You are currently viewing Βάλτερ Πούχνερ: Δοκιμαστικές προσεγγίσεις σε μια κριτική της κριτικής   

Βάλτερ Πούχνερ: Δοκιμαστικές προσεγγίσεις σε μια κριτική της κριτικής  

            Στη λογοτεχνική κριτική, ίσως και στη μουσική, συχνά δεν αναφέρεσαι αποκλειστικά, καμιά φορά και καθόλου, στο έργο που σχολιάζεις, αλλά προσπαθείς να αρθρώσεις, να διατυπώσεις, να τεκμηριώσεις, αυτά τα αισθήματα και αυτές τις σκέψεις που εκλύουν τα διαβάσματα μέσα στην ψυχή και στον νου, να περιγράψεις φαντάσματα και φαντασιώσεις στον καθρέφτη του σκεπτόμενου και αισθανόμενου οφθαλμού, αυτοσχεδιάζοντας λίγο πολύ ένα αντικατόπτρισμα, το οποίο είναι δικό σου δημιούργημα, όπως κάθε ερμηνεία καλλιτεχνήματος είναι ένα συνδημιούργημα των τελικών εντυπώσεων.

         Αν προσθέσει κανείς το επίσης συχνά λογοτεχνίζον ύφος, που ξεπερνά το ήθος της ειλικρίνειας και το καθήκον της ακριβολογίας, γεννιέται κάτι σαν παράλληλο δημιούργημα με το έργο υπό κρίσιν, το οποίο παίρνει αφορμή από το τελευταίο, ή δεν έχει και καθόλου σχέση, ενώ διαθέτει άλλη σκοποθεσία και έχει διαφορετική λειτουργικότητα.

        Ο καλλιτέχνης, εξίσου συχνά, δεν έχει κανένα μέσο να αμυνθεί σε τέτοιες αναδημιουργικές παρα-ποιήσεις, γιατί δεν βλέπει σε τι σχετίζονται τα δεύτερα γραπτά με τα πρώτα.

         Και η κριτική καλλιτέχνημα μπορεί να είναι, αλλά δευτέρου βαθμού. Επειδή όμως ανήκει πλέον ως δοκίμιο σε ειδική λογοτεχνική κατηγορία, χρειάζεται τώρα και η κριτική της κριτικής.

        Ο κριτικός κρίνεται για διάφορα πράγματα. Εν πρώτοις για το ήθος, την αγαθή διάθεση με την οποία διαβάζει το εν λόγω έργο. Αναφαίρετη και πρωταρχική προϋπόθεση. Ύστερα για την διεισδυτικότητά του, την ευαισθησία και τη δυνατότητα να κατανοήσει τι ήθελε να κάνει ο καλλιτέχνης. Καθώς και για τη σεμνότητά του και την αυτογνωσία, ότι δεν βρίσκεται στη θέση του καλλιτέχνη αλλά τον υπηρετεί· με την κρίση του τον βοηθάει να βελτιωθεί, να εξελιχθεί, να προβληματιστεί. Ότι έχει τη δυνατότητα να συμφωνήσει και να διαφωνήσει. Η άλλη γνώμη, η εποικοδομητική, πάντα είναι πολύτιμη.

        Και κάτι άλλο, πιο βαθιά ψυχικό: για να κρίνει κανείς, πρέπει πρώτα να αγαπά, να βρει μέσα του μια μεθοδολογική συμπάθεια, όπως και στις μελέτες της επιστήμης, κάποιο ενδιαφέρον, ίσως και ενθουσιασμό, αλλιώς δεν είναι σε θέση να επιστρατεύσει όλα τα διαστρωματικά επίπεδα της αντιληπτικότητάς του. Χωρίς αυτό το ζεστό αγκάλιασμα δεν μπαίνεις στην ψυχή του καλλιτέχνη, δεν κατανοείς τι ήθελε να δημιουργήσει, με ποιους σκοπούς και μέσα, με ποια υλικά και με  ποιες μεθόδους, δεν καταλαβαίνεις τα θεμέλια και τα κριτήρια της αισθητικής του, δεν έχεις τη φαντασία, δεν βρίσκεις την τόλμη να μπεις μέσα στο εργαστήριό του, να ανα-δημιουργήσεις το έργο με τα δικά σου μέσα, αλλά με τα μέτρα και τα σταθμά του άλλου, για να κρίνεις ύστερα αν εκείνος το πέτυχε αυτό που ήθελε να κάνει ή όχι, και σε ποιο βαθμό.

       Η αξιωματική κριτική, όπου ο κριτικός αποφαίνεται, τι θα είχε κάνει αν ο ίδιος θα είχε γράψει το κείμενο, δεν ενδιαφέρει κανένα. Ας το είχε γράψει.

      Ο Παλαμάς, που ήταν από τους κορυφαίους και τους πιο διεισδυτικούς κριτικούς λογοτεχνίας της εποχής του, μειλίχιος και ακριβοδίκαιος, έλεγε: για να κρίνεις πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να αγαπάς, αλλιώς δεν καταλαβαίνεις· κι αν δεν καταλαβαίνεις, κρίνεις μόνο με τα δικά σου μέτρα και σταθμά· και μόνο όταν κατανοείς, τι ήθελε να κάνει ο καλλιτέχνης, όταν βλέπεις πλέον το καλλιτέχνημα από τα μέσα του δημιουργού του, τότε να κρίνεις· με τα δικά του, πλέον, αισθητικά κριτήρια.

       Ασφαλώς και αυτό δεν είναι απόλυτο, γιατί υπάρχουν έργα και έργα, αισθητικές και αισθητικές. Και οι κώδικες αισθητικής και τα μέσα έκφρασης έχουν γίνει πιο περίπλοκα και πιο «πονηρά» ως προς την αναγνωσιμότητα και αναγνωρισιμότητά τους. Αλλά αναφαίρετο στοιχείο είναι το ήθος και η σεμνότητα, ο σεβασμός για τον μόχθο του άλλου και η διαχειριστική προσοχή στην εξάσκηση της εξουσίας που έχει ο κριτικός· το γραπτό του να είναι στοχευμένο στο κείμενο που εξετάζει, και όχι απλώς αφορμή για δική του σύνθεση.

        Υπάρχουν βέβαια κριτικές που είναι πιο σπουδαίες από το κρινόμενο πόνημα, αλλά δεν είναι και ο κανόνας. Ο κριτικός υπηρετεί τον καλλιτέχνη, δεν πρωταγωνιστεί. Αν θέλει να πρωταγωνιστήσει, τότε ας μπει ο ίδιος στον κόπο. Συνήθως υπάρχουν κριτικές που είναι προφάσεις για κάτι άλλο, υπάρχουν κριτικές που είναι υπερβολικές, εξύμνηση ή καταβαράθρωση, υπάρχουν κριτικές ουδέτερες που δεν βαθμολογούν αλλά περιγράφουν – οι πιο χρήσιμες· υπάρχουν κριτικές σχεδόν άσχετες και κριτικές παράλληλες συνθέσεις με το υπό κρίσιν έργο.

        Δεν υπάρχουν σταθεροί κώδικες ή συμβάσεις μιας καλλιτεχνικής κριτικής, ιδίως ποιητικής, δεν υπάρχει δεδομένη μεθοδολογία, δεν υπάρχουν κοινά standards, κι αυτό σχετίζεται  με την άπειρη διαφορετικότητα των ίδιων των έργων, τις αισθητικές, τις υφολογίες, το βαθμό προσβασιμότητας σε έλλογη ανάλυση, και σχετίζεται επίσης με την εκάστοτε προσωπικότητα του κριτικού, την κοσμοθεωρία του, τη δεκτικότητα, την αισθητική ευαισθησία, την ενδεχόμενη δογματικότητα, την ελαστικότητα του σκέπτεσθαι, την ευστροφία, την προσαρμοστικότητά του σε άλλες θεματικές, αισθητικές κι άλλες επιλογές.

        Αυτές οι δύο μεταβλητές του δημιουργού/δημιουργήματος και του κριτικού/κριτικής δυσχεραίνουν το εγχείρημα, ή μάλλον την απόπειρα να μιλήσει κανείς γενικά για την κριτική της κριτικής.

         Μένει το ήθος, η προσήλωση στη συγκεκριμένη στόχευση, η αγαθή προθετικότητα, η αντικειμενική διάθεση, η μεθοδολογική συμπάθεια και ο συγκρατημένος συναισθηματισμός. Αλλά και αυτά δεν είναι πάντα δεδομένα. Και υπάρχουν και άλλα, πιο τεχνοκρατικά, που μπορεί να παίξουν ρόλο, ιδιαίτερα στην ποίηση: ο πλούτος του λεξιλογίου, ο έλεγχος της επιλογής των εκφράσεων, η ρυθμολογία και “μουσική” του στίχου, η εικονολογία, το δέσιμο ήχων/ρυθμών/νοημάτων, οι συνηχήσεις και ομοηχίες, οι ενδεχόμενες ρίμες (και εσωτερικές), η οπτική εμφάνιση, η συμπεριφορά του κειμένου στην απαγγελία κτλ. Η ποικιλότητα των δυνατοτήτων προσέγγισης και η φύση των ίδιων των έργων επηρεάζει αποφασιστικά το είδος και τον τρόπο της κριτικής, σε τέτοιο βαθμό που στο τέλος μένουν μόνο κάποια δεοντολογικά κριτήρια που μπορούν να ελεγχθούν με κάπως πιο αντικειμενικό τρόπο: η άδολη πρόθεση, η αποφυγή υπερβολών και λεκτικών πυροτεχνημάτων, η ακρίβεια και η λεπτομερειακότητα της περιγραφής και των πληροφοριών, η λειτουργία των παραδειγμάτων και παραθεμάτων, η αποφυγή της βαθμοθηρίας και των συστάσεων από απόσταση ασφαλείας, το ήθος και η σεμνότητα, η ειλικρίνεια, η πρόθεση στήριξης και βοήθειας, ο αντικατοπτρισμός του καλλιτέχνη στην άλλη γνώμη, η αποφυγή προβολής προσωπικών αισθητικών δογμάτων του κριτικού, παράθεσης  συλλογών από παραθέματα και τσιτάτα τρίτων κτλ.

         Η σωστή και ευαίσθητη κριτική είναι μια τέχνη, και μπορεί να είναι και καλλιτέχνημα. Δεν έχει όμως αυτάρκη λειτουργικότητα, παραπέμπει σ’ ένα έργο, που πρέπει να έχει γνωρίσει ο αναγνώστης· ή τον προτρέπει να το γνωρίσει. Η κριτική δεν είναι αυτοσκοπός όπως το ίδιο το έργο, αλλά έχει πληροφοριακή χροιά και αξία. Δεν είναι μέσον προβολής του κριτικού, αλλά σχολιασμός του έργου άλλου. Αυτό δεν αποκλείει να διαθέτει υπόσταση λογοτεχνίζουσα, η οποία όμως δεν πρέπει να είναι η κυρίαρχη σκοποθεσία και οντότητά του. Η επίδειξη γνώσεων και οι συγκριτικές διαστάσεις είναι επιθυμητές στο βαθμό που εντάσσουν το έργο σε ευρύτερα συμφραζόμενα. Επειδή το κείμενο απευθύνεται και σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, η γλώσσα του οφείλει να είναι προσιτή, ευκρινής και ακριβόλογη.

         Η κριτική είναι δοκίμιο, όχι έργο τέχνης. Η πολυσημία και ποικίλη ερμηνευσιμότητα της τέχνης πρέπει να περιοριστεί σ’ ένα επιθυμητό minimum, ώστε να εξασφαλιστεί η μέγιστη κατανοησιμότητα. Αυτό δεν είναι πάντα εύκολο, μιλώντας για ποίηση.

         Παρά τις πολυσχιδείς δυσκολίες αυτές, την καλή κριτική καταλαβαίνεις αμέσως, όπως και το καλό ποίημα. Απλώς η διαδικασία της αντίληψης, στην περίπτωση της κριτικής, είναι διαφορετική, γιατί εμπλέκεται και η λογική, η μονοσημαντότητα των γλωσσικών διατυπώσεων, η επιθυμητή ακριβολογία και η πληροφοριακή λειτουργικότητα του συνθέματος. Η γνώμη του κριτικού δεσμεύεται από τα στοιχεία της ανάλυσής του και από την ευκρίνεια των κριτηρίων που εφαρμόζει.

         Η καλή κριτική είναι κατατοπιστική, ξυπνά το ενδιαφέρον και διευκολύνει την κατανόηση, την αξιολογική εκτίμηση και την αισθητική απόλαυση του καλλιτεχνήματος. Η κακή κριτική δίνει την εντύπωση, πως τα γραφόμενα δεν έχουν και πολλή σχέση με το υπό κρίση καλλιτέχνημα, αλλά είναι περισσότερο έργο του ίδιου του κριτικού, που προσπαθεί να γίνει καλλιτέχνης και να επιβάλει τις απόψεις του.

 

 

Βάλτερ Πούχνερ

Ο Βάλτερ Πούχνερ γεννήθηκε και σπούδασε στη Βιέννη, αλλά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα έχει ζήσει στην Ελλάδα. Είναι επίτιµος και οµότιµος καθηγητής Θεατρολογίας στο ΕΚΠΑ (ιδρυτής του Τµήµατος Θεατρικών Σπουδών µαζί µε τον Σ. Α. Ευαγγελάτο) και παρασηµοφορηµένο µέλος της Ακαδηµίας Επιστηµών της Αυστρίας. Επίσης, έχει διδάξει πολλά χρόνια στο Πανεπιστήµιο της Βιέννης, καθώς και σε πολλά ευρωπαϊκά και αµερικανικά Πανεπιστήµια.

Έγραψε πάνω από 120 βιβλία στα ελληνικά, αγγλικά και γερµανικά και δηµοσίευσε περί τα 500 µελετήµατα και περισσότερες από 1.000 βιβλιοκρισίες, για θέµατα της ιστορίας του ελληνικού και του βαλκανικού θεάτρου, καθώς και περί ελληνικής και συγκριτικής λαογραφίας και νεοελληνικών σπουδών και περί της θεωρίας του θεάτρου και του δράµατος. Από πολύ νέος γράφει ποίηση (κυρίως στα ελληνικά) αλλά µόνο πρόσφατα άρχισε να δηµοσιοποιεί τα έργα του.

Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει περισσότερες από 20 ποιητικές συλλογές. (Ολοκάρπωση, Τελευταίες ειδήσεις, Αστροδρόμια, Η ηλικία της πλάνης, Ο κηπουρός της ερήμου, Οι θησαυροί της σκόνης, Κοντσέρτο για στιγμές και διάρκεια, Δώδεκα πεύκα κι ένας ευκάλυπτος, Μηνολόγιο του άγνωστου αιώνα, Πεντάδες, Το αναπάντεχο, Συνομιλίες στη χλόη, Το χώμα των λέξεων, Τα σημάδια του περάσματος, Τα δώρα, Ο κάλυκας του κρόκου, Υπνογραφίες, Αλάτι στον άνεμο, Η επιφάνεια του μυστηρίου, ο φωτεινός ίσκιος, κ.ά.)

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.