Έχεις να τον δεις από την ημέρα των γενεθλίων του. Και τότε είχε έρθει αργοπορημένος. Σήμερα, ευτυχώς, δεν έφερε τον σκύλο του. Έφερε όμως πάλι τον Άλλον. Σήμερα τον συστήνει ως τον δικηγόρο του. Γιατί τον έφερε πάλι; Ποιος είναι; Τι ανάγκη έχει από δικηγόρο; Πρέπει να μάθεις, επιβάλλεται να μάθεις, είσαι δεσμευμένη απέναντι στην οικογένεια, μια γυναίκα μόνη, έχεις την υποχρέωση να μάθεις, μάνα του είσαι.
Την απάντηση, ξέρεις, θα την δώσει μονάχα ένα από τα ‘ψιχικά’ σου γλυπτά, τα γλυπτά που φτιάχνεις από ψίχα. Τα δάχτυλά σου σε τρώνε. Εκείνος μισεί αυτά τα μικροσκοπικά σου δημιουργήματα. Δεν τους αναγνωρίζει καμιά καλλιτεχνική αξία, την εξαντλούν μάνα, σου λέει, στα πρωτόγονα στάδια της τέχνης. Εσύ, απεναντίας, πιστεύεις ότι συγγενεύουν με την απαρχή της τέχνης, την μαγεία∙ τα ερμηνεύεις, άλλωστε, τα διαβάζεις. Είναι καλλίτερα από το φλυτζάνι και τα χαρτιά.
Η οικογένεια ριγμένη στους καναπέδες. Το κυριακάτικο τραπέζι μπροστά σου ένα πεδίο μάχης. Κινήσου αργά, χειρουργικά. Σύρε ύπουλα το χέρι πάνω στο τραπέζι κι άρπαξε αστραπιαία μια παρατημένη, μισοφαγωμένη φέτα ψωμί. Πάνω στην κόρα διακρίνεις την στάμπα από το ‘κόκκινο της φωτιάς’ κραγιόν σου. Ο αντίχειράς σου ενεργοποιείται∙ ο δείχτης σε ένοχη συνεργασία με τον μέσο αποσπούν χειρουργικά την ψίχα από την κόρα, την μετατρέπουν γρήγορα σε σφαιρίδιο, το στριφογυρίζουν αναγνωριστικά, ελέγχουν την σύσταση του, την ελαστικότητά του, την υγρασία. Προτίμηση στο είδος του ψωμιού δεν έχεις· μες τα χρόνια έμαθες τα καλά και τα κακά του χωριάτικου, του καλαμποκίσιου ή της ολικής άλεσης.
Με την άκρη του ματιού σου συλλαμβάνεις τον γιο σου και τον Άλλον. Έχοντας φτάσει αργοπορημένοι, τσιμπολογούν ό,τι έχει απομείνει. Τρώνε από το ίδιο πιάτο. Με το ίδιο πιρούνι. Ταΐζει ο ένας τον άλλον. Σκουπίζουν ο ένας τα στόματα του άλλου. Και χασκογελάνε.
Δεν αργείς να τελειώσεις με την αρτοκλασία. Καταπιάνεσαι με την αρτοπλασία. Σαν πρωτονιώσεις στα δάχτυλα την πρώτη ύλη δεν μπορείς παρά να παραδοθείς στον καλλιτεχνικό καταναγκασμό της δημιουργίας. Τα ακροδάχτυλά σου δουλεύουν αμυδρά, το πρόσωπο σου, ως επί το πλείστον, αμέτοχο. Προσπαθείς να κρύψεις την προσπάθειά δαγκώνοντας ελαφρά το πάνω χείλι. Πολεμάς να κρατήσεις την γλώσσα μέσα στο στόμα. Ένα ανεπαίσθητο συννέφιασμα των ματιών σου θολώνει την απαρχή μιας ενόρασης που σταδιακά σε κατακλύζει. Είσαι μάνα και μανούλα στην απόκρυψη.
Βρίσκεσαι έξαφνα παιδούλα στο οικογενειακό τραπέζι. Τεντωμένα ενήλικα χέρια απαιτούν νευριασμένα να παραδώσεις το δημιούργημά σου, ‘δωσ’ το’ σου λένε. Πάντα σου τα αποσπούν βίαια από τα δάχτυλά σου, τα κρύβουν αστραπιαία κάτω από μια πετσέτα, τα παραγκωνίζουν ντροπιασμένοι πίσω από ένα ποτήρι, τα εκσφενδονίζουν από το παράθυρο. Το αφάγωτο ψωμί δεν το πετάνε, το φιλάνε πρώτα και το σταυρώνουν -αλλιώς, λέει, φέρνει φτώχια κι αδυναμία. Γρουσουζιά φέρνουν τα ανάποδα καρβέλια, τις δε μέρες που ζυμώνουν δεν δίνουν δανεικά –το ψωμί τότε βγαίνει λειψό, φυρό, ξίκικο. Και ποτέ δεν το τρίβουν. ‘Όποια τσούπρα τρίβει το ψωμί’, έλεγε η νόνα σου ‘μένει στείρα’. Και να που αποδείχτηκε σωστή: με τα χίλια ζόρια ρίζωσε εκείνος μέσα σου. Μετά από εκείνον στείρεψες. Στείρεψες και στέρεψες.
Κι ενήλικη τώρα, προσπαθείς να κρυφτείς από εκείνον, τον ίδιο σου τον γιο. Έξαλλος γίνεται όποτε σε πιάνει επί το έργω. Στα γενέθλιά του σε είχε πιάσει στα πράσα. Εκείνο το γλυπτό παρέμεινε ατέλειωτο, πολύ αφηρημένο για να ερμηνευτεί. Το είχε πάρει στα χέρια του. ‘Μπορεί ο άρτος’, είχε πει στην ομήγυρη, ‘να βγαίνει από το επίθετο αρτός, το οποίο ως ρήμα, αραρίσκω, σημαίνει παρασκευάζω, ετοιμάζω, δημιουργώ, αλλά αυτά εδώ…’ . Ο δικηγορίσκος, απλός φίλος τότε, τον είχε ακουμπήσει στον αγκώνα αποτρέποντάς τον από το να πει κάποια προστυχιά. ‘Αυτό πάντως’, συνέχισε εκείνος να λέει, σαν να μην ήσουν παρούσα, ‘ό,τι και να ‘ναι, ταλέντο ή φυσικό χάρισμα, είναι κληρονομικό’: η γιαγιά του (και μητέρα σου), πληροφόρησε τους παρευρισκόμενους, ήταν δεινή κεραμίστρια, ενώ η προγιαγιά σου, η Αμαλία, καθόταν μεγάλη γυναίκα στο καθίκι που της είχε φτιάξει ο πατέρας της ο ξυλουργός, και δημιουργούσε τα δικά της γλυπτά, όχι από ψωμί, βέβαια… αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Και φρόντισε να την πει.
Και σαν να μην έφτανε αυτό συνέχισε μετά με αυτό το σαχλό σκετσάκι που αποσκοπεί στο να δείξει πόσο χαρακτηριστικά δικά σου είναι, πόσο έχουν ‘την υπογραφή’ σου, πόσο θα τα αναγνώριζε όπου κι αν τα συναντούσε στον κόσμο. Το σκετσάκι ξεκινά με μια μικρή σιωπή για να συλλάβει την προσοχή του ακροατηρίου. Ύστερα αρχίζει να περπατά μέσα στο σαλόνι σαν να είναι εξερευνητής του 19ου αιώνα. Παράλληλα μιλά: Αν βρισκόταν, λέει, στην υποζαχάρια Αφρική (εδώ πάντα ακουμπά ενδεικτικά τις αφρικανικές μάσκες και τα κέρατα του παππού σου στους τοίχους), αν χανόταν σε κάποιο ανατολίτικο παζάρι, (εδώ περιδίνεται στις βαριές κουρτίνες, μέρος της φερνής που έφερε η γιαγιά σου από την Πόλη) ή αν προσγειωνόταν στα Υψίπεδα σου Σκωτίας (εδώ ανεβοκατεβαίνει στους καναπέδες, ντυμένους με τα σκωτσέζικα ριχτάρια του άλλου σου παππού) κι έβρισκε ξαφνικά μπροστά του ένα από αυτά… Εδώ μια επιτηδευμένη έκπληξη συννεφιάζει το όμορφο πρόσωπό του και γυρνώντας ερευνητικά τριγύρω λέει ‘μάνα, είσαι εδώ;’ Όλοι πάντα γελούν. Ο φίλος του, και νυν δικηγόρος του, είχε γυρίσει προς εκείνη κι είχε πει με θαυμασμό ‘Άρτος και θεάματα’. Πόσο τον είχες αντιπαθήσει! Πόσο τον είχες μισήσει!
Ένα ξαφνικό τσίμπημα στα ακροδάχτυλα σε επαναφέρει στο εδώ και τώρα. Αφήνεις ελεύθερο το γλυπτό να πέσει στο τραπέζι. Το τσίμπημα διαμηνύει πάντα ότι το έργο σου έχει τελειώσει. Είσαι μια Σίβυλλα που συνέρχεσαι από την έκστασή της. Ανυπομονείς να δεις αυτό που προφήτευσες· αυτό μπροστά σου είναι η υλική έκφραση, η ορατή πραγμάτωση μιας κωφάλαλης διακύβευσης.
Κοιτάς το δημιούργημά σου. Συνειδητοποιείς ότι έχεις επιστρατεύσει αυτό που συχνά βλέπεις στα έργα μοντέρνας τέχνης: μια μικτή τεχνική. Με την ψίχα πρώτη και βασική ύλη, τα υπόλοιπα υλικά είναι κομμάτια θρυμματισμένης κόρας, λίγη τριμμένη χαρτοπετσέτα, σκορπισμένο αλατοπίπερο, ακόμα και περισσευούμενο φαγητό. Το έργο σου έχει κυλήσει ανάμεσα σε λερωμένα πιάτα ενώ μια οδοντογλυφίδα, δίπλα σε μια λερωμένη πετσέτα, του έχει κόψει κάθετα το δρόμο. Το δημιούργημά σου κείτεται στην μέση μιας λίμνης κόκκινο κρασί, εν μέρη σκεπασμένο από μια φλούδα μανταρίνι. Είναι κακοφορμισμένο, πρησμένο, μες τις ραβδώσεις και τις χαρακιές, γυαλιστερό από το φυσικό λίπος των δαχτύλων σου, με κολλημένα πάνω του τα ψίχουλα μαύρης κόρας. Ποτέ δεν σε ένοιαξε πώς δείχνουν -παιδιά σου είναι κι αυτά, τα αγαπάς όλα το ίδιο.
Απλώνεις ένα δάχτυλο και το ακουμπάς –για πότε σπάσαν τα νερά; Τραβάς μετά την οδοντογλυφίδα, κόβεις τον λώρο. Κάνεις πέρα την χαρτοπετσέτα-πλακούντα που το σκεπάζει. Με το νύχι διώχνεις τα μαύρα γενετήσια κάκαδα. Απλώνεις δισταχτικά το χέρι και το τραβάς κάτω από τα φασκιά της φλούδας μανταρίνι. Τα δάχτυλά σου λαβίδες. Θυμάσαι πόσο δύσκολη ήταν η γέννα του –ακόμα φέρει στο πρόσωπό του τα σημάδια των λαβίδων.
Την στιγμή που το τοποθετείς τρυφερά στην παλάμη σου τον νιώθει ξαφνικά δίπλα σου μαζί με τον Άλλον. Με την άκρη του ματιού σου βλέπεις ότι οι παλάμες τους ακουμπούν, τα μικρά τους δάχτυλα κλειδωμένα σε εναγκαλισμό. Τα δικά σου μουδιάζουν, το γλυπτό-μωρό πάει να σου πέσει, το πιάνεις καλλίτερα, το επανατοποθετείς προσεχτικά στην κούνια της παλάμης σου. Κάπως έτσι άτσαλα τον είχες πάρει και τότε στην αγκαλιά σου –αγόρι, αγόρι σου έλεγαν. Ανάποδα οικογενειακά καρβέλια, αμάσητες οικογενειακές μπουκιές, οικογενειακά δανεικά, οικογενειακές ζυμώσεις, ανεπίδοτα φιλιά σε είχαν κάνει να προσευχηθείς Θεέ μου, μονάχα τοιούτο μην τον κάνεις –έτσι λέγανε τους ανώμαλους εκείνα τα χρόνια.
Αλλά να που ο Θεός ήταν κουφός εκείνη την μέρα.
Ο γιος σου απλώνει το ελεύθερο του χέρι- ‘δωσ’ το’, λέει. Την έχεις ζήσει αυτή την στιγμή τόσες φορές. Τα δάχτυλά του χτυπούν επίμονα το τραπέζι –‘δωσ’ το’. Κλείνεις πιο σφιχτά την παλάμη φυλακίζοντας μέσα της το γλυπτό σου. Το δημιούργημά σου. Το σφίγγεις μέχρι σκασμού, μέχρι να νιώσεις την ψίχα να θρυμματίζεται. Όχι, δεν θα το δώσεις, δικό σου είναι, όπως δικός σου είναι κι εκείνος, δικός σου για πάντα, έστω φυρός, λειψός, ξίκικος.
Ο Σέργιος Αλεξόπουλος, γέννημα θρέμμα της Αθήνας του ’60, με σπουδές στη λογοτεχνία, το θέατρο και το θεραπευτικό θέατρο, εργάζεται και στους τρεις τομείς.
Βασικές ασχολίες: Γράφει, ζωγραφίζει και πλέκει με το βελονάκι. ‘Εχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΓΩΝΙΕΣ, εκδ. Φίλντισι