You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Η Αθήνα του Παπαδιαμάντη και η λάμψη της απουσίας του
ÓÕÍÅÍÔÅÕÎÇ ÔÏÕ ÊÁÈÇÃÇÔÇ ÖÙÔÇ ÄÇÌÇÔÑÁÊÏÐÏÕËÏÕ ÃÉÁ ÔÏÍ ÁËÅÎÁÍÄÑÏ ÐÁÐÁÄÉÁÌÁÍÔÇ.ÊÁÌÐÁÍÉÁ ÃÉÁ ÔÇÍ ÅËÅÕÈÅÑÉÁ ÔÇÓ ËÁÑÉÓÁÓ.

Φάνης Κωστόπουλος: Η Αθήνα του Παπαδιαμάντη και η λάμψη της απουσίας του

   Η περιοχή γύρω από τον σταθμό του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου στο Μοναστηράκι, ιδιαίτερα η πλατεία του `Αγίου Φιλίππου και η  οδός  Άρεως, όπου λίγο πιο πέρα βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου, το εκκλησάκι  όπου οι δυο Αλέξανδροι, Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης, συνήθιζαν να εκκλησιάζονται, καθώς και η κοντινή γειτονιά του Ψυρρή (από την Ερμού ως την πλατεία Κουμουνδούρου και από τον Άγιο Δημήτριο ως την πλατεία Αγίων Ασωμάτων), που έχει, εδώ και κάμποσα χρόνια,   αναβαθμιστεί και έχει γίνει, με τις καφετέριες, τις ταβέρνες, τα  μπαράκια  και τον κινηματογράφο της Ciné Ψυρρή, πόλος έλξης της αθηναϊκής νεολαίας,  αποτελούσαν  οι δυο αυτές περιοχές στα τέλη του 19ου αιώνα τον χώρο όπου ο Παπαδιαμάντης έζησε και έγραψε τα Αθηναϊκά διηγήματα. Είναι, θα λέγαμε,  η πόλη που το «σκοτεινό ορτύκι», όπως αποκαλεί τον εαυτό του σ’ ένα ποίημα προς τη μητέρα του, αγαπούσε πολύ και του άρεσε να περιδιαβάζει στους δρόμους της και τα σοκάκια της, και ακόμα η πόλη που μας αποκαλύπτει σε ένα  κείμενο με τίτλο  «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις». Από την άλλη πλευρά όμως είναι  βέβαιο ότι κανένα από τα νέα παιδιά που συχνάζουν σήμερα σ’ αυτές τις περιοχές , ούτε ακόμα και αυτοί που διαβάζουν ή μελετούν την ελληνική λογοτεχνία έχουν στη σκέψη τους τον Παπαδιαμάντη τη στιγμή που σεργιανίζουν στους δρόμους και τα δρομάκια όπου αυτός άλλοτε περπάτησε. Ο Σκιαθίτης διηγηματογράφος λάμπει διά της απουσίας του, αφού δεν υπάρχει  τίποτα εκεί που να τον θυμίζει: ένας δρόμος, μια προτομή ή έστω μια αναμνηστική πλάκα. Και διαβάζοντας αυτά, δεν πρέπει κανείς να υποθέσει ότι δεν έχω υπόψη μου στα Πατήσια την προτομή του και  την πλατεία που φέρνει το όνομά του. Ο χώρος όμως όπου βρίσκεται η πλατεία με την προτομή του δεν έχει καμία σχέση με τον Παπαδιαμάντη, αφού σ’ αυτή την περιοχή των Αθηνών όχι μόνο δεν έζησε, αλλά ούτε καν περπάτησε.  Και για να γίνει αντιληπτό αυτό που θέλω εδώ να τονίσω, θα αναφέρω τις περιπτώσεις του Καβάφη και του Ελύτη. Η προτομή του Αλεξανδρινού ποιητή δεν μπορούσε να ήταν πουθενά αλλού παρά στην Πλατεία Αιγύπτου (στη διασταύρωση της λεωφόρου Αλεξάνδρας με την Πατησίων). Είναι πολύ λογικό η προτομή του να βρίσκεται εκεί, αφού η Αίγυπτος είναι η χώρα όπου ο ποιητής έζησε, έγραψε και σήμερα εκεί είναι κι ο τάφος του. Με άλλα λόγια, η προτομή τοποθετήθηκε σε μέρος όπου υπάρχει κάτι να τη συνδέει με τον χώρο,  το όνομα της πλατείας. Και αυτό μολονότι ο ποιητής δεν έζησε στην Αθήνα και θα μπορούσε η προτομή του να τοποθετηθεί σε οποιαδήποτε πλατεία της πρωτεύουσας, αν δεν υπήρχε η πλατεία Αιγύπτου. Όσο για τον Ελύτη, θα  έλεγα ότι η πλατεία Δεξαμενής είναι ίσως η ωραιότερη πλατεία στο Κολωνάκι. Αυτό που την κάνει ακόμα πιο ωραία και πιο ενδιαφέρουσα, για να πάει να τη δει ένας ξένος, είναι ο ανδριάντας του  Οδυσσέα Ελύτη. Η επιλογή, λοιπόν, του χώρου για την τοποθέτηση του αγάλματος του ποιητή είναι σωστή, γιατί εκεί ήταν η γειτονιά του, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο ποιητής έμενε στην οδό Σκουφά.  Αν λοιπόν ο Παπαδιαμάντης δεν είχε ζήσει στην Αθήνα, η προτομή του θα μπορούσε να στέκεται σε οποιαδήποτε πλατεία, ακόμη και σ’ αυτή όπου στέκεται σήμερα και φέρνει το όνομά του.  Ο  Παπαδιαμάντης, όμως, όχι μόνο έζησε τα πιο πολλά χρόνια της ζωής του στην ελληνική πρωτεύουσα, αλλά και εδώ, σ’ αυτή την πόλη, έγραψε τα περισσότερα έργα του. Με άλλα λόγια, το αφηγηματικό  του τάλαντο εδώ, σ’ αυτή την ένδοξη πόλη, βρήκε τη γλυκιά και την καλή του ώρα για να λάμψει, στην πόλη όπου, σύμφωνα με τον Παλαμά, «το πνεύμα και στο χώμα λάμπει». Κι όμως, στην περιοχή που έζησε και έγραψε, επαναλαμβάνω ακόμη μια φορά, δεν υπάρχει τ ί π ο τ α που να  θυμίζει τον κορυφαίο αυτό λογοτέχνη.

Αυτός είναι και ο λόγος που σήμερα το όνομά του συνδέεται πάντα με τη γενέτειρά του και καθόλου με την πόλη όπου έζησε και έγραψε. Έτσι, αυτός που ακούει σήμερα το όνομα του Παπαδιαμάντη, χωρίς να το θέλει, έχει αμέσως στη σκέψη του τη Σκιάθο. Και αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει με άλλους λογοτέχνες, τον Σεφέρη, για παράδειγμα, ή τον Ροΐδη. Πράγματι, κανείς δεν σκέπτεται τη Σμύρνη ή τη Σύρο, όταν ακούει το δικό τους όνομα. Η προσωπικότητά τους είναι δεμένη με τον τόπο, όπου έζησαν και έγραψαν. Ακόμα πιο τρανό παράδειγμα ο Καβάφης, που, αν και δεν γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, Αλεξανδρινό ποιητή τον αποκαλούμε, γιατί στην Αλεξάνδρεια έζησε και έγραψε. Το ίδιο θα έλεγα και για τον Γιάννη Σκαρίμπα, τον οποίο οι κάτοικοι της Χαλκίδας όχι μόνο  αγάπησαν, αλλά και τον θεωρούν συμπατριώτη τους. Η προτομή του σε κεντρικό σημείο της πόλης  τον θυμίζει όχι μόνο στους ντόπιους, αλλά και στους ξένους που επισκέπτονται την ευβοϊκή πρωτεύουσα.

    Αυτοί, λοιπόν, που αγαπούν και μελετούν το έργο του Παπαδιαμάντη, ας κάνουν κάτι γι’ αυτόν, που ο Παλαμάς  αποκάλεσε στη νεκρολογία  του «ποιητή του πεζού λόγου» (Ακρόπολις, 4 Ιανουαρίου 1911), γιατί η Πολιτεία δεν διαβάζει λογοτεχνία και ο Παπαδιαμάντης σχετίζεται μόνο με το νησί του. Δικαιούται όμως και η Αθήνα να θεωρεί δικό της τον κορυφαίο διηγηματογράφο της λογοτεχνίας μας: τον πήρε από τη Σκιάθο αφανή και τον επέστρεψε στο τέλος της ζωής του Επιφανή. Το ίδιο θα έλεγα και για τον Μωραϊτίδη, που δίδαξε ως καθηγητής της Μέσης Εκπαίδευσης στο Β΄ Γυμνάσιον Αρρένων Αθηνών, όπου φοίτησα ως μαθητής.

   Ο Δημήτρης Ταγκόπουλος, ο εκδότης του Νουμά, ενός περιοδικού που στάθηκε το προπύργιο των δημοτικιστών, στο βιβλίο του Φιλολογικά πορτρέτα αναφέρει ένα περιστατικό από την καθημερινή, αθηναϊκή ζωή του Παπαδιαμάντη. Το αναφέρω γιατί μας δείχνει όχι μόνο κάτι από τον χαρακτήρα του, αλλά  και κάτι από τον άνθρωπο που, μέσα στη μοναξιά και τη φτώχεια του, μόνη του διασκέδαση ήταν τα αθηναϊκά ταβερνάκια και καφενεδάκια. Ο ίδιος μάλιστα λέει χαριτολογώντας σε ένα από τα διηγήματα, που αποτέλεσαν μια ξεχωριστή κατηγορία διηγημάτων στο έργο του και που ο ίδιος ονόμασε Αθηναϊκά διηγήματα, ότι  «το  φαρμακείο… είναι το καφενείο εκείνων που δεν πατούν ποτέ εις καφενείον» («Ο αειπλάνητος»).  Λέει λοιπόν ο Ταγκόπουλος για τον Παπαδιαμάντη στο  βιβλίο του: «Δεν είχε περάσει ούτε βδομάδα, που τον είχα ανταμώσει ένα βράδυ, μ’ ένα φίλο μου, σε μια ταβέρνα του Ψυρρή. Περνούσαμε απ’ όξω και μας φώναξε να μας κεράσει.  Ο φίλος μου, που είχε μεγαλύτερη σχέση με το ρετσινάτο παρά με τα γράμματα, καταγοητεύτηκε από τη γνωριμία του.

– Πίνεις στα γερά, κρασοπατέρα! του ‘λεγε κάθε λίγο και λιγάκι.

Και πάνω στο κρασί, δεν ξέρω πώς του ήρθε – ίσως γιατί τον είδε κακοντυμένο  και αξούριστο  – κινημένος από ένα αίστημα αυτόματο κι ανάκατο, αίστημα θαυμασμού προς τον γέρο κρασοπότη και συμπόνιας προς τον κακομοιριασμένο άνθρωπο, έβγαλε μια χούφτα δεκάρες από την τσέπη του και του τις έδωσε.

– Πάρ’τες , φουκαρά, του είπε  Κι ο Παπαδιαμάντης πήρε τις δεκάρες χαμογελώντας  και τις άφησε πάνω στο τραπέζι…

– Τις πίνουμε κι αυτές ! είπε κι έτσι έγινε ».

   Κοντά σε όλα τούτα προσθέτω  ότι ο Παπαδιαμάντης είναι ο πρώτος από τους λογοτέχνες μας που, με το έργο του, έφερε στο φως την αθλιότητα και τη δυστυχία της αθηναϊκής αυλής στα τέλη του 19ου αιώνα. Όσο για τα Αθηναϊκά διηγήματα, που ο ίδιος, όπως είπα, έδωσε αυτό τον τίτλο, λίγοι τα έχουν υπόψη τους και ακόμα πιο λίγοι τα έχουν διαβάσει. Θα κλείσω αυτό το σημείωμα με ένα απόσπασμα από το διήγημα «Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη», ένα απόσπασμα, όπου γίνεται λόγος  όχι μόνο για την ανατροφή των μικρών παιδιών, αλλά και για τον αλκοολισμό  (θέμα  που πραγματεύεται την ίδια εποχή στην Ταβέρνα, LAssommoir,  και ο Ζολά), στον οποίο η φτώχεια, η δυστυχία και η έλλειψη παιδείας είχαν οδηγήσει τις γυναίκες της ελληνικής πρωτεύουσας εκείνη την εποχή. «Στην ταβέρνα του Πατσόπουλου», λέει ο Παπαδιαμάντης, «ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πιει ένα ρούμι να ζεσταθεί ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από τη γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθερά του, δαρμένος από τον κουνιάδο του, ξορκισμένος από την κυρα–Σταματίνα την σπιτονοικοκυράν του και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίο ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πώς να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγίες, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα.

Κι έπειτα, γράφε  α θ η ν α ϊ κ ά   δ ι η γ ή μ α τ α !

   Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον δια να κόπτει καφέ. Αλλ’ έβλεπέ τις πρωί και βράδυ, να εξέρχονται ατημέλητοι και μισοκτενισμέναι γυναίκες φέρουσαι την μίαν χείραν υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχύον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις. ΄Ηρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά-Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις, κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά – Κώσταινα η Κλησιάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν, ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, διά να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε μετ΄ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην ».

                                           ———————-

 

  

   Και αυτό για να έχει ο αναγνώστης αυτού του κειμένου μια επιβεβαίωση από τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη για τις αθηναϊκές περιοχές  όπου έζησε και έγραψε. « Ο Νικόλας ο Μανάβης είχε την δικαιοδοσίαν του εκτεινομένην τριγύρω εις του Ψυρρή, εις του Τάτση την Βρύσιν, εις του Τριγκέτα, εις τον Αη Θανάσην, μέχρι της πλατείας Κουμουνδούρου. Ήτον σχεδόν τόσον κρυφός εις το εμπόριον, όσον και εις την ιατρικήν. Αυτός ο γάϊδαρός του δεν έβγαζε ποτέ λέξιν, ούτε φωνήν. Είναι ο μόνος μανάβης, όστις διατρέχει τακτικά, κάθε πρωί και  μεσημέρι και βράδυ, με το γαϊδουράκι του, όλους αυτούς τους δρόμους και τους δρομίσκους, χωρίς να εξέρχεται γρυ από το  στόμα του ».

        

                                ————————

 

 

(Προδημοσίευση από το βιβλίο του Φ.Κ. Οι δρόμοι της αθωότητας)

This Post Has One Comment

  1. MK

    Ο δήμος Αθηναίων το πολύ πολύ να φτιάξει κανάν αδριάντα ή να ονοματίσει καμιά οδό ..Ζελένσκι.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.