Η λέξη «βιβλίο» είναι ο νεοελληνικός τύπος τού αρχαίου ουσιαστικού βι(υ)βλίον, υποκοριστικού της σημιτικής λέξης βί(υ)βλος (ἡ), που ήταν η παλαιότερη ονομασία του αιγυπτιακού παπύρου∙ δήλωνε επίσης τον εσωτερικό φλοιό τού παπύρου, αλλά και το γραφόμενο πάνω σε πάπυρο, το βιβλίο. Μερικά υποκοριστικά έχασαν με τον καιρό την υποκοριστική τους σημασία και κατάντησαν να σημαίνουν ό, τι και η πρωτότυπη λέξη από την οποία παράγονται. Αυτό συνέβη και με το βιβλίον, το οποίο θα δούμε σε ένα απόσπασμα από το έργο τού Θεοφράστου.1
Το όνομα βί(υ)βλος με την έννοια τού παπύρου απαντά στον Ηρόδοτο, όπου ο ιστορικός ασχολούμενος με την ιστορία τής Αιγύπτου αναφέρει (ΙΙ 92):
Οἳ δὲ ἂν καὶ κάρτα βούλωνται χρηστῇ τῇ βύβλῳ χρᾶσθαι,
ἐν κλιβάνῳ διαφανέϊ πνίξαντες οὕτω τρώγουσι.
Και εκείνοι που θέλουν να χρησιμοποιούν ολοκληρωτικά την ωφέλεια
τού παπύρου τον ψήνουν σε πυρακτωμένο φούρνο και έτσι τον τρώνε.
(Ο Θεόφραστος εξηγεί παρακάτω τον λόγο που οι Αιγύπτιοι τρώνε τον πάπυρο).
Βύβλο ονόμασαν, όχι τυχαία, οι ΄Ελληνες και μία παραλιακή πόλη της Φοινίκης (στα βόρεια του σύγχρονου Λιβάνου), η οποία ήταν από τα μεγαλύτερα φοινικικά λιμάνια και διάσημη για την εξαγωγή παπύρων και, φυσικά, και στον ελληνικό κόσμο.
Με τη σημασία του βιβλίου συναντούμε το ουσιαστικό βύβλος στο ιστορικό έργο τού Διόδωρου του Σικελιώτη Βιβλιοθήκη ἱστορική, το αποτελούμενο από σαράντα βιβλία, από τα οποία σώζονται πλήρη τα Α-Ε και τα ΙΑ-Κ και από τα υπόλοιπα υπάρχουν μόνο αποσπάσματα. Στην εισαγωγή, λοιπόν, τού ΙΗ βιβλίου, το οποίο έχει θέμα τα πεπραγμένα των διαδόχων τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, γράφει για το προηγούμενο, το ΙΖ βιβλίο (ΙΗ 1,6):
[…] ἡ μὲν γὰρ πρὸ ταύτης [συντελεσθεῖσα] βύβλος τὰς Ἀλεξάνδρου
πράξεις ἁπάσας περιείληφε μέχρι τῆς τελευτῆς∙
[…] Γιατί το προηγούμενο βιβλίο έχει περιλάβει όλες τις πράξεις
τού Αλεξάνδρου μέχρι τον θάνατό του.
Περνάμε στη λέξη πάπυρος (ὁ και ἡ)∙ είναι αιγυπτιακή και σημαίνει το παρυδάτιο φυτό με το τριγωνικό καλαμοειδές στέλεχος (Cyperus papyrus) που φυόταν και φύεται άφθονο στις όχθες του Νείλου, από την εντεριώνη του οποίου έφτιαχναν ένα είδος χαρτιού εξαιρετικής ποιότητας αλλά ευπαθές και φθαρτό, που το χρησιμοποιούσαν για γραφή.
O πάπυρος που παρασκευαζόταν για να δεχθεί τη γραφή λεγόταν χάρτης (ὁ) ( → το υποκοριστικό χαρτίον → χαρτί).2 Με τη μορφή αντιδανείου, στον χάρτην ανάγεται και η λέξη «κάρτα»: ← ιταλικό carta ← χάρτης.
Ο πάπυρος είχε πολλαπλές χρήσεις, όπως διαβάζουμε στο Περὶ φυτῶν ἱστορίας του Θεόφραστου (Δ, VIII 4):
αὐτὸς δὲ ὁ πάπυρος πρὸς πλεῖστα χρήσιμος∙ καὶ γὰρ πλοῖα ποιοῦσιν
ἐξ αὐτοῦ, καὶ ἐκ τῆς βίβλου ἱστία τε πλέκουσι καὶ ψιάθους καὶ ἐσθῆτά
τινα καὶ στρωμνὰς καὶ σχοινία τε καὶ ἕτερα πλείω. καὶ ἐμφανέστατα
δὴ τοῖς ἔξω τὰ βιβλία∙
Ο ίδιος ο πάπυρος είναι σε πάρα πολλά χρήσιμος∙ γιατί και πλεούμενα κάνουν
από αυτόν και από τον φλοιό πλέκουν και ιστία και ψάθες και ένα είδος ρούχου
και στρώματα και σχοινιά και πολλά άλλα. Και πιο γνωστά βέβαια στους εκτός
Αιγύπτου είναι τα βιβλία [οι κύλινδροι δηλαδή από πάπυρο].
Προσθέτει ακόμη ότι και ως τροφή είναι πολύ χρήσιμος και ότι όλοι οι ιθαγενείς τον μασούν και ωμό και βραστό και ψητό, καταπίνοντας τον χυμό και φτύνοντας το μασημένο.
Ο Διοσκουρίδης3 χρησιμοποιώντας τη λέξη χάρτης γράφει στο Περὶ ὕλης ἰατρικῆς (Α 86):
Πάπυρος γνώριμος πᾶσιν, ἀφ’ ἧς ὁ χάρτης κατασκευάζεται,
εὔχρηστος δὲ εἰς τὴν ἰατρικὴν χρῆσιν, […]
Ο πάπυρος είναι γνωστός σε όλους, από τον οποίο κατασκευάζεται
το χαρτί [η γραφική ύλη], είναι δε κατάλληλος και για ιατρική χρήση, […]
Ο πάπυρος ως γραφική ύλη
Και σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, ο κυνικός Αντισθένης4 σ’ έναν γνωστό του που κλαιγόταν, επειδή είχε χάσει τις σημειώσεις του ⸺ η συνέχεια στο πρωτότυπο:
«ἔδει γάρ», ἔφη, «ἐν τῇ ψυχῇ αὐτὰ καὶ μὴ ἐν τοῖς χαρτίοις καταγράφειν».
«Αυτά έπρεπε», είπε, « να τα γράφεις στην ψυχή σου και όχι στα χαρτάκια».
Στην Αίγυπτο η γραφική ύλη από πάπυρο ήταν γνωστή από την 3η χιλιετία, έδωσε δε την ώθηση για τη γένεση μεγάλου εμπορίου, καθώς η Αίγυπτος είχε το μονοπώλιο της εξαγωγής της.
Οι αρχαίοι ΄Ελληνες, εκτός του ότι χάραζαν σε μάρμαρο ή σε άλλες πέτρες ψηφίσματα, νόμους, επίσημες ανακοινώσεις και άλλα κείμενα στην περίπτωση που ήθελαν να παραμείνουν μονιμότερα, χρησιμοποιούσαν ως γραφική ύλη από αρχαιοτάτων χρόνων κυρίως πιο εύχρηστα υλικά· πηλό, όστρακα από σπασμένα αγγεία, ξύλο αλειμμένο με κερί που το χάραζαν με γραφίδα ή με λευκό κονίαμα (γύψο) πάνω στο οποίο έγραφαν με κάποια χρωστική ύλη, μεταλλικά ελάσματα, κατεργασμένο δέρμα, την αρχαία διφθέρα5 (← δέφω= μαλακώνω κάτι τρίβοντάς το) προβάτων και κατσικιών. Μάλιστα, το όνομα διφθέρα (από το υποκοριστικό τού οποίου διφθέριον προέκυψε το τούρκικο tefter και ως αντιδάνειο το “τεφτέρι”) διατηρήθηκε και μετά την εισαγωγή τού παπύρου, σύμφωνα επίσης με τη μαρτυρία τού Ηροδότου (5,58):
Καὶ τὰς βίβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες,
ὅτι κοτὲ ἐν σπάνι βίβλων ἐχρέωντο διφθέρῃσι αἰγέῃσί τε καὶ οἰέῃσι·
Και τα βιβλία από πάπυρο διφθέρες τα ονομάζουν οι ΄Ιωνες από παλιά,
επειδή κάποτε, λόγω της σπανιότητας των παπύρινων βιβλίων,
χρησιμοποιούσαν δέρματα αιγοπροβάτων.
Στην Ελλάδα η εμφάνιση των πρώτων βιβλίων τοποθετείται στη στροφή του 6ου προς τον 5ο αι. π.Χ., και έκτοτε οι ΄Ελληνες έγραφαν τα μεγαλύτερα κείμενά τους πάνω σε χαρτί από πάπυρο.
Κύλικα τού αγγειογράφου Δούριδος. Σκηνή σχολείου. (490-480 π. Χ.)
Η κατασκευή του παπύρινου χαρτιού και η δημιουργία τού αρχαίου βιβλίου γινόταν ως εξής: ΄Εκοβαν λεπτές μακρόστενες λωρίδες, τις οποίες άπλωναν κάθετα, κολλητά τη μία στην άλλη, σε μια επίπεδη επιφάνεια και από πάνω άπλωναν οριζόντια μια δεύτερη στρώση. Τα συμπίεζαν και κατόπιν τα μεμονωμένα φύλλα τα κολλούσαν, το ένα δίπλα στ’ άλλο, σ’ ένα μακρύ ρολό, και η μακρόστενη επιφάνεια που σχηματιζόταν τυλιγόταν σε ξύλινο κύλινδρο για ευκολία στη χρήση και στη φύλαξη. Το μήκος του μπορούσε να ξεπεράσει τα πέντε μέτρα, συνήθως όμως ήταν αρκετά μικρότερο. Για να γράφουν χρησιμοποιούσαν κυρίως την επιφάνεια με τις οριζόντιες λωρίδες, και για μελάνι συνήθως καπνιά διαλυμένη σε νερό. Οι πένες ήταν λεπτά καλάμια των οποίων έξυναν τη μύτη και τη χώριζαν στα δύο με μία μικρή σχισμή. Ο γραφέας διευθετούσε το κείμενο σε στήλες παράλληλες και με κάποια απόσταση μεταξύ τους και έγραφε από πάνω προς τα κάτω. Μόλις τελείωνε τη μία στήλη, τύλιγε τον κύλινδρο με το αριστερό του χέρι και τον ξετύλιγε με το δεξί για να δημιουργήσει χώρο για την επόμενη στήλη.
Με τον ίδιο τρόπο γινόταν και η ανάγνωση: ο αναγνώστης τύλιγε με το αριστερό του χέρι τη στήλη που είχε διαβάσει και με το δεξί ξετύλιγε τη διπλανή της.
Κύλινδρος παπύρου
Στην αρχή τής εμφάνισης των πρώτων βιβλίων στην Ελλάδα, οι συγγραφείς είχαν στην κατοχή τους ένα και μοναδικό χειρόγραφο, τον κύλινδρο στον οποίον είχαν γράψει το έργο τους. Για να γνωστοποιήσουν το περιεχόμενό του απλώς το διάβαζαν δημοσίως. Με την πάροδο του χρόνου, προχώρησαν στην παραγγελία ορισμένων αντιγράφων τού χειρογράφου τους ⸺ για να τα προσφέρουν σε άτομα της επιλογής τους ⸺ ή στην παροχή αδείας σε όσους ενδιαφέρονταν να κάνουν αντίγραφα. ΄Ετσι, κατά τα τέλη τού 5ου αι. π. Χ. πρέπει να είχε οργανωθεί κάποια μορφή παραγωγής βιβλίου, ένα είδος βιβλιογραφικών, θα λέγαμε, εργαστηρίων, όπου γινόταν η παραγωγή αντιτύπων ⸺ έχουμε τη μαρτυρία ύπαρξης βιβλιο-πωλείων και βιβλιο-πωλῶν σε κείμενα αυτής της περιόδου∙ και στις αρχές τού 4ου αι. οι βιβλιοπώλες ήταν πλέον καθεστώς στην αθηναϊκή αγορά.6
΄Ενας βιβλιοπώλης πρωταγωνιστεί στη γνωριμία τού Ζήνωνα από το Κίτιο τής Κύπρου (333/332-264 π. Χ.), του ιδρυτή τής σχολής των Στωϊκών, με τον Κυνικό Κράτη, του οποίου υπήρξε μαθητής. Πάλι κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο, όταν ο Ζήνων έφθασε στην Αθήνα, ἐκάθισε παρά τινα βιβλιοπώλην. Διαβάζοντας, δε, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα ένιωσε μεγάλη ευχαρίστηση και ρώτησε πού σύχναζαν τέτοιοι άνθρωποι. Εκείνη την ώρα πέρασε ο Κράτης και
ὁ βιβλιοπώλης δείξας αὐτόν φησι, «τούτῳ παρακολούθησον».
ο βιβλιοπώλης του τον έδειξε και του λέει: « Παρακολούθησε αυτόν».
Όταν λοιπόν το εμπόριο του βιβλίου καθιερώθηκε ως επάγγελμα και κατέστη εύκολη η ικανοποίηση των ενδιαφερόμενων πολιτών, άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτες ιδιωτικές βιβλιοθήκες (βιβλιο-θήκη). Στους πρωτοπόρους ανήκει ο μεγάλος δραματουργός, ο Ευριπίδης (485/484-406 π.Χ.), ο οποίος, πνεύμα ελεύθερο, με έφεση για μελέτη και δίψα για γνώση, είχε μία από τις πλουσιότερες βιβλιοθήκες τής Αθήνας. Ωστόσο ο φιλόσοφος Αριστοτέλης ήταν εκείνος ο οποίος, με τις απέραντες γνώσεις του και την έρευνά του σε ένα ευρύ φάσμα επιστημών της εποχής του και με τη συγκέντρωση απειράριθμων βιβλίων για βοήθεια στις μελέτες του, δημιούργησε τη μεγάλη, περίφημη ιδιωτική βιβλιοθήκη του, που θεωρήθηκε πρώτη στο είδος της. Η βιβλιοθήκη τού Αριστοτέλη έδωσε την ιδέα τής οργάνωσης της πρώτης δημόσιας βιβλιοθήκης της ιστορίας, αυτής που ίδρυσαν οι Πτολεμαίοι γύρω στο 300 π. Χ. στην πρωτεύουσα του κράτους τους, στην Αλεξάνδρεια.
Αναπαράσταση τού εσωτερικού τής βιβλιοθήκης τής Αλεξάνδρειας
Όπως λέει ο Στράβων (τέλη 1ου αι. π. Χ.), ο Αριστοτέλης παρέδωσε τη βιβλιοθήκη του και τη σχολή του στον Θεόφραστο και συνεχίζει (Γεωγραφικά ΙΓ 54):
πρῶτος ὧν ἴσμεν συναγαγὼν βιβλία καὶ διδάξας τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ βασιλέας
βιβλιοθήκης σύνταξιν.
Απ’ όσα ξέρουμε, είναι ο πρώτος που συγκέντρωσε βιβλία και έμαθε στους βασιλείς τής Αιγύπτου την οργάνωση μιας βιβλιοθήκης.
Τη βιβλιοθήκη τής Αλεξάνδρειας ακολούθησε η δημιουργία της ετέρας περίφημης βιβλιοθήκης τής Περγάμου και άλλων σε πολλές ελληνικές πόλεις, στην Αθήνα, Κω, Ρόδο και αλλού.
΄Εχει μεγάλη σημασία να επισημάνουμε ότι οι Ρωμαίοι, μεταξύ των απειράριθμων πολεμικών λαφύρων που αποσπούσαν από τις ελληνικές πόλεις τις οποίες κατακτούσαν και λεηλατούσαν ⸺ αγάλματα, χρυσά και αργυρά αντικείμενα, διάφορα πολύτιμα σκεύη, μάλιστα πολλά λάφυρα ήταν έργα ανυπολόγιστης καλλιτεχνικής αξίας ⸺ λαφυραγωγούσαν και μετέφεραν στη Ρώμη μεγάλες ποσότητες βιβλίων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιπετειώδης τύχη και κατάληξη της βιβλιοθήκης τού Αριστοτέλη, που, όπως είδαμε, περιήλθε κατ’ αρχάς στον διάδοχό του, τον Θεόφραστο. Ο Στράβων διηγείται ότι μετά τον θάνατο του Θεοφράστου, τη βιβλιοθήκη κληρονόμησε ένας μαθητής του, ο Νηλέας, για να περάσει τελικά στα χέρια των δικών του κληρονόμων, που ήταν απλοί άνθρωποι και ζούσαν στην επικράτεια της Περγάμου. Κάποια στιγμή, για να σώσουν τα βιβλία από την αρπάγη των Ατταλιδών βασιλέων οι οποίοι συγκέντρωναν βιβλία για την οργάνωση της βιβλιοθήκης τής Περγάμου, τα έθαψαν στη γη, όπου διαβρώθηκαν από την υγρασία και τον σκόρο, και αργότερα τα πούλησαν σε έναν βιβλιόφιλο, τον Απελλικώντα, που τα έφερε στην Αθήνα. Όταν το 86 π. Χ. ο Σύλλας κατέλαβε την Αθήνα λεηλατώντας την και πυρπολώντας τον Πειραιά ⸺ τότε η Αθήνα και ο Πειραιάς πνίγηκαν κυριολεκτικά στο αίμα ⸺ πήρε τα βιβλία και τα μετέφερε στη Ρώμη.
Τον 2ο αι. π. Χ., ο Πτολεμαίος ο Ευεργέτης απαγόρευσε την εξαγωγή τού παπύρου από την Αίγυπτο, γεγονός που έκανε τον βασιλιά τής Περγάμου Ευμένη Β΄ να αναζητήσει νέα γραφική ύλη. Στράφηκε λοιπόν στη βελτίωση και τελειοποίηση της επεξεργασίας τού δέρματος, και έτσι προέκυψε η συγκεκριμένη ύλη που δικαίως ονομάστηκε περγαμηνή (εννοείται, διφθέρα) και είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν ανθεκτικότερη από τον πάπυρο. Η επεξεργασία περιελάμβανε εμποτισμό τού δέρματος σε ασβεστόνερο, τέντωμα, ξύσιμο και λείανση.
Περγαμηνές
Τρεις αιώνες αργότερα, τον 2ο αι. μ. Χ. εμφανίστηκε ο κώδικας (κῶδιξ ← λατιν. codex), o τύπος του βιβλίου ο παρόμοιος με το σημερινό ⸺ αποτελούνταν από περισσότερα ενωμένα φύλλα περγαμηνής σε σχήμα τετραδίου που μπορούσαν να γραφούν και στο πίσω μέρος ⸺ ο οποίος σταδιακά κέρδισε έδαφος.
1)Για τον Θεόφραστο βλ. άρθρο μας με θέμα τη λέξη «Κυλικείο» (18/6/2018).
2)Το χαρτί με τη σύγχρονη έννοια είναι εφεύρεση της Κίνας γύρω στα χρόνια τού Χριστού. Στην Ευρώπη έγινε γνωστό τον 10ο αι. μ. Χ. από τους ΄Αραβες της Ισπανίας.
3)Για τον Διοσκουρίδη βλ. σχ. 2 του κειμένου μας με θέμα τη φράση «Πρώτος ύπνος» (3/6/2023).
4)Για τον ο Αντισθένη βλ. το άρθρο μας με μεταφρασμένες ρήσεις του κυνικού φιλοσόφου (13/11/2021).
5)Η αρχαία λέξη διφθέρα επέστρεψε στη νέα Ελληνική με τον τύπο «τεφτέρι» ως άλλο ένα αντιδάνειο μέσω της τουρκικής tefter (← μεσαιων. διφθέριον, υποκοριστικό τού διφθέρα).
6)Και ακριβώς αυτής της εποχής είναι το παλαιότερο ελληνικό βιβλίο που γνωρίζουμε. Πρόκειται για έναν πάπυρο ο οποίος ανακαλύφθηκε σε έναν τάφο στο Abusir της Αιγύπτου και περιέχει αποσπάσματα από το έργο τού ποιητή Τιμοθέου (γεννήθηκε γύρω στα μέσα τού 5ου αι. και πέθανε περί το 360) με τον τίτλο Οἱ Πέρσαι.