You are currently viewing Κοσμάς Κοψάρης:Πάντα θα ροκάρω μαζί με την Κατερίνα Γώγου.

Κοσμάς Κοψάρης:Πάντα θα ροκάρω μαζί με την Κατερίνα Γώγου.

Έφυγε αρχές Οκτώβρη, τον μήνα «των παγωμένων σταφυλιών», όμως είναι πάντα εδώ, να μάς θυμίζει τα δύσκολα χρόνια της Μεταπολίτευσης, τις διαδρομές πάνω κάτω στην Πατησίων. Είναι η ποιήτρια του μοναχικού ταξιδιώτη, του νεαρού φοιτητή που ζει σε ένα υπόγειο της μεγαλούπολης αλλά εξακολουθεί να φαντάζεται ένα δωμάτιο με θέα στη θάλασσα, η ποιήτρια της ροκ μουσικής που ανεβάζει την αδρεναλίνη στα ύψη, δίχως να σκεφτεί ούτε μια στιγμή ότι θα παρασυρθεί από τον ίλιγγο και θα γίνει ένα με τις σωριασμένες πέτρες που κατρακυλάνε αμείλικτα στις χωματερές της μνήμης.

Πάνω από όλα, η Γώγου είναι μια γνήσια φωνή που εξακολουθεί να ακούγεται όταν πέφτει η νύχτα, τα παντζούρια κλείνουν, το σκοτάδι πυκνώνει και η μοναξιά γίνεται το αόρατο ένδυμα που σε τυλίγει ανεπαίσθητα ώσπου να φέξει η επόμενη μέρα. Η Κατερίνα είναι ο αναστεναγμός των εργατών που δουλεύουν ατελείωτες ώρες ή, στον αντίποδα, όταν παρακαλάνε να βρεθεί ένα μεροκάματο. Είναι η πίκρα κάθε νέου και νέας τη στιγμή που δεν πρόλαβε το τελευταίο λεωφορείο και δεν έχει που να πάει να περάσει την νύχτα, και το χειρότερο, όταν οι μονάδες της κάρτας τέλειωσαν και οι επαφές με τους φίλους εξαντλήθηκαν.

Είναι το παράπονο του ηλικιωμένου λαχειοπώλη που περιφέρεται ασταμάτητα δίχως να πουλήσει το λαχνό της τύχης ή το απελπισμένο βλέμμα του πραματευτή που τον προσπερνάνε όλοι περιφρονητικά σαν να μην υπάρχει ή σαν να μην υπήρξε ποτέ. Είναι η κραυγή των μεταναστών, κάθε είδους στιγματισμένων με την ετικέτα των περιθωριακών, το κλάμα της γιαγιάς που μένει παρατημένη στο γηροκομείο ανήμερα Χριστουγέννων, η δυνατή ροκιά που αντηχεί από το γειτονικό μπαρ στα Εξάρχεια, οι αντίλαλοι από τα μεγάφωνα των συλλαλητηρίων.

Οι στίχοι της Γώγου ανακλούν τις βροχερές νύχτες με ομίχλη, που δεν εμποδίζουν, ωστόσο, τα αστέρια να φανούν, το παιδικό χαμόγελο του παιδιού μας σαν γύρισε σπίτι από το σχολείο‒πρώτη μέρα στην Α΄ Δημοτικού‒, την άκρη της πόλης, εκεί που τα μεγάλα κτήρια αραιώνουν και αχνοφέγγουν τα στολισμένα με λουλούδια χωράφια, τις σκανδαλιές που κάναμε μικροί, το ταξίδι του Οδυσσέα, χωρίς τον Κύκλωπα, αλλά με την Ιθάκη ακόμα για προορισμό, την «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη, τα τραγούδια της φωτιάς του Κούνδουρου, την Janis Joplin στο: «Piece of my heart».

Είναι η βραδινή προσευχή πριν κοιμηθούμε και οι πρώτες φωνές των εμπόρων της λαϊκής, Παρασκευή πρωί, λίγο αφού πέσαμε για ύπνο μετά από γερό ξενύχτι……..Είναι το άκουσμα του τραγουδιού:  “New Year’s Day” των U2.

Υστερόγραφο: Κυριακή, 3 Οκτωβρίου 1993…. Αντίο Κατερίνα, θα σε θυμάμαι για πάντα, πάντα θα ροκάρω μαζί σου στα σαγηνευτικά μονοπάτια των ποιημάτων σου.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.