O Λιθουανός κινηματογραφιστής και λογοτέχνης Γιόνας Μέκας (1922-2019) αποκλήθηκε «αρχιερέας», «ο κυριότερος ιμπρεσάριος», «νονός», «γκουρού», «προστάτης άγιος», καθώς και «τιτάνας» της αβάν γκαρντ κινηματογραφικής σκηνής των ΗΠΑ, όπου κατέφυγε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κράτηση αλλά και απόδρασή του από ναζιστιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Αμβούργου.
Ο τρόπος με τον οποίον έβλεπε τα πράγματα και τα αποτύπωνε στο φιλμ διαπνεόταν από μια διάθεση καθαρά ποιητική· άλλωστε τούτο είναι συχνό φαινόμενο για τους καλλιτέχνες εκείνους οι οποίοι στη νιότη τους διακόνησαν την ποίηση, για να περάσουν έπειτα και να επικεντρωθούν σε κάποιαν άλλη τέχνη – και η ποιητική διάθεση και ματιά συνήθως δεν χάνεται, ακόμα και αν οι καλλιτέχνες αυτοί εγκαταλείψουν την ποίηση ολοκληρωτικά. Όμως η σχέση του Μέκας με την ποίηση ήταν διαρκής, από την τρυφερή ηλικία των δεκατεσσάρων ετών (όταν ξεκίνησε να δημοσιεύει ποίησή του) μέχρι και το τέλος του.
Την ποίησή του -ίσως ακόμα περισσότερο και από ό,τι τον κινηματογράφο του- τη διαπερνά οριζόντια το αίσθημα της εξορίας, της ξενότητας, της επίπονης νοσταλγίας και της ακόμα πιο επίπονης αδυναμίας νόστου, πράγμα που αντικατοπτρίζεται λόγου χάρη και στον ίδιο τον τίτλο της συγκεντρωτικής μεταφρασμένης στα αγγλικά έκδοσης δύο εκ των μειζόνων ποιητικών του έργων: «There is no Ithaca» (1996). Στον τόμο αυτό συνυπάρχουν τα -θεωρούμενα ως κλασικά πια στη Λιθουανία- ποιητικά έργα «Idylls of Semeniskiai» και «Reminiscences».