You are currently viewing ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ:  ΜΑΡΙΑ  ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΑΜΗΛΗ ΒΛΑΣΤΗΣΗ, Κίχλη, 2018

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ:  ΜΑΡΙΑ  ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΑΜΗΛΗ ΒΛΑΣΤΗΣΗ, Κίχλη, 2018

Βλάστηση χαμηλή, αλλά πολύ πυκνή. Άμεση, πρωτοπρόσωπη ως επί το πλείστον, εξομολογητική γραφή. Ελάχιστες φορές δευτεροπρόσωπη και ακόμα πιο σπάνια τριτοπρόσωπη. Θαυμαστή οικονομία λέξεων και συμπύκνωση. Η αφηγήτρια -ή ο αφηγητής σε κάποια διηγήματα- συμμετέχει, διηγείται με νοσταλγία, τρυφερότητα, χιούμορ, μεταφέρει μικρά άλλοτε γλυκόπικρα, άλλοτε αστεία στιγμιότυπα, φέτες ζωής αυτόνομες και ολοκληρωμένες μέσα στην συντομία τους.

Η αφήγηση είναι τόσο ζωντανή, οι χαρακτήρες τόσο πειστικοί, η γλώσσα που χρησιμοποιούν μεταφέρεται αναλλοίωτη, ρέει διαυγές νερό πηγής. Η αφηγήτρια διηγείται με μία αφοπλιστική ειλικρίνεια, ανοίγει τις πόρτες του βιβλίου και υποδέχεται τον αναγνώστη σε ένα μικρό κόσμο μίας ανθρώπινης ζωής, χωρίς κορυφαία δράματα, μίας ζωής όπως όλων των ανθρώπων, με τους συγγενείς που στριφογυρίζουν, την γιαγιά που θέλει να βγάλει φτερά και να πετάξει, τον μπερμπάντη θείο Μανώλη και την κορνίζα της όμορφης γυναίκας που η θεία ξεφορτώνεται την ημέρα του θανάτου του, την αδελφή που μαζεύει τσάντες γιατί κάποτε, μικρό κοριτσάκι, μέσα σε μία άλλη οικονομική κρίση, ξέχασε μία τσάντα δώρο σε ένα τρένο, την αφηγήτρια που συλλέγει παπούτσια για να καλύψει ένα παιδικό τραύμα.

Ο αναγνώστης γίνεται ωτακουστής, κρυφοκοιτάει μέσα από τις χαραμάδες των παλιών σπιτιών της Καλαμάτας, κάθεται σιωπηλός στο χαγιάτι ενός σπιτιού στο χωριό με θέα τον μεσσηνιακό κάμπο, σταματάει σε μία καλύβα μικροπωλητών στην Μεσσήνη, στον δρόμο με τα περιβόλια, ανεβαίνει σε λεωφορεία όπου αιχμαλωτίζει συζητήσεις, τρώει πρωινό σε ένα σπίτι με θέα την Ακρόπολη, περιδιαβαίνει σε ένα νεκροταφείο όπου η αφηγήτρια με την αδελφή της έρχονται σε επαφή με τον θάνατο συζητώντας για τα διαφορετικά είδη τάφων, μπαίνει σε ταξί και συνομιλεί με τους ταξιτζήδες, βρίσκεται ξαφνικά σε ένα κουλτουριάρικο καφέ στην Οία της Σαντορίνης, σε μία παράσταση στην Ελευσίνα.

Σε χαμηλή βλάστηση μας παραπέμπει ο τίτλος της συλλογής διηγημάτων της Μαρίας Στασινοπούλου. Θάμνοι, πόες και μπονσάι λοιπόν. Οι θάμνοι δεν έχουν κεντρικό κορμό, οι βλαστοί τους διακλαδίζονται έντονα και με αυτόν τον τρόπο αποκτούν το χαρακτηριστικό σχήμα τους. Έντεκα από τα διηγήματα της συλλογής κατατάσσονται στην κατηγορία των θάμνων. Η έκτασή τους είναι από μιάμιση έως επτάμιση σελίδες το καθένα. Τα καφέ στίγματα που η αφηγήτρια αποδέχεται στα χέρια της, που είναι κομμάτι της ηλικίας και της εμπειρίας γι αυτό πολύτιμες κουκίδες στον χάρτη του κορμιού, η αφή που αναγνωρίζει και αναπλάθει το αγαπημένο σώμα, η αισθησιακή περιγραφή των χεριών του αγαπημένου, η Μίρκα ένα παιδί από την Σερβία που ημέρεψε με την αγάπη, η Ευτυχία του πρώτου θρανίου που ένα άγγιγμα της δασκάλας την έκανε να μην νιώθει τόσο μόνη, όλα σε ένα αριστοτεχνικό διήγημα που περικλείει την επαφή. Ένα φιλί, θέμα σύμπτωσης σημείων όπως το χαρακτηρίζει η συγγραφέας, μία μικρή τρυφερή ερωτική ιστορία με ημερομηνία λήξης, όπως οι χρονολογίες θανάτου μίας ολόκληρης οικογένειας πάνω σε έναν τάφο που πέθαναν όλοι στα εβδομήντα επτά τους χρόνια. Ο έρωτας και ο θάνατος, η αστεία και η θλιβερή όψη της ζωής, ένα ζευγάρι που παίρνει πρωινό και κατορθώνει να νικήσει την φθορά με το χιούμορ.

Συγκινητικοί οι έντεκα θάμνοι της Στασινοπούλου, δεν αφηγούνται γεγονότα ιστορικής σημασίας με υψιπετείς τόνους και μελοδραματικές εξάρσεις. Όμως οι βλαστοί τους διακλαδίζονται και φύονται μέσα στην καρδιά του αναγνώστη.

Η πόα είναι φυτό με βλαστό μαλακό και πράσινο. Στα πολυετή ή διετή ποώδη, ο υπέργειος βλαστός ξεραίνεται το χειμώνα και εκπτύσσονται νέοι βλαστοί και φύλλωμα την άνοιξη. Δέκα έξι πόες, διηγήματα με τρυφερούς και μαλακούς βλαστούς. Πιο μικρά σε έκταση από τα διηγήματα θάμνους, μία με δύο το πολύ σελίδες έκταση το καθένα. Μικρές ιστορίες μεγάλου βεληνεκούς. Που ξεκινούν σε ένα σαλόνι με έπιπλα της άκληρης εξαδέλφης, συνεχίζονται σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην Λευκωσία και στην συνάντηση με έναν παλιό φίλο, η ιστορία μίας υιοθεσίας, οι χειρουργικές επεμβάσεις που κάνουμε στην μνήμη για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, η ζωή που συνεχίζεται και επαναλαμβάνεται μέσα από τις συνήθειες που κληρονομούμε από τους γεννήτορες, το χιούμορ ενός ολόκληρου λαού, άνθρωποι που γνωρίσαμε, άνθρωποι που χάσαμε, αστεία και τραγικά κομμάτια ενός παζλ μίας λογοτεχνικής καθημερινότητας. Ή, αλλιώς, η πραγματικότητα που η συγγραφέας βλέπει μέσα από ένα πολύ ενδιαφέρον βλέμμα απομονώνοντας το ασήμαντο και τονίζοντας το γλαφυρό, το σημαντικό, το αστείο, το εξαιρετικό. Η συγγραφέας μιλάει με ανάλαφρο τόνο για τα πιο σοβαρά πράγματα της ζωής, σταχυολογεί και αποθησαυρίζει, αποταμιεύει, συσσωρεύει, αποθηκεύει το πικάντικο και το πολύτιμο μέσα από τόνους καθημερινών διαδρομών, επαφών και εμπειριών.

Και τέλος τα είκοσι εννέα μπονσάι. Διηγήματα σε γλάστρες, που ζουν πολύ περισσότερο από τα αντίστοιχα είδη στην φύση. Από δυόμιση έως δέκα σειρές η έκτασή τους. Θυμίζουν τον Μαγιακόφσκι που έλεγε ότι τόνοι μεταλλεύματος παράγουν μία σταγόνα ράδιο.

«Δεν ξέρω τίποτα. Ούτε καν την ημέρα της γέννησής μου. Η μάνα μου δεν έδινε σημασία στις λεπτομέρειες» γράφει η Στασινοπούλου στο μπονσάι με τίτλο Το Μπορχεσιανό.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου γίνεται απόλυτα κατανοητός ο τίτλος του. Η συγγραφέας έχει συμπεριλάβει τον αναγνώστη σε μία εξερεύνηση σε ένα δάσος. Με χαμηλή βλάστηση τόσο αναζωογονητική, που τα πνευμόνια του γεμίζουν καθαρό αέρα.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.