«Μαζευτήκαμε εδώ σήμερα», λέει το πλάσμα, συγκινημένο υπέρ του δέοντος, «μαζευτήκαμε εδώ σήμερα, στην Βάστα Αρκαδίας, για να φυτέψουμε, σύμφωνα με τις τελευταίες της επιθυμίες, την αγαπητή φίλη και συνάδελφο Θεοδώρα».
Η Νίνα κοιτά πλάγια το περίεργο πλάσμα. Την τρομάζει. Δεν έχει αποφασίσει ακόμα την ταυτότητά του. Για την ώρα το οροθετεί ως μια διασταύρωση σαύρας με άνθρωπο. Είναι κοντά στα δύο μέτρα, ντυμένο με μια χρυσαφιά εφαρμοστή ολόσωμη φόρμα διακοσμημένη με κόκκινες πατημασιές κάποιου άγριου ζώου. Γύρω από την μέση έχει περάσει μια ροζ μπαλετική φουστίτσα ενώ στα πόδια φορά κόκκινες γόβες με αγκράφες και ψηλά τακούνια. Το ξανθό μπουκλώδες μαλλί του πρέπει να είναι ψεύτικο, όπως άλλωστε και τα αμέτρητα κοσμήματα που φορά στα χέρια και γύρω από πλαδαρά, χαλαρά άκρα. Μια βαριά ιδρωτίλα αντιμάχεται και νικά μια λεπτή εσάνς ροδόνερου και βιολέτας. Το μήλο στον λαιμό του δεν προσφέρει κάποια ένδειξη για κάποιο από τα δύο αναγνωρίσιμα φύλα· ανεβοκατεβαίνει, διασχίζοντας, όπως η φωνή του, ολόκληρη την ηχητική γκάμα από τις χαμηλές νότες ενός βαρύτονου μέχρι τις υψηλές ενός καστράτου. Η Νίνα έξαφνα αναρωτιέται αν το ‘καστράτο’ είναι πολιτικά ορθό. Το διορθώνει γρήγορα με τον όρο ‘κόντρα τενόρος’.
Νοιώθει επίσης πληγωμένη που το πλάσμα δεν έκανε καμιά αναφορά στην οικογένεια της αείμνηστης Θεοδώρας. Η Νίνα είχε υπάρξει πατέρας και μητέρα της. Οι φυσικοί γονείς της Θεοδώρας είχαν πεθάνει κατά την γέννησή της. Η Νίνα την είχε επίσης βαφτίσει. Αλλά πριν και πάνω από όλα είχε υπάρξει η μαμή της. Εκείνη την είχε ξεγεννήσει. Κόβοντας τον λώρο, και δένοντάς τον, είχε δέσει το μυστικό της, γινόμενη η κλειδοκρατόρισσα του.
Στρέφει την προσοχή σε αυτό που συμβαίνει. Η ‘φύτευσή’ της βαφτισιμιάς της δεν είναι τρόπος του λέγειν αλλά κυριολεκτική. Η άκαρδη αρκαδική γη δέχεται μια θυγατέρα της ως δέντρο στους κατά τ’ άλλα αποτεφρωμένους από τις τελευταίες πυρκαγιές κόλπους της. Επιστρέφει στην πάτρια γη, στην γη που την έδιωξε.
Η Θεοδώρα είχε ζητήσει να αποτεφρωθεί. Η Νίνα είχε παρευρεθεί στη αποτέφρωση της. Χωρίς εξόδιο ακολουθία αλλά με τρισάγιο, είχε τελεσθεί πέντε μέρες πριν, στο αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας. Οι στάχτες της ανακατεύτηκαν με βιοδιασπώμενα υλικά και τοποθετήθηκαν σε μια βιοδιασπώμενη τεφροδόχο. Η Νίνα, ως μοναδική συγγενής, παρέλαβε την τεφροδόχο. Την φύλαξε στο ψυγείο της, στο συρτάρι για τα λαχανικά. Κατόπιν υποδείξεων την μετέφερε εδώ σήμερα μέσα στο φορητό ψυγειάκι που παίρνει πάντα μαζί της όταν πάει τις ολοήμερες εκδρομές της στο Άστρος και το Τολό. Το κάλεσμα για την φύτευση της ‘Βασίλισσας της καρδιάς μας’ καθώς το μέρος και η ώρα έγιναν μόλις χθες με μια Κοινοτική ανάρτηση στο διαδύκτιο.
Η Νίνα γνώριζε ότι η βαφτιστήρα της ήταν δημοφιλής, ποτέ όμως δεν περίμενε τόσο μεγάλη προσέλευση. Το κάλεσμα έγινε για τον γενέθλιο τόπο της, στην Άνω Ποταμιά, έξω από την Βάστα Αρκαδίας, σήμερα, 11 του Σεπτέμβρη, της Αγίας Θεοδώρας Βάστας. Έξω από το συνώνυμο εκκλησάκι διεξάγεται ένα πανηγύρι. Τσίκνα και κλαρίνο αντιπαλεύουν την ζέστη και την ξεραΐλα. Εκεί, στο εκκλησάκι που έχει τις δεκαεπτά βελανιδιές στην οροφή του, εκεί στο κεφαλάρι με το γάργαρο νερό, εκεί ήταν που η Νίνα την είχε βαφτίσει, την ίδια μέρα, πριν πενήντα χρόνια. Η μητέρα του βρέφους είχε πεθάνει στην γέννα. Ο πατέρας της πέθανε λίγη ώρα αργότερα, από συγκοπή, όταν είδε για πρώτη φορά το μωρό (για πρώτη φορά και τελευταία) γυμνό, πριν η Νίνα το φασκιώσει. Κι εδώ τώρα, την ίδια μέρα, πενήντα χρόνια αργότερα, παρευρίσκεται στην φύτευσή της στα τρία μέτρα. Εκείνη, που την καλωσόρισε με έναν χτύπημα στον μάταιο τούτο κόσμο, εκείνη πάλι την κατευοδώνει από τον ίδιο κόσμο, έναν κόσμο που παραμένει το ίδιο πάντα μάταιος. Στην παλάμη του ενός χεριού της στέκεται όρθια η βιοδιασπώμενη τεφροδόχος. Έχει το μέγεθος και το σχήμα ενός αυγού στρουθοκαμήλου. Από μέσα της έρχονται διάφοροι περίεργοι ήχοι, σαν τα υγρά ενός πεινασμένου στομάχου. Στο άλλο χέρι κρατά μερικούς σπόρους βελανιδιάς.
Την φύτευσή της την οργάνωσε η ίδια η Θεοδώρα στις δύο ώρες που εξήλθε από το κώμα. Δυο μέρες πριν, όπως έφευγε από την δουλειά της, είχε δεχτεί μια επίθεση με λοστούς από μια γνωστή άγνωστη ακροδεξιά οργάνωση. Πλήρωνε για τις δηλώσεις που είχε κάνει στο διαδικτυακό προφίλ της. Την επόμενη μέρα θα πήγαινε στα δικαστήρια για μια χρόνια μήνυση για ‘προσβολή δημοσίας αιδούς’. Στις λίγες ώρες ζωής που της απέμεναν, κι εναντιωμένη στην βιομηχανία θανάτου, άφησε ρητή οδηγία να μην την αναλάβει κανένα γραφείο κηδειών. Μια συνάδελφός της συνέτασσε την εξουσιοδότηση με τις τελευταίες της επιθυμίες ενώ μια άλλη τις κατέγραψε στο κινητό της τηλέφωνο. Και τα δύο αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα της Κοινότητας.
Η Νίνα ειδοποιήθηκε για τον θάνατό της μέσω διαδικτύου. Κατευθύνθηκε στην ιστοσελίδα της Κοινότητας. Εκεί ήταν που έμαθε ότι η κόρη και βαφτισιμιά της, πιστή στις ιδέες της περί ‘σωματικής αυτοδιάθεσης’, επιθυμούσε την προετοιμασία της να την αναλάβει η νονά-μαμή της. «Θέλω», είδε μια μωλωπισμένη από την επίθεση Θεοδώρα να την παρακαλά αυτοπροσώπως μέσα από την οθόνη, «θέλω εσύ, νονά Νίνα, εσύ που με ξεγέννησες, εσύ που με πρωτόπλυνες και με πρωτοφάσκιωσες, εσύ θέλω να με πλύνεις πάλι και να με τυλίξεις στο σάβανό μου. Το σώμα μου», είπε με κόπο στην κάμερα, «είναι ένας ναός. Θέλω το σώμα μου να γίνει τέμενος -όπως της Αγίας Θεοδώρας».
Περιβαλλοντολογικά ευαισθητοποιημένη η Θεοδώρα δεν ήθελε μια παραδοσιακή κηδεία.
«Για κάθε φέρετρο», έλεγε στην κάμερα, «κόβεται κάποιο δέντρο. Μαζί με αυτό πεθαίνει η Αμαδρυάδα που το κατοικούσε. Το ξύλο λουστράρεται με επικίνδυνο για το περιβάλλον βερνίκι, ντύνεται με συνθετική επένδυση κι έχει μεταλλικά χερούλια. Ο τάφος φτιάχνεται από ενισχυμένο σκυρόδεμα. Μη μιλήσουμε για το ίδιο το πτώμα που στην καλύτερη των περιπτώσεων, διαποτισμένο με φάρμακα, είναι πηγή οικολογικής καταστροφής». Για το τελευταίο, μάλιστα, είχε μια προσωπική ανησυχία: τα σφραγίσματα που είχε στα δόντια θα ρύπαιναν το περιβάλλον με υδράργυρο. Παρόλο που ζήτησε από έναν φίλο της οδοντίατρο να της τα αφαιρέσει μετά θάνατον, εκείνος αρνήθηκε.
Αλλά ούτε με την προοπτική της αποτέφρωσης ένοιωθε απόλυτα καλυμμένη η Θεοδώρα.
«Για μια αποτέφρωση καταναλώνεται πολύ ενέργεια. Διαρκεί 72 λεπτά και καίει στους 800 βαθμούς. Πόσο θα ήθελα», συνέχισε με κόπο, «πόσο θα ήθελα να χτίζατε στην ύπαιθρο μια πυρά από φιλικά στο περιβάλλον υλικά».
Είχε επίσης σκεφτεί τις εναλλακτικές λύσεις της ανθρώπινης κομποστοποίησης και της υγρής αποτέφρωσης. Η Νίνα το είχε ψάξει στο διαδύκτιο. Στην πρώτη περίπτωση το σώμα τοποθετείται σε ένα δοχείο από χάλυβα που περιέχει νερό, σάπια φύλλα και μικρόβια. Επιτυγχάνεται έτσι η αποσύνθεση. Ύστερα από περίπου 45 ημέρες, -το ‘περίπου’ εξαρτάται από το μέγεθος της σωρού- απομένει ένα τετραγωνικό μέτρο χώματος πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά που είναι ελεύθερα να σκορπιστούν στη φύση. Στην δεύτερη περίπτωση, την υγρή αποτέφρωση ή αλλιώς αλκαλική υδρόλυση, το σώμα βυθίζεται σε μια δεξαμενή με ζεστό, αλκαλικό νερό και σε τέσσερις ώρες απομένει ένα υγρό πλούσιο σε άλατα, σάκχαρα και αμινοξέα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν λίπασμα.
Αλλά η συνάδελφος που συνέτασσε το εξουσιοδότηση, θύμισε στην Θεοδώρα ότι καμιά από αυτές τις δύο λύσεις δεν επιτρέπονται στην Ελλάδα.
«Σωστά», είχε συμφωνήσει η Θεοδώρα, «αλλά έτσι κι αλλιώς δεν θέλω να διασκορπιστώ στην φύση ως κοπριά. Θέλω να γίνω δέντρο. Μια βελανιδιά. Θέλω να γίνω μια Αμαδρυάδα. Όπως η Αγία Θεοδώρα». Το μέρος το είχε ήδη επιλέξει: στα εφτακόσια μέτρα από το εκκλησάκι της Αγίας Θεοδώρας είχε ένα οικοπεδάκι με τριάντα ελιές προίκα. Η προίκα της είχε καεί στις περσινές πυρκαγιές.
«Ο θάνατος», είχε συνεχίσει με δυσκολία τις τελευταίες της επιθυμίες, «είναι τόσο στενά συνδεδεμένος με τον καταναλωτισμό όσο κι η ζωή. Θέλω να δημιουργήσω ένα νεκροταφείο με δέντρα αντί για ταφόπλακες, θέλω να μειώσω τα απόβλητα και να δημιουργήσω μια νέα ζωή απ’ τον θάνατό μου. Ένα δέντρο», συνέχισε με κόπο, «εναρμονίζεται με το τοπικό οικοσύστημα χωρίς να παρεμβαίνει στις ισορροπίες των σχέσεων μεταξύ των οργανισμών που ζουν εκεί. Οι στάχτες μου, πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά, θα ‘ρθουν σ’ επαφή με τα εδαφικά βακτήρια και θα προσαρμοστούν με την επιτόπια χημική ισορροπία. Θα επιστρέψω τα συστατικά απ’ τα οποία είμαι φτιαγμένη στο φυσικό τους περιβάλλον. ‘Χους ην και εις χουν απολεύσει’», είπε, το βλέμμα της ήδη σκοτεινιασμένο από μια ονειρώδη, επιθανάτια ομίχλη. Με τις δύο συνάδελφους ως μάρτυρες υπέγραψε με τρεμάμενο χέρι την εξουσιοδότηση. «‘Χους ην και εις χουν απελεύση’», επανέλαβε. Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια. Μπήκε ξανά σε κώμα. Τρεις μέρες αργότερα πέθανε. Η Νίνα, σύμφωνα με τις τελευταίες της επιθυμίες της, την κήδευσε, δηλαδή την φρόντισε. Κήδευσε το ταλαιπωρημένο, χτυπημένο σώμα. Της τραγούδησε ένα, δυο τραγούδια. Νονά και βαφτισιμιά είχαν να βρεθούν έτσι κοντά τριάντα δύο χρόνια. Όσα του Χριστού, σκέφτηκε η Νίνα όπως την φάσκιωνε σε ένα βιοδιασπώμενο σάβανο που την δόθηκε. Είχαν να βρεθούν απ’ όταν η κόρη και βαφτισιμιά της έφυγε λέγοντας ‘θα επιστρέψω, μάνα, μονάχα όταν με αποδεχτείς γι’ αυτό που είμαι’.
Η ζέστη είναι αφόρητη. Μέσα Σεπτέμβρη με καύσωνα. Η Νίνα φοβάται για την βιοδιασπώμενη τεφροδόχο. Οι περίεργοι ήχοι στο εσωτερικό της αυξάνονται και δυναμώνουν. Νιώθει κάτι ύποπτα υγρό στην παλάμη της. Προσπαθεί να πιάσει την ματιά της διασταύρωσης σαύρας με άνθρωπο. Δεν το καταφέρνει. Μια άλλη διασταύρωση, λιβελούλας με κάτι απόμακρα ανθρωποειδές, παίρνει το λόγο για αυτό που η Νίνα φοβάται ότι θα είναι μια μακριά σειρά από επικήδειους. Θα προτιμούσε την εξόδιο ακολουθία. Η εξόδιος ακολουθία ψάλλεται εις άπαντας τους κεκοιμημένους, σε πατριάρχες, αρχιερείς κι ιερείς, σε άνδρες και γυναίκες, σε μικρούς και σε μεγάλους. Ψάλλεται επίσης για βασιλείς και βασίλισσες κι η βαφτισιμιά της ήταν μια –‘η βασίλισσα της καρδιάς μας’ όπως έγραφε η ανάρτηση στο διαδίκτυο. Η Νίνα δεν κατανοεί πως η εκκλησία δεν δέχεται να αποχαιρετήσει τους αποτεφρωμένους. Η βαφτισιμιά της δικαιούται μια εξόδιο ακολουθία. Μπορεί να ‘πλανήθηκε ως απολωλός πρόβατο’, μπορεί να ‘έφερε στίγματα πταισμάτων’ αλλά ήταν ‘εικόνα της άρρητης δόξας Του’.
Την ίδια την Θεοδώρα δεν την πείραξε που δεν θα ψαλλόταν νεκρώσιμος ακολουθία στην αποτέφρωσή της –«αλλιώς η ακολουθία», φαίνεται να είχε πει, «θα λεγόταν κεκοι-καμμένων ακολουθία». Η ίδια η Νίνα ήταν θυμωμένη με την εκκλησία, ειδικά όταν θυμήθηκε έναν στίχο από την εξόδιο ακολουθία που ανέτρεπε τις ιερατικές αντιδράσεις: ‘ο άνθρωπος, ως άνθος μαραίνεται, και ως όναρ παρέρχεται, και διαλύεται· τα πάντα κόνις, τα πάντα τέφρα, τα πάντα σκιά. Ηχούσης δε της σάλπιγγος, νεκροί πάντες αναστήσονται’.
Πόσο πολύ έχει ανάγκη αυτήν την στιγμή την παραμυθία που η νεκρώσιμος ακολουθία προσφέρει! ‘Μακάριοι οι πενθούντες, διότι θα παρηγορηθούν’. Πολλά τροπάρια, όπως ο Άμωμος, τα Ευλογητάρια, οι Μακαρισμοί και τα Ιδιόμελα κρύβουν μεγάλη σοφία για το τι είναι ο άνθρωπος, (‘ή πιο σωστά για το τι δεν είναι’, φαίνεται να διατεινόταν η βαφτισιμιά της)· μιλούν, επί πλέον για την ανθρώπινη ύπαρξη (‘ή πιο σωστά την ανυπαρξία· καταδεικνύουν μάλιστα την απαισιόδοξη ματαιότητα της εφήμερης και πρόσκαιρης ζωής μας’). Πόσο επιθυμεί να ακούσει τον παρηγορητικό στίχο ‘τα πάντα σκιάς ασθενέστερα είναι, και τα πάντα ονείρων απατηλότερα· μια ροπή και ταύτα πάντα ο θάνατος διαδέχεται’! Πόσο θα ήθελε να ακούσει μερικές συγχωρητικές ευχές, ευχές που θα απαλλάξουν την κεκοιμημένη (έστω ‘κεκοι-καμμένη’) βαφτισιμιά της από κάθε κατάρα και αφορισμό! Να συγχωρεθεί από την μεγαλύτερη αμαρτία στην οποία είχε πέσει όταν βγήκε από τον δρόμο που ο Θεός χάραξε για εκείνη. Ούτε ο Θεός, ούτε η Νίνα θα την συγχωρούσαν ποτέ. Ποτέ δεν θα την αποδέχονταν γι’ αυτό που αποφάσισε να είναι. Η ‘αμαρτία’, θυμάται ξαφνικά, σημαίνει την ‘αστοχία’. Η Θεοδώρα ποτέ δεν βρήκε τον στόχο της. Η νεκρώσιμος ακολουθία κλείνει με ένα τελικό Αμήν, την διαβατήρια ευχή για τον άλλο κόσμο. Αμήν σήμερα η Νίνα δεν θα ακούσει. Ακούει, όμως, κάτι σαν βαθύ ρέψιμο μέσα από την βιοδιασπώμενη τεφροδόχο. Το διαδέχεται ένα στουμπωμένο ‘συγνώμη’. Αναγνωρίζει την φωνή -είναι της βαφτισιμιάς της.
«Θεοδώρα, κόρη μου», ψιθυρίζει, «είσαι εδώ;» Η βιοδιασπώμενη τεφροδόχος τρέμει στην παλάμη της καταφατικά.
Επιστρέφει την προσοχή της γρήγορα στους επικήδειους. Όπως φοβόταν είναι βαρετοί και συνηθισμένοι. Η εξόδιος ακολουθία, θυμάται, ξεκινά έτσι κι αλλιώς με τον στίχο ‘Νύσταξε από ακηδία η ψυχή μου, βεβαίωσέ την με τα λόγια σου’. Ναι, βαρετοί και συνηθισμένοι. Η βαφτισιμιά της, μέσα στην βιοδιασπώμενη τεφροδόχο, συμφωνεί μαζί της με ένα μακρόσυρτο χασμουρητό. Στα αυτιά της έρχεται η ευχή από πολλά στόματα, ‘να ‘χεις καλό παράδεισο’. Την βλέπει αυτή την ευχή όλο και συχνότερα σε διαδικτυακές αναρτήσεις. Ακούει επίσης και μερικά ‘καλό της ταξίδι στην γειτονιά των αγγέλων’. Αυτό το ακούει στις κηδείες που μεταδίδει η τηλεόραση. Χρειάζεται η ίδια την υποστήριξη των αγγέλων. Θυμάται έναν άλλο στίχο από τα Ευλογητάρια της ακολουθίας. «‘Συ’», ψιθυρίζει στον Θεό, «‘Σύ, που έδωσες στους αγγέλους τα κλειδιά του παραδείσου να δένουν και να λύνουν τις αμαρτίες των ανθρώπων. Δεμένα είναι στον ουρανό όσα έχουν δεθεί στην γη ώστε να είναι λυμένα στον ουρανό όσα έχουν λυθεί στην γη’».
Η βιοδιασπώμενη τεφροδόχος χορεύει στην παλάμη της. «Κάτσε ήσυχη», της λέει αυστηρά.
Με την άκρη του ματιού της κοιτάζει να δει αν κανείς την έχει πάρει χαμπάρι. Τι ετερόκλητη συνέλευση, σκέφτεται, τι κογκρέσο ανόμοιων πιστών! Βρίσκεται καταμεσής μιας συνόδου, μιας αιρετικής κοινότητας, μιας ετερόκλητης αδελφότητας. Αναγνωρίζει μια αντιπροσωπεία οικολόγων και μια αντιπροσωπεία από την εθελοντική εργασία της βαφτισιμιάς της με τα αδέσποτα. Διακρίνει μια μικρή αντιπροσωπεία από ιδιωτικά κι εθνικά σώματα ασφαλείας και στρατού στα οποία η Θεοδώρα ήταν τόσο δημοφιλής. Εκτός από μερικές γυναίκες οι περισσότεροι είναι άντρες. Όλοι γνωρίζουν ότι βρίσκονται στον τόπο που έζησε και μαρτύρησε η Αγία Θεοδώρα. Όλοι άλλωστε είχαν πάει δυο και τρεις φορές να δουν το ‘Αγία Θοδωρής’, το σόου για την ζωή και το έργο της Αγίας που η Θεοδώρα έδινε παρασκευοσαββατοκύριακα κι αργίες στο ‘Κάτι να Καίει’ . Η νονά Νίνα είχε μεγαλώσει την βαφτισιμιά με την ιστορία της Αγίας θεοδώρας. Της την έλεγε συχνά σαν παραμύθι. Ήταν μια παραμυθία, μια παρηγοριά για το μυστικό τους.
Η Νίνα είχε παρακολουθήσει πολλές φορές το ‘Αγία Θοδωρής’. Το συνδύαζε με μια σειρά από ιατρικές εξετάσεις που την έφερναν στην πρωτεύουσα. Έμπαινε στο ‘Κάτι να καίει’ αφού έπεφταν τα φώτα και καθόταν κρυμμένη μαζί με τα φανταράκια. Ήταν οι μόνες φορές που βρισκόταν μετά από τριάντα τόσα χρόνια τόσο κοντά με την κόρη και βαφτισιμιά της. Κάθε φορά η καρδιά της ράγιζε ήδη από το εναρκτήριο τραγούδι. Η βαφτισιμιά της εμφανιζόταν ως κόρη Θεοδώρα, ντυμένη βοσκοπούλα με δύο μεγάλες κοτσίδες. Στο ποιμενικό αυτό τραγούδι, η Νίνα διέκρινε τον παιδικό φόβο της βαφτισιμιάς της· φοβόταν ότι αυτό ακριβώς θα ήταν το μέλλον της, αυτό μιας βοσκοπούλας, αν παρέμενε στην Άνω Ποταμιά στην Βάστα Αρκαδίας. Η νονά Νίνα είχε υποστηρίξει τις επιθυμίες της κόρης και βαφτισιμιάς της. Την είχε αφήσει να πετάξει ελεύθερη στα δεκαεπτά της. Ποτέ όμως δεν θα την υποδεχόταν ξανά πίσω ως αυτό που η βαφτισιμιά της ήθελε να είναι.
Το σόου συνέχιζε με μια μπαλάντα όπου η βοσκοπούλα εξιστορούσε τον βίο και πολιτεία της Αγίας Θεοδώρας, ένας βίος και μια πολιτεία που στην ουσία ήταν τρεις: η κόρη Θεοδώρα, προσποιούμενη τον άντρα είχε ζήσει ως μισθοφόρος στρατιώτης, ως Αυτοκράτορας, κι ως μοναχός. Η Νίνα ένοιωθε την ίδια ανατριχίλα που διαπερνούσε τους χαμηλόβαθμους και τους νεοσύλλεκτους θεατές όταν πάνω στην σκηνή, υπό τον ήχο εμβατηρίων, ένα μπαλέτο από άντρες ντυμένοι στρατιωτίνες κούρευαν (αφαιρούσαν δηλαδή τις κοτσίδες) από την κόρη Θεοδώρα και την έντυναν μισθοφόρο στρατιώτη -με άρβυλα και ψεύτικο μουστάκι. Ως ‘καπετάν Θοδωρής’ εξηγούσε στο ‘Αχ, Άκαρδη Ακαρδία’, το αντίστοιχο στρατιωτικό τραγούδι, ότι οι λόγοι που εγκατέλειπε τα πάτρια εδάφη και κατατασσόταν στον Βυζαντινό στρατό ήταν για να καλύψει τις υποχρεώσεις μιας φτωχής, πολύτεκνης οικογένειας. Και με αυτό το τραγούδι η Νίνα συγκινούταν καθώς κι αυτό ήταν βγαλμένο από την προσωπική ιστορία της βαφτισιμιάς της. Η Νίνα ήταν μαμή και νονά σε πολυάριθμές τσούπρες. Όλες τις ελευθέρωνε από την άκαρδη αρκαδική γη στα δεκαεπτά τους…
Σκουπίζοντας τα δάκρυά της επικεντρωνόταν στην νέα μεταμόρφωση της κόρης Θεοδώρας πάνω στην σκηνή. Όταν ο Καπετάν Θόδωρος τυλιγόταν σε πορφύρα κι αντικαθιστούσε το πηλήκιο μια κορόνα στο κεφάλι οι υψηλόβαθμοι γαλονάδες θεατές έμεναν κλαρίνο, μερικοί σηκωνόντουσαν και στεκόντουσαν προσοχή. Μπροστά τους τώρα είχαν τον ‘Αυτοκράτορα Θόδωρο’. Σε έναν ύμνο με παρηχήσεις βυζαντινού μέλους, η βαφτισιμιά της υμνούσε την δοξασία που ήθελε την Αγία Θεοδώρα να ήταν η Αυγούστα Θεοδώρα, κόρη του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Η΄ της ένδοξης μακεδονικής δυναστείας. Είχε βασιλέψει για ένα χρόνο. Αλλά ως άνδρας. Κατά τους ισχυρισμούς του Μιχαήλ ΣΤ΄ του Στρατιωτικού, ο ‘Αυτοκράτορας Θόδωρος’ αρρώστησε βαριά και πέθανε. Κατ’ άλλους εικάζεται ότι ο ίδιος ο Μιχαήλ δολοφόνησε τον Αυτοκράτορα και τον έθαψε εδώ, στην Βάστα Αρκαδίας. Το μπαλέτο τραγουδούσε και χόρευε το ρεφραίν ‘Εσύ θα ‘σαι για πάντα η βασίλισσα της καρδιάς μας’.
Αλλά η μια ανατροπή ακολουθούσε την άλλη· το βυζαντινό μονοφωνικό μέλος γλιστρούσε ύπουλα σε ένα σαγηνευτικό στριπτήζ όπου η βαφτισιμιά της απεκδυόταν τις δύο προηγούμενες περσόνες, κι εγκαταλείποντας τα εγκόσμια, εγκαταβίωνε σε ένα ανδρικό μοναστήρι αφιερωμένη ολοκληρωτικά στο Χριστό. Πάντα ως άνδρας. Ως αδελφός Θόδωρος. Εκεί αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση χάρη στην υπακοή και την ταπεινοφροσύνη του. Ο Ηγούμενος ανάθετε στον αδελφό Θόδωρο, εξαιρετικά υπεύθυνες εργασίες στη Μονή, τις οποίες η βαφτισιμιά της διακονούσε με τραγουδοχορευτική χάρη. Κατά την περίοδο που έπληττε λιμός την περιοχή ο αδελφός Θόδωρος επισκεπτόταν τα σπίτια των Χριστιανών αναζητώντας βοήθεια. Και τι σφυρίγματα από το κοινό υποδεχόντουσαν την ξαναμμένη, λυσσάρα, χωριατοπούλα που την έπεφτε ξεδιάντροπα στον αθώο Θόδωρο. Όταν εκείνος δεν ανταποκρινόταν κατηγορούσε τον αδελφό Θεόδωρο ότι την κατέστησε σε ενδιαφέρουσα.
Το σόου έφτανε σταδιακά στην αποκορύφωσή του. Ο αδελφός Θεόδωρος δεχόταν την σκευωρία. Αρνούμενος να σηκώσει το ράσο του και να αποκαλύψει το φύλο του προτιμούσε να σηκώνει τον σταυρό του μαρτυρίου. Όλοι οι θεατές, μόνιμοι και έφεδροι φαντάροι, καραβανάδες κάθε βαθμού, με ή χωρίς παράσημα, με ή χωρίς τιμητικές διακρίσεις κι ανδραγαθήματα, όλοι γινόντουσαν ένα σώμα όταν συνόδευαν τον μικρό, απροστάτευτο και θεοσεβούμενο Θοδωρή στο τελευταίο του τραγούδι πριν θανατωθεί δια αποκεφαλισμού. Ο αποκεφαλισμός επιτυγχανόταν με ένα black out. Κι είναι μόνο τώρα που η Νίνα αντιλαμβάνεται ότι το τραγούδι της Αγίας Θεοδώρας που ακουγόταν στο σκοτάδι εξέφραζε επίσης την τελευταία επιθυμία της κατά κόσμον Θεοδώρας όπως την έκανε στο νεκροκρέβατό της: ‘Κάνε Κύριε το σώμα μου Ναό, τα μαλλιά μου δέντρα και το αίμα μου νερό να τα ποτίζει. Αμήν’. Τα δεκαεπτά δέντρα που φύτρωσαν στην σκεπή του ναού αντιπροσώπευαν τα δεκαεπτά χρόνια που Αγία Θεοδώρα έζησε. Στο καθένα από αυτά κατοικεί από μια Αμαδρυάδα. Μόνο τώρα φαίνεται πόσο ο αριθμός δεκαεπτά είχε μεγάλη σημασία για την βαφτισιμιά της· αντιπροσώπευε και τα δικά της δεκαεπτά χρόνια μέχρι τον δικό της θάνατο από μια καταπιεσμένη, μυστική ζωή και την γέννησή της σε μια άλλη… Τα φώτα επανέρχονταν και το ‘Αγία Θόδωρος’ τέλειωνε σε ένα παραληρηματικό καταιγισμό από ποδοπατήματα, σφυρίγματα και κραυγές.
Πόσο συγκινείται ξανά τώρα η Νίνα όταν βλέπει όλες αυτές τις αντιπροσωπείες από τα σώματα του στρατού. Κατέφθασαν παρελαύνοντας στον τόπο της φύτευσης. Είναι όλοι τιμητικά ντυμένοι με τις στολές εξόδου τους. Θέλουν να τιμήσουν την έξοδο της Θεοδώρας. Μονάχα μια στρατιωτική μπάντα λείπει.
Αλλά είναι η μεγάλη αντιπροσωπεία από τα περίεργα και σπάνια εξωτικά πουλιά που φυλακίζει το μάτι. Κράζουν και κουνάνε τα πολύχρωμα φτερά τους. Πόσο ντρέπεται η Νίνα που βρίσκεται ανάμεσά τους. Φρόντισε να φορέσει ένα πλατύγυρο καπέλο και κάθε φορά που κάποιο κινητό στρέφεται προς την πλευρά της κρύβει το πρόσωπό της. Η Άνω Ποταμιά, στην Βάστα Ακαρδίας, θα ‘χει να θυμάται για καιρό αυτή την αναπάντεχη παρέλαση ομοφυλόφιλης περηφάνειας που διεξήχθη στα κατά τ’ άλλα παρθενικά της χώματα. Αυτή η αντιπροσωπεία αποτελείται από δύο υπο-ομάδες: η μια ομάδα συγκεντρώνει τους συναγωνιστές και τις συναγωνίστριες της αγωνίστριας Θεοδώρας στο κοινωνικό αγώνα ενάντια στις διακρίσεις· η άλλη αποτελείται από συνάδελφους και συναδέλφισσες στο ‘Κάτι να Καίει’, τον εργασιακό της χώρο. Η παρέλαση πέρασε μέσα από την Άνω Ποταμιά μπροστά από τα έκπληκτα μάτια των ελάχιστων πλέον κατοίκων. Ξεδιπλώθηκε κι απλώθηκε η σημαία με τα χρώματα του ουράνιου τόξου· χρησιμοποιήθηκαν καραμούζες και στράκα στρούκες· από ένα κινητό τηλέφωνο, συνδεδεμένο σε ντουντούκα, μεταδόθηκε το‘I will survive’, ο εθνικός τους ύμνος.
Η νονά Νίνα, μες τα χρόνια, παρακολουθώντας από μακριά την ζωή και το έργο της βαφτισιμιάς της, εκπαιδεύτηκε στην πολιτική ορθότητα. Στα εβδομήντα επτά της χρόνια, κι έχοντας βιώσει πολλές δικτατορίες, η δικτατορία της πολιτικής ορθότητας φαίνεται να είναι η πιο αμείλικτη. Πιο ελεύθερα εκφραζόταν ως κοριτσάκι στην δικτατορία του Μεταξά κι ως ενήλικη στην δικτατορία των Συνταγματαρχών. ‘Πρέπει τώρα, Νίνα’, θυμίζει στον εαυτό της, ‘να μιλάς την ορθή γλώσσα. Αλλιώς, θα θεωρηθείς ρατσίστρια, σεξίστρια, συντηρητική και παλαιών αρχών’. Έμαθε εντούτοις, να μην υποπέφτει σε misgendering –το misgendering είναι να μιλάς σε κάποιο άτομο χρησιμοποιώντας διαφορετικό φύλο απ’ αυτό που το άτομο επιθυμεί. Αντί για τα άρθρα που προσδιορίζουν το φύλο, πρέπει να χρησιμοποιεί την λέξη ‘άτομο’ . Η λέξη ‘πλάσμα’ ήταν η δική της εκδοχή για το ‘άτομο’. Τι θα γινόταν, συχνά σκεφτόταν, αν πολλά ένθερμα άτομα διασπώντο; θα ακολουθούσε πυρηνικός όλεθρος. Η ίδια γνωρίζει ότι ανήκει στην κατηγόρια της ‘ετεροκανονικότητας’, η ετεροφυλοφιλία της, δηλαδή, δεν είναι η μόνη πιθανή σεξουαλικότητα, δεν είναι ο μόνος τρόπος για να είναι ΄κανονική΄.
Μία ώρα πριν, πίνοντας έναν καφέ στην κεντρική πλατεία της Άνω Ποταμιάς είχε παρακολουθήσει την Κοινότητα να καταφθάνει. Είχε ανατρέξει στο αρκτικόλεξο της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, ένα ιδιότυπο αλφαβητάρι που βρήκε στην ιστοσελίδα της βαφτισιμιάς της. Στις πέντε μέρες, ανάμεσα αποτέφρωσης και φύτευσης, φρόντισε να το μνημονεύσει. Έχει μάθει τα S.O.S. ενώ στο πορτοφόλι της έχει μερικά σκονάκια. Σπουδάζοντάς το βρήκε ότι έχει πολλά προβλήματα στις διατυπώσεις του. Μεταφρασμένο κυρίως από τα αγγλικά, μια άφυλη γλώσσα, αποφεύγει να προσδιοριστεί από αυτό που θέλει να αποφύγει, τον προσδιορισμό των φύλων· καταφεύγει, εντούτοις, στην χρήση άφυλων, πολιτικά σωστών, λέξεων, όπως ‘άτομα’ και ‘ομάδες’. Υπό την πλατιά ομπρέλα του ‘αυτοπροσδιορισμού’ και της ‘συμπεριλαμβανικότητας’ τοποθετούνται διφορούμενες έννοιες που τις βρίσκει να σηκώνουν πολλές ερμηνείες.
Η ίδια, από ότι φαίνεται, ανήκει στην ομάδα των cisgender, νιώθει, δηλαδή, οικεία και αυθεντικά στο φύλο στο οποίο γεννήθηκε. Το θέμα αυτό ποτέ δεν την είχε απασχολήσει μέχρι τώρα. Αυτό που την απασχολεί πλέον είναι ο αριθμός των φύλων. Τα φύλα δεν είναι πλέον τα γνωστά δύο φύλα της εποχής των γονιών της. Ούτε το τρίτο που έσκασε μύτη όσο εκείνη ενηλικιωνόταν. Τώρα πλέον η ανθρωπότητα απαριθμεί καμιά εικοσαριά. Κάθε χρόνο ένα καινούργιο ανακαλύπτεται σαν ένας νέος κομήτης. Αυτό που η Νίνα διαπιστώνει είναι ότι η κοινωνία όλο αμαρταίνει, όλο πιο πολύ χάνει τον στόχο της. Με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα σχολεία θα εντάξουν στον εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα το μάθημα του σεξουαλικού προσανατολισμού. Η Νίνα πολύ φοβόταν ότι αυτό θα αποπροσανατολίσει τα παιδάκια, θα τα ρίξει στην αμαρτία, στην αστοχία. Όλες οι εξωτερικές εκδηλώσεις του φύλου, όπως το όνομα, οι αντωνυμίες, τα ρούχα, το κούρεμα, η συμπεριφορά, τα σωματικά χαρακτηριστικά, μπαίνουν υπό αμφισβήτηση. Για πότε, Νίνα, συχνά αναρωτιέται, έγιναν όλα τόσο περίπλοκα; Αυτό που την μπερδεύει το περισσότερο είναι το + που το αρκτικόλεξο έχει στο τέλος του· το μετατρέπει σε ένα σταυρόλεξο για ‘απαιτητικούς λύτες’. Με το σημαδάκι του σταυρού ‘αυτοπροσδιορίζονται’ και ‘αυτοσυμπεριλαμβάνονται’ οι πάντες: οι ‘μη-δυαδικοί’ (εκείνοι που ‘καλύπτουν ένα φάσμα έξω από το δυαδικό φύλο ταυτότητας και το οποίο δεν είναι αποκλειστικά αρρενωπό ή θηλυκό’)· οι ‘φυλοπαράξενοι’, οι ‘φυλοδιαφορετικοί’ οι ‘φυλορευστοί’, ‘φυλοαναρωτητές’, οι ‘ημίφυλοι’ (εκείνοι με μικρότερη σεξουαλική επιθυμία), οι ‘πανσεξουαλικοί’ (εκείνοι που από ότι φαίνεται συνουσιάζονται με ότι κουνά κι αναπνέει) και οι ‘άφυλοι’ (ναι, υπάρχουν και τέτοιοι).
Έχοντας τώρα νοερά το αρκτικόλεξο μπροστά της αναζητά τα σιγουράκια, τα τρία πρώτα γράμματα του αρκτικόλεξου, το Λάμδα, το Όμικρον και το Άλφα.
«Μην περιμένεις να τους βρεις, νονά», ακούει την βαφτισιμιά της μέσα από την τεφροδόχο. Δίκιο έχει. Σύμφωνα με τις καθοδηγητικές οδηγίες της Κοινότητα τα Λάμδα, τα Όμικρον και τα Άλφα άτομα προσδιορίζονται μονάχα από την διάκριση σχετικά με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό.
Αναζητά τις Λάμδα. Δαύτες, θυμάται, όταν εγώ μεγάλωνα, πριν εβδομήντα πέντε χρόνια, τις λέγαμε τζιβιτζιλούδες κι ακολούθους της Σαπφούς. Ούτε βρίσκει κάποιο άτομο εμφανώς Όμικρον. Αυτούς, θυμάται, τους λέγαμε απλά κίναιδους, πούστηδες κι αδελφές. Αλλά ούτε βρίσκει κάποιον Άλφα, τους αποκαλούμενους Αμφίφυλους –για ‘κείνους λέγαμε ότι το ψήνουν το ψάρι κι απ’ τις δυο πλευρές. Όχι, δεν καταφέρνει να διακρίνει κανέναν αντιπρόσωπο καμιάς από αυτές τις τρεις παρατάξεις· το πένθος, ίσως, απενεργοποιεί, καταργεί και ισοπεδώνει κάθε εκδήλωση φύλου.
Η αναζήτησή της διακόπτεται όταν δύο από τους φουσκωτούς που έκαναν πόρτα στο ‘Κάτι να Καίει’ βγάζουν τα πουκάμισά τους και κρατώντας τον ρυθμό, ‘χέι-χοπ’, καταπιάνονται εναλλάξ με το σκάψιμο του λάκκου. Το θέαμα συσφίγγει την Κοινότητα, λειαίνει τις διαφορές κι ενώνει όλες τις υπο-ομάδες σε μια. Σύσσωμη η Κοινότητα στρέφει πάνω στους μπρατσωμένους, ημίγυμνους ιδρωμένους άντρες κινητά τηλέφωνα· κραυγάζει με ενθουσιασμό, τους υποστηρίζει με σφυρίγματα, κραυγές κι αλαλαγμούς, γλείφουν με τα μάτια τα αρρενωπά αγάλματα, γλείφονται, ρουφάνε τα μάγουλά τους, πεταρίζουν ηδονικά τα βλέφαρα.
Η Νίνα πλησιάζει. Πρέπει να γίνει γρήγορα η φύτευση. Το κάτω μέρος της βιοδιασπώμενη τεφροδόχου έχει αρχίσει να αυτοδιασπάται. Κοιτά τον ανοιγμένο λάκκο. Θυμάται τα λόγια του Προφήτη από την νεκρώσιμη ακολουθία: ‘Εγώ είμαι χώμα και στάχτη και είδα με το νου μου τα μνήματα και είδα τα γεγυμνωμένα οστά και είπα: ‘Άρα ποιος είναι ο νεκρός, βασιλιάς ή στρατιώτης; πλούσιος η πτωχός; δίκαιος η αμαρτωλός;’
Κοντά στο λάκκο έχει έρθει μια ομάδα από Ταυ. Είναι τα Τρανς άτομα. Πρόσεχε, Νίνα, λέει στον εαυτό της, μην τους αποδίδεις φύλο. Είναι τα άτομα που έχουν θέματα σχετικά με την ταυτότητα του φύλου που τους αποδόθηκε κατά τη γέννησή τους. Όπως της βαφτισιμιάς της. Μπορεί να είναι παντρεμένα με άτομα όλων τα άλλων είκοσι φύλων. Η Νίνα απορεί και τρομάζει από την ανάγκη τους να διατυμπανίζουν την διφορούμενη ταυτότητά τους, κάτι που εδώ, σήμερα, το επικυρώνουν· όλα αυτά τα άτομα είναι κραυγαλέα ντυμένα για κηδεία πρωθυπουργού εν υπηρεσία, υπερβολικά ντυμένα ως υπερεύθυμες χήρες. Φορούν περίπλοκα καπέλα, σαν αυτά που φορούν μονάχα στις ιπποδρομίες του Άσκοτ, ενώ σε ορισμένα άτομα μερικών ωρών γένι διαπερνά ημιδιαφανείς δαντελωτές πλερέζες. Στον θρήνο χοροστατεί ένα τέτοιο άτομα από το ‘Κάτι να Καίει’. Το πλάσμα αυτό, θυμάται, έβγαινε πριν την Θεοδώρα. Ως Ρένα Βλαχοπούλου τραγουδούσε μαζί με ένα μπαλέτο ντυμένο με μικρούτσικα εφαρμοστά μαγιό το ομώνυμο τραγούδι από την ταινία που δίνει το όνομά του στο μπαρ.
Η Νίνα επαναλαμβάνει δυνατά την ερώτηση του Προφήτη. «‘Άρα ποιος είναι ο νεκρός, βασιλιάς ή βασίλισσα;’».
«Βασίλισσα, βασίλισσα», έρχεται σύσσωμη η απάντηση από μια άλλη ομάδα που έχει πλησιάσει τον λάκκο. Υπονοούν ‘Queen, Queen’, δηλαδή drag Queen. Τέτοια βασίλισσα ήταν η βαφτισιμιά της. Έτσι τα λένε τώρα αυτά τα άτομα. Πριν μερικά χρόνια τα έλεγαν τραβεστί. Κάτω υπό την ίδια σκέπη, βρίσκονται τα Δέλτα άτομα, τα διεμφυλικά, αλλιώς Ιντερσέξ. Κι από αυτή την ομάδα υπάρχουν μερικά άτομα στα οποία χοροστατεί ένα άτομο που δείχνει να είναι Ινδικής καταγωγής. Λέγεται Γκάνγκα κι η Νίνα διάβασε γι’ αυτό στην ιστοσελίδα της Κοινότητας. Η Θεοδώρα συναγωνιζόταν μαζί του στον αγώνα ενάντια στις διακρίσεις. Το όνομα του, από ότι φαίνεται προέρχεται από τον Γάγγη ποταμό ο οποίος είναι γένους θηλυκού. Είναι επίσης φρεσκοπαντρεμένο· στην ιστοσελίδα της Κοινότητας υπήρχε το σύμφωνο συμβίωσης που σύναψε με έναν φούρναρη στο Μεταξουργείο.
Η Νίνα ποτέ δεν μπόρεσε να νιώσει άνετα ανάμεσα σε αυτά τα άτομα. Παρόλο που υπήρξε μητέρα και πατέρας σε ένα. Το θέμα τους, λένε οι ειδήμονες, δεν ήταν ταυτότητας αλλά βιολογίας καθώς γεννιούνται με τα βιολογικά χαρακτηριστικά και των δύο φύλων. Όπως η βαφτισιμιά της. Αυτό ήταν τον μυστικό τους. Ένα μυστικό που έμεινε επτασφράγιστο μέχρι η Θεοδώρα φύγει. ‘Δεν θα επιστρέψω, μάνα, μέχρι να με αποδεχτείς γι’ αυτό που είμαι’, είχε πει στην Νίνα.
Η Νίνα, εκτός από τις παραστάσεις του ‘Αγία Θοδωρής’, δεν είχε δει ποτέ άλλοτε την βαφτισιμιά της μέχρι την προετοιμασία της για την αποτέφρωση. Βλέποντας την Θεοδώρα νεκρή είχε αναβιώσει την φρίκη που είχε νοιώσει όταν την ξεγέννησε. Δεν ήξερε τι να πει στους δυο γονείς –‘να σας ζήσει ο γιός’, ή ‘να σας ζήσει η κόρη’. Η μητέρα του βρέφους ευτυχώς είχε πεθάνει από περιπλοκές που ακολούθησαν την γέννα. Για τον πατέρα η νεογέννητη Θεοδώρα δεν ήταν δώρο θεού· ο κυρ Μήτσος ήθελε αγόρι κι ο Θεός τον καταράστηκε. Όταν έλαβε το θείο δώρο (το επιθυμητό αγόρι αλλά και το ανεπιθύμητο κορίτσι στην συσκευασία του ενός) πέθανε από ανακοπή. Η Νίνα που έπαιρνε ένα επίδομα μονάχα για ορφανά θηλυκού γένους την έγραψε ως κορίτσι. Στο κόλπο έβαλε και τον παπά ο οποίος συμφώνησε να βαφτίσει το παιδί με το εσώρουχο ‘για να μη κρυώσει’. Τα κορίτσια ποτέ δεν ξεπερνούσαν τα δεκαεπτά· δεκαεπτά ήταν επίσης η ηλικία που εγκατέλειπαν την θαλπωρή της Νίνας. Για την Νίνα δεν τέθηκε ποτέ θέμα φύλου. Μεγάλωσε την Θεοδώρα ως κόρη κι ως κόρη της συμπεριφερόταν. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε τίποτε μέχρι η Θεοδώρα να κλείσει τα δεκαεπτά και να φύγει από την Άνω Ποταμιά. Είχε φύγει λόγω ενός σκανδάλου: η Θεοδώρα, ως Θόδωρος, την έπεσε σε πολλές από τις δεκαεπτά αδελφές της. Παρόλες τις προτροπές της Νίνας η Θεοδώρα ποτέ δεν θέλησε να υποβληθεί σε επαναπροσδιορισμό φύλου ή σε φυλομετάβαση, να κρατήσει δηλαδή το ένα ή το άλλο φύλο. Κράτησε και τα δύο –‘για σιγουριά’, έλεγε συχνά στο ‘Και τα δύο’, στο προφίλ της στο φέις μπούκ. Διανύοντας μια ζωή άλλοτε σαν (και ως) άνδρας κι άλλοτε σαν (και ως) γυναίκα, έτεινε προς το δεύτερο μετά την κλιμακτήριο –‘τώρα πλέον, χωρίς την κατάρα’, έγραψε στο προφίλ της, ‘νοιώθω απόλυτα γυναίκα, ειδικά που την ανδρική κλιμακτήριο την πέρασα πιο δύσκολα από την γυναικεία’. Ποτέ δεν μάσησε με τίτλους και ορισμούς. Από νωρίς είχε προσπεράσει τους αυτοπροσδιοριστικούς σκοπέλους. Πέρσι στο ‘Κάτι να καίει’ είχε γίνει σάλος. Τραγουδούσε και χόρευε το ‘Ο Πατέρας μου ο Ερμής, η μάνα μου η Αφροδίτη’ και πριν σβήσουν τα φώτα αποκάλυπτε στιγμιαία τα επίμαχα σημεία. Εξού κι η μήνυση περί δημοσίας αιδούς που τράβαγε χρόνια.
Οι δυο ημίγυμνοι μυώδεις πορτιέρηδες πλησιάζουν την Νίνα για να πάρουν την βιοδιασπώμενη τεφροδόχο. Ολόκληρη η ΛΟΑΤΚΙ+ Κοινότητα συσσωρεύεται γύρω από τον λάκκο. Η Νόνα νοιώθει την τεφροδόχο κολλημένη στην παλάμη της να τρέμει. «‘Αλίμονο πόσο αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη εκ του σώματος’», καταφέρνει να πει. Οι δυο πορτιέρηδες ξεκολλούν προσεκτικά την τεφροδόχο. Η Νίνα τούς ακολουθεί από κοντά. Από δίπλα ολόκληρη η ΛΟΑΤΚΙ+ Κοινότητα. Ένα αρκτικόλεξο πενθούντων. Πρόσωπα παραμορφωμένα από τον πόνο. Σώματα ιδρωμένα. Ο ιδρώτας δεν έχει φύλο, ούτε ο πόνος, ούτε το πένθος.
Η Νίνα νοιώθει αναπάντεχα ποιμένας. Η Κοινότητα το ποίμνιό της. Σε εκείνη έχει πέσει το χρέος μια ανείπωτης νεκρώσιμης ακολουθίας. Συνεχίζει τώρα να απευθύνεται στην ψυχή της κόρης της. «‘Πόσα δάκρυα χύνεις’», συνεχίζει ενάντια στο αυξανόμενο αναφιλητό που την κατακλύζει από κάθε πλευρά, «‘και δεν υπάρχει κανείς να σε ελεήσει’». Ο λάκκος είναι χαμηλός. Οι δύο άντρες πηδάνε μέσα και τοποθετούν τρυφερά την τεφροδόχο όρθια στο φρέσκο χώμα. Πορτιέρηδες στον άνω κόσμο, πορτιέρηδες και στον κάτω.
Η Νίνα αισθάνεται ακόμα την υγρασία στην παλάμη της· αστραπιαία όμως στεγνώνει σαν κάτι που κρατούσε εκεί να φτερούγισε μακριά. «‘Ω παλάμη που σε έπλασε από το μηδέν’», συνεχίζει, «‘σε έπλασε από το μηδέν και σε τίμησε με την θεία Του εικόνα…’ (‘την θεία Τής εικόνα’, παρεμβαίνουν φωναχτά τα Λάμδα). ‘…Αφού παρέβηκες την εντολή Του…’ (‘την εντολή Τής…’, διορθώνουν τώρα τα Όμικρον και τα Άλφα), ‘…σε γυρίζει πάλι στην γη από την οποία προέρχεσαι. Επανάφερέ την Κύριε…’ (‘Κυρία, Κυρία…’, ουρλιάζουν τα Ταυ, τα Κάπα και τα Ιώτα) ‘..στο καθ᾿ ομοίωσιν για να ξαναβρεί την παλιά της ομορφιά’».
Κοιτά τον ανοιχτό λάκκο. Το σκάψιμο αποκάλυψε το θαμμένο κρανίο από κάποιο άλλο ζώο. «‘Ό,τι γυμνά οστέα ο άνθρωπος, σκωλήκων τροφή και δυσωδία’», λέει.
Έτοιμη να πει το ‘Ανάπαυσον την ψυχή κεκοιμημένη δούλη’ , φοβάται ότι η Κοινότητα θα παρέμβει πάλι στο φύλο. Για εκείνη η κόρη της, η Θεοδώρα, θα είναι πάντα και μόνο γυναίκα. Ποτέ δεν θα την πει Θόδωρο. Προσπερνά την σκόπελο της ‘κεκοιμημένης δούλης’ χωρίς πει τίποτα. Επικεντρώνεται στην ψυχή της κόρης και βαφτισιμιάς της. «‘Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, χωρίς όμως ανταπόκριση. Προς τους ανθρώπους τείνεις τα χέρια χωρίς να σε βοηθήσει κάποιος’».
Με πίκρα θυμάται ότι στην βάναυση επίθεση που η κόρη της είχε δεχτεί κανείς δεν την είχε βοηθήσει. Αυτό που η βαφτισιμιά της επιθυμούσε ήταν να την αποδεχτούν γι’ αυτό που είναι. Την επιθυμία αυτή την ακούει με ένα αναστεναγμό να έρχεται σαν θυμιατό μέσα από την τεφροδόχο: ‘Αποδέξου με, μαμή νονά Νίνα. Αποδέξου με, μητέρα και πατέρα, γι’ αυτό που είμαι…’
Συνεχίζει με το «‘Εν τόπω φωτεινό, εν τόπω χλοερό, εν τόπω αναψύξεως, εκεί όπου δεν υπάρχει οδύνη, στεναγμός -ούτε φύλο’, συμπληρώνει από μόνη της».
Είναι περιτριγυρισμένη από αγγέλους. Κι εκείνοι, θυμάται, δεν έχουν φύλο. Με μια αστραπιαία κίνηση πετά μέσα τους σπόρους βελανιδιάς. «‘Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, δώμεν αδελφοί (‘κι αδελφές’, προσθέτει μόνη της προλαβαίνοντας την Κοινότητα,) τω θανόντι’. Εύχεται οι σπόροι να πιάσουν. Το δέντρο να γίνει κατοικία μιας Αμαδρυάδας που θα προστατεύει και θα τιμωρεί όποιον την πληγώνει.
Οι δυο πορτιέρηδες ρίχνουν την πρώτη φτυαριά χώμα. «Άξια, Άξια», φωνάζει το μισό ποίμνιο, «Άξιος, Άξιος», φωνάζει το άλλο μισό.
«‘Χωριζόμαστε τώρα’», τελειώνει η Νίνα την νεκρώσιμη ακολουθία, «‘κι ας παρακαλέσουμε τον Κύριο… και την Κυρία», συμπληρώνει φωναχτά τώρα πάλι από μόνη της, «‘να την.. και να τον, αναπαύσει. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Θεοδώρα. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Θόδωρε. Και τώρα και πάντα και στους ατελείωτους αιώνες. Δόξα στον Πατέρα και την Μητέρα, τον Υιό και την Κόρη. Και στο Άγιο Πνεύμα».
«Αμήν» λέει σύσσωμο το ποίμνιο όπως πέφτει στον λάκκο η δεύτερη φτυαριά.