Η πρόταση της επιμελήτριας ξεκίνησε δειλά, ως διλημματικός συλλογισμός. Σύντομα όμως εξελίχθηκε σε αμφιλεγόμενη απόφανση, μεταλλάχθηκε σε αμφίβολη ετυμηγορία για να καταλήξει σε ρητή διαταγή: οι πρώτες του, παιδικές ζωγραφιές θα συμπεριλαμβάνονταν στον κατάλογο της έκθεσης. Και με την θρασύδειλη υπεροψία που χαρακτηρίζει την επαγγελματική της ράτσα και φυλή συμπλήρωσε «Είναι άλλωστε τα πρώτα σου πορτραίτα».
Τα εν λόγω έργα ήταν, επί της ουσίας, ένα δίπτυχο πορτραίτο των γονιών του. Είχαν συνοδεύσει την πρώτη του έκθεση ιδεών στο σχολείο. Ο τίτλος της έκθεσης ‘Οι γονείς μου’. Η έκθεση ήταν σύντομη· συνίστατο από δύο προτάσεις, σε μια καλλιγραφική προσπάθεια ενός παιδικού ορνιθοσκαλίσματος: ‘Ο πατέρας μου είναι ένας κύριος που όλο δουλεύει και σκέφτεται πολύ. Η μητέρα μου είναι μια κυρία που όλο χαμογελάει και ταξιδεύει πολύ.’ Οι δυο προτάσεις, αν και τόσο ξεκάθαρες στο νόημά τους, χρειάστηκαν να εικονογραφηθούν με τα αντίστοιχα πορτραίτα. Τοποθετημένες όσο πιο μακριά γινόταν η μια από την άλλη, δύο μουτζούρες. Οι γονείς του ως σκαριφήματα. Αιωρούνταν ως δύο ανεμοστρόβιλοι κάτω από έναν κοινό άγριο, θυμωμένο ουρανό. Μόλις που διέκρινες τα ανοιχτά τους χέρια και πόδια, οι παλάμες ανοιχτές σε μούντζες, τα μαλλιά τους σγουρά, χτυπημένα από κεραυνό, τα στόματά τους ορθάνοιχτα σε ένα ουρλιαχτό. Δεν θυμόταν να τους ζωγραφίζει∙ θα θυμάται, όμως, πάντα τα ορθάνοιχτα στόματά τους να εκσφενδονίζουν κατηγορίες, παράπονα, επικρίσεις, μομφές κι αποδοκιμασίες. Παιδί στην ζωγραφιά δεν υπήρχε. Ούτε σπίτι.
«Και τι ωραία θα ‘ταν», είπε μετά η επιμελήτρια, «να ‘κανες καινούργια πορτραίτα -έτσι ώστε να αντιπαραβάλλουμε τα τότε με τα τώρα». Η επιθυμία της δεν εξέθετε κανένα ευσεβή πόθο∙ έκρυβε μια υποδόρια, επιτακτική εντολή.
Αναρωτώμενος πότε της είχε δώσει την άδεια να του μιλά στον ενικό, της είπε ότι θα το σκεφτόταν. Αμέσως ένιωσε μια ανατριχίλα να τον διαπερνά. Σαν κάποιος να περπάτησε στον τάφο του. Η επικείμενη έκθεση ήταν αναδρομική, ένα κοινωνικό γεγονός το οποίο, ‘όπως οι κηδείες’ θα σημειώσει στο ημερολόγιο του, ‘σηματοδοτεί ένα συμμάζεμα, ένα τέλος’. Η παιδική ζωγραφιά, το πρώτο του δίπτυχο πορτραίτο, ήταν η πρώτη του δημόσια έκθεση∙ ένα καινούργιο θα σήμαινε την στερνή. ‘Μήπως οφείλω ν’ ακούσω το τραγούδι των σειρήνων: ‘Ώρα να φεύγεις, ώρα να του δίνεις’.
Αποφάσισε παρόλα αυτά να το κάνει. Και να τελειώνει μια για πάντα με τα πορτραίτα.
Ξεκίνησε την δουλειά αμέσως. Η επιμελήτρια τον επισκεπτόταν κάθε μέρα –«θέλω να παρακολουθώ στενά την καλλιτεχνική σου διαδικασία, το work in progress, ν’ αναπνέω την κάθε σου δημιουργική ανάσα, το κάθε σου καλλιτεχνικό σκίρτημα». Τον περιεργαζόταν σαν πεινασμένο λαγωνικό. Κάτι ήθελε. ‘Μου θυμίζει’, θα σημειώσει αργότερα, ‘ένα απ’ τα αγαπημένα μου πορτραίτα, του φίλου μου του Ingres, έναν ομοιοπαθή ζωγράφο -κι εκείνος αναγκαζόταν να κάνει πορτραίτα για βιοποριστικούς λόγους. Το συγκεκριμένο πορτραίτο, ζωγραφισμένο το 1814, απεικονίζει την Caroline Murat, βασίλισσα της Νάπολης κι αδελφής του Βοναπάρτη. Χαμένη και χωμένη σ’ ένα πελώριο κατάμαυρο φόρεμα στέκεται μπροστά σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο. Το μουτράκι της μόλις που φαίνεται κάτω από ένα γιγαντιαίο μαύρο καπέλο όλο δαντέλες και κεντήματα. Ό,τι σκέφτεται, ό,τι νιώθει κι αισθάνεται αντιπροσωπεύεται απ’ τον Βεζούβιο στο βάθος που καπνίζει απειλητικά έτοιμος να εκραγεί. Αυτός είναι ο πρωταγωνιστής. Αυτός είναι το πορτραίτο’.
Έψαξε και βρήκε ένα φωτογραφικό πορτραίτο των γονιών του. Το πορτραίτο στην ουσία ήταν δύο φωτογραφίες. Είχαν παρθεί σε φωτογραφικό στούντιο. Το φόντο μια ταπετσαρία με ροζ τριανταφυλλάκια. Τις είχαν στείλει ο ένας στον άλλον μετά την πρώτη του γνωριμία. Κέρκυρα 1950. Εκείνη είχε βγάλει τον σκύλο βόλτα στην Πάνω Πλατεία· εκείνος είχε βγει την πρώτη του άδεια ως αξιωματικός στο Παλιό Φρούριο. Της την είχε πέσει -τα υπόλοιπα ανήκουν σε μια πονεμένη ιστορία.
Τοποθέτησε τις δύο φωτογραφίες την μια δίπλα στην άλλη ενάντια σε μια ξύλινη κορνίζα. ‘Ποτέ άλλοτε’, θα τους πει, ‘δεν σας έχω ξαναδεί στο ίδιο κάδρο’. Ούτε φωτογραφίες του γάμου τους υπήρχαν. Κι αυτό όχι επειδή το ζευγάρι είχε κλεφτεί· οι γονείς του γαμπρού, εναντιωμένοι σε αυτήν την ένωση δεν παρευρέθηκαν, η νύφη ήταν μοναχοκόρη, ο πατέρας της δεν υπήρχε πλέον στην ζωή κι η μητέρα της, με τον νέο σύζυγό της, τον αντιναύαρχο, έπλεε ανά τον κόσμο σε αισθησιακές, ηδονικές ναυαρχίδες. Όλα τα του γάμου ήταν δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη με το πρώτο της ανεπιθύμητο παιδί. Κατά την διάρκεια του μυστηρίου, εκτός από ναυτίες, υπέφερε επίσης κι από μια τροφική δηλητηρίαση. Το προηγούμενο βράδι είχε βγει με τις φιλενάδες της. Γυρνώντας στο σπίτι χαράματα και σκνίπα πεινούσε κι είχε βρει κάτι να φάει στο ψυγείο. Προς το απόγευμα ξύπνησε με κοιλόπονους κι από μια κραυγή της μαγείρισσας: «Ποιος διάολος έφαγε τον κεφτέ του σκύλου;»
Έτοιμος να ξεκινήσει διάλεξε τα κατάλληλα χαρτιά, βρήκε τον αγαπημένο του κονδυλοφόρο κι αράδιασε μπροστά του τις εκολίνες. Πέρασε ώρα να κοιτά τον Κύριο και την Κυρία. Έτσι αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον μετά το διαζύγιο. ‘Ο πατέρας, μάλιστα’, θα σημειώσει, ‘θα προσθέσει στη ‘Κυρία’ την μητρική της ιδιότητα, ‘η Κυρία Μητέρα’. Κι αυτό όχι τόσο ως το νέο της επίθετο ως ζωντοχήρα -έτσι τις έλεγαν ακόμα τότε- αλλά κι ως μια υπενθύμιση του μητρικού της ρόλου. ‘Ποτέ δεν ένοιωσα μητέρα’ θα λέει εκείνη νοσηρά υπερήφανη μετά από τρία ανεπιθύμητα παιδιά και πάμπολλες εκτρώσεις. ‘Απλά δεν το ’χα το μητρικό το φίλτρο’’.
Στο καβαλέτο στερέωσε την παιδική ζωγραφιά. Από τα ορθάνοιχτα στόματα των δύο μουτζούρων ερχόταν ο απόηχος μιας κρεβατομουρμούρας, μιας γκρίνιας, που ενίοτε έσκαγε σε στουμπωμένες κραυγές.
Πρώτον έκανε τον πατέρα του. Καθόταν τρία τέταρτα, κουστουμαρισμένος, τα κουστούμια του πάντα παραγγελία και με εγγλέζικο ύφασμα, η λινή γραβάτα, σύμβολο μιας συντηρητικότητας και μιας επισημότητας που δεν αποχωριζότανε ποτέ. Φορούσε γραβάτα ακόμα και τα Σαββατοκύριακα. Και σκυθρωπός –‘που πάω να μπλέξω’, σαν να σκεφτόταν. Καταπιάστηκε μετά με την μητέρα του. Τρία τέταρτα κι εκείνη, ντυμένη με ένα πλεκτό φόρεμα. Και χαμογελαστή –‘που θα μου πας, θα σ’ αλλάξω’, αντιγύριζε. Δεν φορά κανένα συμπληρωματικό εξάρτημα πέρα από ένα οικογενειακό μενταγιόν, σύμβολο μιας χαμένης ευγενικής καταγωγής, πλούτου, τίτλων κι αξιωμάτων. Πλησιάζοντας την εκατονταετία, κι έχοντας διανύσει την τρίτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, ακόμα έλεγε για κάποιον που μόλις είχε γνωρίσει ‘καλός άνθρωπος, δε λέω, δεν είναι βέβαια αριστοκρατία…’
Μόνο αφού τα τέλειωσε συνειδητοποίησε ότι είχε κοπιάρει το τριανταφυλλένιο μοτίβο των φωτογραφιών, τα μπουμπούκια τώρα να πολεμούν να ανθίσουν. Το φόντο όμως του πατέρα του ήταν τετραγωνισμένο, της μητέρας του στρογγυλό. ‘Διότι έτσι σας έχω ζωγραφισμένους μέσα μου: Αμετακίνητα τετράγωνος, Πατέρα, οριοθετημένος, δομημένος με μια απόλυτη σαφήνεια ταξινομούσες παγερά και με ακρίβεια τα πάντα. Φαύλα κυκλική, Μητέρα, η ύπαρξή σου μια κλειστή καμπύλη της οποίας κάθε σημείο απείχε το ίδιο από ένα αδιευκρίνιστο κέντρο’.
Δεν έφαγε μέχρι το τέλος της ημέρας. Συντοπίτες τα τελειωμένα πορτραίτα. Θυμάται τα γεύματα που είχε με τον πατέρα του μια φορά τον μήνα. Έτρωγαν στο ‘Κεντρικόν’. Μερικά τραπέζια πιο πέρα ο Κάρολος Κουν με την αυλή του. Όταν ρωτούσε κάτι τον πατέρα του φρόντιζε γρήγορα να συμπληρώνει ‘κι όχι απ’ το αυγό, σε παρακαλώ, Πατέρα’. Το εν λόγω αυγό, ή πιο σωστά ‘από το αυγό’, είναι το ab ovo του Οράτιου, του Λατίνου συγγραφέα. Ο Οράτιος, απ’ ό,τι φαίνεται, αναγνώρισε στον Όμηρο την ικανότητα να αρχίσει την εξιστόρηση του Τρωικού πόλεμου από το τέλος κι όχι από την αρχή, όχι από εκεί που είχε ξεκινήσει χρονολογικά, από το αυγό δηλαδή που περιείχε την ωραία Ελένη.
‘Την εξήγηση αυτή μού την είχες δώσει εσύ ο ίδιος, πατέρα, ξεκινώντας από που αλλού; από το αυγό. Πιάνοντας το νήμα απ’ την αρχή, κι αντλώντας εκτενώς στοιχεία απ’ την ελληνολατινική γραμματεία, βρήκες το συνώνυμο της φράσης στο ab initio (εξ αρχάς), εξερεύνησες μετά τους συμβολισμούς του αυγού ως η αρχή των πάντων, καταμέτρησες και στοιχειοθέτησες ολόκληρο το συγγενολόι της ωραίας Ελένης, συνέδεσες το αυγό με κάποιο βυζαντινό έθιμο απ’ το οποίο προέκυψε η φράση ‘αυγά σου καθαρίζουνε’ και κατέληξες στο άλυτο αίνιγμα για το αυγό του Κολόμβου. Κατά τον ίδιο τρόπο εξιστορούσες ξανά και ξανά την ιστορία ενός προγεγραμμένου ματωμένου γάμου, του δικού σου Τρωικού Πολέμου. Σ’ ένα τετραγωνισμένο παρελθόντα χρόνο ζούσες, Πατέρα, κολλημένος εκεί, ανήμπορος να ζήσεις. Αμετακίνητα τετράγωνος, οριοθετημένος, δομημένος με μια απόλυτη σαφήνεια ταξινομούσες παγερά και με ακρίβεια τα πάντα. Όταν πια φτάναμε στο επιδόρπιο (ο Κάρολος Κουν και η αυλή του είχαν επιστρέψει στο Υπόγειο) είχες ολοκληρώσει την φράση του Οράτιου. Το ‘ab ovo’ συμπληρώνεται από το ‘ad mala’, ‘από το αυγό’, δηλαδή, ‘μέχρι το μήλο’. Ένα πλήρες γεύμα από την αρχή μέχρι το τέλος. Τα γεύματα μαζί σου ήταν πλήρη∙ έφευγα ωστόσο με βαρύ στομάχι κι ένα βούισμα στ’ αυτιά’.
Αντιθέτως η μητέρα του έτρωγε πάντα όρθια. Έτοιμη να φύγει. Έτοιμη να το σκάσει με τον μισο-θείο της, τον ετεροθαλή αδελφό της μητέρας της. Αντίθετα από τον πατέρα του εκείνη ζούσε σε ένα συνεχή ενεστώτα χρόνο.
‘Ο ενεστώτας, μάνα, είναι ένα κλειστό κύκλωμα. Μια Λερναία Ύδρα με πολλά κεφάλια. Βγαίνει από το ‘ενίσταμαι’, ‘βρίσκομαι εδώ’· κι εκεί ακριβώς βρισκόσουν εσύ, παρούσα και πάντα στο παρόν. Κύκλωνες έναν συνεχή ομόκεντρο ιστορικό ενεστώτα∙ κάθε αναφορά στο φαύλο παρελθόν γινόταν στο στενό κύκλο του παρόντος. Γραμματικά ελλιπής μπορεί να μην γνώριζες τον ‘αποπειρατικό’ και τον ‘βουλητικό’ ενεστώτα, γνώριζες όμως, ασυναίσθητα και ενστικτωδώς, τον ‘αποτελεσματικό’ ενεστώτα, αποτέλεσμα ενός βεβαρημένου τραυματικού παρελθόντος αλλά και τον ‘μελλοντικό’ ενεστώτα, (ναι, υπάρχει και τέτοιος), που προμήνυε τον κυκλώνα του φευγιού σου. Τον ‘εναρκτικό’ ενεστώτα τον έβαλες σε εφαρμογή κατά την έναρξη των ταξιδιών σου. Ζούσες, Μητέρα, σ’ ένα κυκλικό ενεστώτα, κυκλοθυμική, σε μια αχαρτογράφητη ου-τοπία, στο στενό και φαύλο κύκλο ενός ομόκεντρου παρόντος. Φαύλα κυκλική, η ύπαρξή σου μια κλειστή καμπύλη της οποίας κάθε σημείο απείχε το ίδιο από ένα αδιευκρίνιστο κέντρο. Κυκλόφερνες την απειλή αλλά και την ελπίδα ενός κυκλώνα: της επιστροφής σου. Που ποτέ δεν συνέβη’.
Μονάχα την επόμενη μέρα αντίκρυσε στα ίσα το δίπτυχο πορτραίτο.
‘Μονάχα ως δίπτυχο μπορείτε να σταθείτε· ένα κοινό σας πορτραίτο θα ήταν μια φρούδα προσπάθεια, ένας δυσεπίλυτος, ανέφικτος και σισύφειος άθλος, θα ήταν σαν να μου ζητιόταν, όπως είχε ζητηθεί σε εσάς, με τον γάμο σας, να τετραγωνίσετε τον κύκλο, να στρογγυλέψετε το τετράγωνο. Άλλωστε, απ’ ό,τι φαίνεται, ήδη απ’ το παιδικό πορτραίτο σάς είχα διαχωρίσει· μην έχοντας ζήσει ποτέ μαζί σας, κάτω απ’ την ίδια αλλά ανύπαρκτη στέγη, σας διαχώρισα από νωρίς. Ποτέ δεν σας ανέφερα μαζί, ως ζευγάρι∙ με έπνιγε αυτόματα ένας κόμπος που τον έλυνα γόρδια: άλλαζα κουβέντα. Η ανθρώπινη και καλλιτεχνική μου ζωή δείχνει να επισκιάστηκε από τις ατέρμονες τύψεις που μου προκαλούσε η ασταμάτητη εργασία του πατέρα μου, το άγχος για την σκυθρωπότητα του. Σκιώδης κι η θλίψη για το συνεχές χαμογελαστό ταξίδι της μητέρας μου, τον αγιάτρευτο νόστο για την επιστροφή της, την απουσία και την έλλειψη μέσα μου που θα γέμιζε από τι άλλο -την τέχνη’.
Η επιμελήτρια έμεινε speechless όταν το είδε. Χωρίς να του ζητήσει την άδεια τοποθέτησε δίπλα στο δίπτυχο την παιδική ζωγραφιά. «Ήμουν σίγουρη», είπε τρέμοντας συγκινημένη. «Να που στη λακωνικότητα των δύο προτάσεων που συνοδεύουν την παιδική ζωγραφιά εξυφαίνεται ολάκερη η ύπαρξή σου ως άνθρωπος κι ως καλλιτέχνης. Διότι ‘το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν’, συμπλήρωσε λακωνικά, χωρίς η ίδια να γνωρίζει τι σήμαινε το γνωμικό. Έδειχνε άυπνη -είχε κολλήσει, είπε, κάπου στο εισαγωγικό σημείωμα που έγραφε για τον κατάλογο. «‘Το λακωνίζειν’», επανέλαβε, «‘εστί φιλοσοφείν’». Ήταν χαμένη σε έναν λαβύρινθο, προσπαθούσε να βρει την έξοδο σε μια ανεπιτυχή σύνδεση της Λακωνίας με την Αρκαδία, τόπο καταγωγής του πατέρα του. Για να την μπερδέψει ακόμα περισσότερο, της υπενθύμισε ότι η μητέρα του ήταν από την Κέρκυρα. Υπήρχε κι ένας ‘οικογενειακός μύθος’ που ήθελε την μητέρα του να ανακοινώνει τον επικείμενο γάμο της με Έλληνα και όλοι να της λένε μοιρολατρικά, κουνώντας το κεφάλι, ‘Δεν πειράζει, καλό παιδί να ‘ναι…’
Παρόλη την ανικανοποίητη λαιμαργία που διάβασε στην ματιά της επιμελήτριας, συγκρατήθηκε από το να ‘μοιραστεί’ μαζί της έναν επαναλαμβανόμενο παιδικό εφιάλτη: Στέκεται, λέει, μπροστά στον γεωπολιτικό χάρτη της Ελλάδας και ψάχνει απεγνωσμένα μια άγνωστη πόλη, την ‘Ακαρδία’, στη καρδιά της Πελοποννήσου. Ευτυχώς που είχε κρατηθεί. Την ‘άκαρδη’ παιδική του μνήμη εκείνη θα την ‘επανατροφοδοτούσε’ και θα ‘συνομιλούσε με τον βαθύτερο, απαίδευτο παιδικό του εαυτό’· θα την ξεζουμίζε, θα την έντυνε με το άλλο γνωμικό ‘et in Arcadia ego’ -ήδη υπέρμετρα χρησιμοποιημένο σε όλα του τα βιογραφικά- και ως ‘Ακαρδία’ πλέον θα την αναγεννούσε με την ελπίδα να πυροδοτήσει περισσότερες αναλύσεις, ‘ξαναδιαβάσματα’ κι ‘επανεκτίμηση’ του έργου του.
Κοιτάχτηκαν. Την αμήχανη παύση την συνόδευε ένα μουρμουρητό. Ήταν η κρεβατομουρμούρα των δυο παιδικών μουτζούρων στο καβαλέτο. Πρόφεραν περισσότερες κατηγορίες, παράπονα, επικρίσεις, μομφές, αποδοκιμασίες.
Στο διπλανό δωμάτιο χτύπησε το τηλεφώνου. Πήγε να το απαντήσει. Ήταν λάθος νούμερο. Όπως επέστρεφε είδε μέσα από την μισάνοιχτη πόρτα την επιμελήτρια να στέκεται μπροστά στο ημερολόγιό του. Άρχισε να το ξεφυλλίζει αργά στην αρχή, σταδιακά με μανία και λύσσα. Χωρίς να της αποκαλυφθεί τής φώναξε ότι θα αργήσει λίγο. «Κάνε την δουλειά σου», είπε εκείνη. Είχε κι εκείνη πολύ δουλειά να κάνει. Θεωρώντας τον εαυτό της έξυπνο, έβγαλε το έξυπνο τηλέφωνό της κι άρχισε να παίρνει φωτογραφία την κάθε σελίδα. Θύμιζε κακή κατασκοπική ταινία του ’70.
Πριν μερικές μέρες τον είχε ρωτήσει ναζιάρικα αν θα της έκανε ποτέ το πορτραίτο της. Μόνο αν με πληρώσεις αδρά, της είχε απαντήσει μέσα του. Βλέποντας της τώρα είχε πάντως τον τίτλο του πορτραίτου της: ‘Επιμελήτρια σε Έκσταση’. Ο δικός της Βεζούβιός είχε ξυπνήσει, είχε ζωντανέψει, είχε εκραγεί. Με το κάθε τι που ανακάλυπτε στο ημερολόγιό του έβγαζε μικρές κραυγές, την είχε πιάσει αυτό που η μητέρα του αποκαλούσε ‘fou rire’, ένα τρελό γέλιο. Τι ‘οργασμός’ συμβόλων, τι απρόσμενος θησαυρός για το εισαγωγικό σημείωμα, τι αναπάντεχο δώρο για ανθρωπολογοκοινωνικές εισηγήσεις και ψυχαναλυτικές μπούρδες.
Έβγαλε μια κραυγή όταν τον ένοιωσε να στέκεται στο άνοιγμα της πόρτας με το χέρι του απλωμένο. Τού παρέδωσε το έξυπνο τηλέφωνό. Του πήρε μονάχα λίγα δευτερόλεπτα για να σβήσει ό,τι είχε καταγράψει και να της το επιστρέψει ξαναχαζεμένο, στον προηγούμενο χαμηλό δείχτη νοημοσύνης του.
Το δίπτυχο δεν της το παρέδωσε. Ούτε την παιδική ζωγραφιά. Δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα να τα αποχωριστεί. Εκείνη επέμενε να τα πάρει -ήθελε να πάει το πορτραίτο για κορνιζάρισμα, την παιδική ζωγραφιά για φωτογράφιση. Ποτέ δεν του άρεσε όταν τα έργα του έφευγαν. Δεν του άρεσαν τα πηγαινέλα. Πάντα υπήρχε μια νταντά, μια υπηρέτρια, ένα μισθωμένο ταξί που τον πήγαινε και τον έφερνε από εκείνον σε εκείνη, από την μια πλευρά της παιδικής ζωγραφιάς στην άλλη.
Μένοντας μόνος ένιωσε μέσα του κενός. Κοίταξε την παιδική ζωγραφιά. Οι δυο μουτζούρες κάτω από το μαύρο, συννεφιασμένο ουρανό ούρλιαζαν πια δυνατά τις κατηγόριες, τις επικρίσεις, τις κατάρες. Να μπορούσε μονάχα να βρει έναν τρόπο να τους κάνει να σωπάσουν, να τους φιμώσει….
Έβγαλε πάλι χαρτιά, κονδυλοφόρο, εκολίνες. Μέχρι το βράδι είχε τελειώσει ένα άλλο δίπτυχο. Τα τριανταφυλλάκια στο φόντο είχαν πλέον ανθίσει.
Για τους γονείς μου
‘They fuck you up, your mum and dad.
They may not mean to, but they do.
They fill you with the faults they had
And add some extra, just for you.
But they were fucked up in their turn….’
‘This is the Verse’ -Philip Larkin