Σταυρός (σ)το Στήθος
Μεσημέρι. Η αμμουδιά της Παλαιόπολης στα Κύθηρα. Πίσω μου τα θαμμένα ερείπια της Σκάνδειας, της αρχαίας πόλης. Στη μύτη του ακρωτηρίου, στα αριστερά, τα ερείπια του αρχαίου ναού της Ουράνιας Αφροδίτης. Στο βάθος του ορίζοντα, στα δεξιά, η μωβιά σκιά των Αντικυθήρων. Χωρίς τον έφηβο.
Τ’ όνομα των Κυθήρων βγαίνει απ’ το ρήμα ‘κεύθω’ –‘κρύβω τον έρωτά μου’.
Πλησιάζω την άκρη της αμμουδιάς. Μαζί μου ο σκύλος μου ο Οθέλλος. Λίγο πριν το τέλος βλέπω ένα ζευγάρι άντρες. Αλλοδαποί. Τους προσπερνάω και πηγαίνω στο τέλος της παραλίας. Γδύνομαι. Ξαπλώνω. Αρχίζω να τους παρατηρώ.
Και οι δύο έχουν κοντά, ξανθά μαλλιά. Ο ένας, παχουλός, γύρω στα πενήντα, έχει επιστρέψει από ψάρεμα. Φοράει ένα μαύρο, κοντό παντελονάκι. Ο άλλος, έφηβος, αδύνατος, όμορφος, άτριχος, μ’ ένα στενό, ροζ μπανιερό. Καθαρίζει τα ψάρια και τα τοποθετεί στη φωτιά. Τα πόδια του πλάγια σταυρωμένα, θηλυπρεπώς, οι γοφοί του στενοί, χέρια μικρά, λαιμός λεπτός. Το στέρνο του, όμως, είναι γυμνασμένο, ο σταυρός του στήθους καλά χαρακωμένος σαν πανοπλία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι ζευγάρι: αυτές οι ενδεικτικές μικρές κινήσεις, αυτές οι αόρατες κλωστές που συνδέουν ερωτικούς συντρόφους. Ένας ώριμος άντρας με το τεκνό του. Οι ρόλοι τους φαίνονται καλά οροθετημένοι, ο μεγάλος κυνηγός, ο μικρός νοικοκύρης. Ο μεγάλος που και που πηγαίνει στους θάμνους και φέρνει ξύλα για την φωτιά. Ξέρουν ότι τους παρακολουθώ. Ο μεγάλος παίρνει τον μικρό ανάμεσα στα πόδια, τον ζουλάει, τον τσιμπάει, σκύβει μπροστά και φιλάει την καρδιά του σταυρού στο στήθος. Ο μικρός, με τα χέρια του απασχολημένα, αντιστέκεται, γελάει, τσιρίζει.
Όχι, δεν κρύβουν τον έρωτά τους.
Μπαίνω στην θάλασσα των Αντικυθήρων -χωρίς τον έφηβο. Η ξεραΐλα ρίχνει την σκιά της σ’ αυτό το ξεχασμένο νησί μέσα μου, πλωτό κι αναγκυροβόλητο, στείρο καιρό τώρα. Το ιδρωμένο δέρμα της θάλασσας ξυπνάει την μνήμη άλλων δερμάτων, το άφημά μου στην αγκαλιά της ανανήφει ξεχασμένες αγκαλιές, η αντίστασή της αφυπνίζει την αντίσταση στη μοναξιά μου.
Αισθάνομαι ένα μουσούδι ανάμεσα στα σκέλια. Ο Οθέλλος, ο μοναδικός μου σύντροφος.
Θέλω. Θέλω. Θέλω.
Βγαίνω απ’ την θάλασσα. Το ζευγάρι έχει τελειώσει να τρώει. Ο έφηβος έρχεται στην θάλασσα και πλένει τα πιάτα. Οι ίδιες λεπτές, ευαίσθητες κινήσεις, τα πόδια στο πλάι, σαν γοργόνα. Ο άλλος σβήνει την φωτιά ρίχνοντάς της άμμο. Μετά, ξαπλώνουν, ο ένας στην κοιλιά του άλλου και μοιράζονται ένα τσιγάρο. Το τσιγάρο περνάει ρυθμικά απ’ το ένα στέρνο στο άλλο. Ο μεγάλος που και που περνάει το χέρι του πάνω στο σταυρό στο στήθος του μικρού.
Ησυχία. Ηρεμία. Παύση.
Ο μεγάλος ξαφνικά πετάγεται επάνω. Πηγαίνει σε μια τσάντα και βγάζει ένα κουτί. Μέσα απ’ το κουτί βγάζει κάτι. Ο έφηβος ανασηκώνεται. Τον παρακολουθεί. Σύντομα ο μεγάλος κρατά στα χέρια ένα λεπτό, πλαστικό αετό. Δένει τον αετό σ’ ένα λεπτό νήμα. Πηγαίνει σ’ ένα ύψωμα και στέκεται. Κοιτάζει τον μικρό. Περιμένει.
Ο Δίας δεν ήταν που μεταμορφωμένος σε αητό έκλεψε τον Γαμημήδη;
Παύση.
Ο μικρός σηκώνεται και πηγαίνει στο ύψωμα. Παίρνει τον αετό και τον κρατά ψηλά στα χέρια. Το σώμα του ένας σταυρός. Ο μεγάλος αρχίζει να τρέχει. Το νήμα τεντώνεται. Ενθαρρυντικά επιφωνήματα του μικρού. Ο αετός σκαρφαλώνει τον ουρανό. Σταθεροποιείται. Ο άντρας σταματά να τρέχει. Βρίσκεται πια μακριά. Φαίνεται σα μια κουκίδα που χορεύει δίπλα στον ναό της Ουράνιας Αφροδίτης. Ο έφηβος επιστρέφει στην θέση του. Μένει όρθιος να παρακολουθεί τον αετό. Στρίβει το κεφάλι και με κοιτάζει. Είναι η πρώτη φορά που κοιταζόμαστε. Σαν να περίμενε να μείνουμε μόνοι για να με κοιτάξει. Η ματιά του είναι πονεμένη. Αυτή η ματιά με εισάγει στην σκηνή. Δεν είμαι πια παρατηρητής αλλά μέτοχος σ’ ένα δράμα του οποίου δεν γνωρίζω την πλοκή. Στρίβει το σώμα του περισσότερο. Θέλει να τον κοιτάξω. Τον κοιτάζω. Ναι, ο έφηβος των Αντικυθήρων. Χαϊδεύει τον σταυρό στο στήθος, το μόνο αρρενωπό σημείο επάνω του. Μετά σηκώνει το κεφάλι πάλι ψηλά. Είμαστε τρεις άντρες κι ένας σκύλος, σε μια ερημική παραλία στα Κύθηρα. Ένας ψεύτικος, πλαστικός αετός παφλάζει στη θάλασσα του ουρανού.
Παύση.
Μια σκιά αρχίζει να τρέχει πάνω στην παραλία. Κοιτάμε πάνω. Ένας πραγματικός αετός κάνει στροφές πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Πλησιάζει τον ψεύτικο αετό. Οι δύο αετοί χορεύουν ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο πραγματικός αετός κάνει μεταβολή και φεύγει. Ο ψεύτικος αετός αρχίζει να χάνει έδαφος. Περιστρέφεται γύρω απ’ τον εαυτό του. Πέφτει κατακόρυφα στην θάλασσα μπροστά μου.
Άδειος ουρανός.
Απ’ την πέρα άκρη της παραλίας έρχονται οι πνιγμένες κραυγές του άντρα. Ο μικρός γυρνάει και με κοιτάζει πάλι. Η ίδια πονεμένη ματιά. Του χαμογελώ. Μου χαμογελά. Έρχεται προς το μέρος μου. Όπως πλησιάζει διακρίνω τον σταυρό στο στήθος σα μια χαρακιά, μια ανάγλυφη ουλή. Κάτι υπήρχε εκεί που δεν υπάρχει πια. Κοιτάζει την θάλασσα. Φαίνεται να μην θέλει να μπει. Δεν θέλει να βρέξει το μαγιό του. Με κοιτάζει πάλι. Κατεβάζει το μαγιό του. Απεκδύεται το φύλο του. Στέκεται γυμνός. Είναι γυναίκα.
Μπαίνει στην θάλασσα μ’ ένα μακροβούτι. Μένω μόνος. Η άδεια επιφάνεια της θάλασσας. Υπάρχει πια κάτι που δεν υπάρχει πια.
……………..
Για τον Οθέλλο. Δέκα χρόνια και σε κλαίω ακόμα.