόκκινες και τα ούλα του, που πρόβαλλαν πάνω απ΄τα τετράγωνα και μεγάλα του δόντια, είχαν ανοιχτό μαβί χρώμα. Στα δεκατέσσερά του, προτού ακόμη του τροχίσουν τα δόντια, τον άρπαξε ένας δουλέμπορος από τις ακτές του Καμερούν. Υπηρετούσε τον Ισσετιμπέχα είκοσι τρία χρόνια. Σελ. 42

Όμως κοντά στην πόρτα του σπιτιού, περίμενε μια ομάδα αντρών. Ο νέγρος τους παρακολουθούσε, ώσπου σύντομα τους είδε να βγάζουν τον Μοκετούμπε πάνω σ΄ένα παλανκίνο από πετσί αρσενικού ελαφιού και πασσάλους από ξύλο λωτού. Αθέατος στην κόγχη του ψηλά μες στις φυλλωσιές, ο νέγρος, το θήραμα, ατένιζε ήρεμα την αμετάκλητη μοίρα του με μια έκφραση εξίσου στοχαστική με του Μοκετούμπε. ‘’ Μάλιστα’’, ψιθύρισε. ‘’Ώστε θα βγει. Ο άνθρωπος αυτός, που το κορμί του είναι δεκαπέντε χρόνια πεθαμένο, θα βγει κι αυτός’’. Σελ. 57

Δυο Ινδιάνοι μπήκαν με θόρυβο στον βάλτο. Λίγο προτού φτάσουν στον νέγρο σταμάτησαν, γιατί άρχισε να τραγουδά. Τον είδαν, γυμνό και αλειμμένο με λάσπη, να κάθεται σ΄έναν πλαγιασμένο κορμό και να τραγουδά. Στάθηκαν παράμερα σιωπηλοί και περίμεναν να τελειώσει. Τραγουδούσε στη γλώσσα του, στραμμένος προς τον ήλιο που ανέτελλε. Η φωνή του ήταν καθαρή και βαθιά, με χροιά άγρια και θλιμμένη. ‘’ Ας του δώσουμε χρόνο’’, είπαν οι Ινδιάνοι, περιμένοντας καρτερικά. Σελ. 67

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.