Σε μια σφαιρική συνεξέταση των ελληνικών μεταφράσεων του “Φάουστ” στον 20ό αιώνα[1] η μετάφραση του πρώτου μέρους του αριστουργήματος του Γκαίτε από τον Νίκο Καζαντζάκη, που έχει δημοσιευτεί στη Νέα Εστία[2], αλλά δεν σχολιάστηκε ποτέ κάπως συστηματικότερα[3], κατέχει ξεχωριστή θέση. Ενώ θεωρήθηκε για πολύ καιρό η καλύτερη[4], κανείς ώς τώρα δεν έκανε τον κόπο να τεκμηριώσει το πράγμα. Υπάρχει και κάτι άλλο παράδοξο: η μετάφραση του Καζαντζάκη, παρ’ όλο που ήταν παραγγελία του Εθνικού Θεάτρου[5], δεν παίχθηκε ποτέ στη σκηνή, ενώ, αντίθετα, η παλαιά μετάφραση του Κωνστανίνου Χατζόπουλου (1904/16), που υπάρχει και σε πολλές επανεκδόσεις[6], παίζεται σχεδόν έως το τέλος του αιώνα[7], περίεργο και ασυνήθιστο φαινόμενο αντοχής μιας θεατρικής μετάφρασης από τις αρχές του αιώνα.
Η μετάφραση του Καζαντζάκη (το 1937 στην “Καθημερινή” σε συνέχειες, το 1942 στη Νέα Εστία επίσης σε συνέχειες με αρκετές διαφορές)[8] κερδίζει πρόσθετο ενδιαφέρον από το γεγονός, ότι ο Κρητικός συγγραφέας και δραματουργός σκόπευε να συγγράψει ως κύκνειο άσμα της λογοτεχνικής του παραγωγής ένα τρίτο μέρος του “Φάουστ”, ένα σχέδιο που τελικά δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει[9]· χωρίς άλλο το έργο του Γκαίτε θίγει έναν προβληματισμό πολύ οικείο στην κοσμοθεωρία του Καζαντζάκη και η διασκευή του θα αποτελούσε πρόκληση γι’ αυτόν, ειδικά μετά τη μετάφρασή του στο τέλος του Μεσοπολέμου. Η πρώτη μετάφραση του Καζαντζάκη αρχίζει κατ’ ευθείαν με τη σκηνή 3, τον Πρόλογο στον Ουρανό. Σ’ ένα προλογικό σημείωμα του 1937 ο Καζαντζάκης θεωρεί τη μετάφραση του Χατζόπουλου την καλύτερη, αλλά όχι αψεγάδιαστη: “Από τις έξι μεταφραστικές απόπειρες που έγιναν ώς τώρα για να μεταφερθεί ο πρώτος Φάουστ στην ελληνική γλώσσα, μονάχα μία με βοήθησε – η μεταφραστική δοκιμή του Χατζόπουλου. Είναι η πιο αξιόλογη – παρ’ όλα της τα ελαττώματα: Στίχος πολύ μέτριος κι’ άρρυθμος, γλώσσα φτωχή, πολλά μέρη στρυφνά (και μάλιστα αν πρέπει ν’ ακουστούν από τη σκηνή), δυσκολία μεγάλη για τον ηθοποιό που χρησιμοποιεί ένα τέτοιο κείμενο. Άλλως τε κι’ ο ίδιος ο Χατζόπουλος θεωρούσε το έργο του, και πολύ σωστά, απλώς ‘μεταφραστική δοκιμή’. / Ωφελήθηκα όσο μπορούσα, από τον προγενέστερό μου τούτον μεταφραστή και προσπάθησα, όσο μπορούσα, να προχωρήσω τη δοκιμή πιο κοντά στο αθάνατο κείμενο, με στίχο πιο ρυθμικό, με απόδοση πιο καθαρή και με πιο πλούσια πανελλήνια γλώσσα. Μακάρι ο μελλούμενος μεταφραστής όμοια να ωφεληθεί κι’ από τη μετάφρασή μου και να πάει πιο πέρα”[10].
Ένα ερμηνευτικό κλειδί, γιατί δεν προτιμήθηκε από το Εθνικό Θέατρο η μετάφραση του Καζαντζάκη αλλά η παλαιά του Χατζόπουλου, δίνουν οι παρατηρήσεις του Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, που εκείνα τα χρόνια είχε ξεκινήσει τη δική του ερμηνευτική και σχολιασμένη μετάφραση (σε πεζό λόγο, χωρίς ποιητικές αξιώσεις): “Ο Χατζόπουλος επέτυχε να μεταφράσει αρκετά καλά όσα μέρη είναι απλά στο νόημά τους. Εκεί ο στίχος του αποδίδει το πρωτότυπο. Όπου όμως το πρωτότυπο έχει πυκνά νοήματα, εκεί ο στίχος του Χατζόπουλου δεν αποδίδει”[11]. Αυτό ασφαλώς είναι και ένα πρόβλημα της δημοτικής του 1900. Αλλά και το ύφος του Καζαντζάκη δεν βρίσκει την έγκρισή του (“τραχύ και προσωπικό”), ο μεταφραστής μεθερμηνεύει το κείμενο και μεταβάλλει τα νοήματα[12]. Βρίσκεται στα όρια της διασκευής. Άλλωστε υπάρχουν και αρκετές διαφορές ανάμεσα στην πρώτη εκδοχή της μετάφρασης στην “Καθημερινή” το 1937, και τη δεύτερη στη “Νέα Εστία” το 1942. Η πρώτη π. χ. παραλείπει την Αφιέρωση και το Προοίμιο στο θέατρο.
Σπεύδω να διευκρινίσω ότι μέσα στα πλαίσια μιας ανακοίνωσης είναι αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς την ουσία της μετάφρασης, έστω και με κάποια παραδείγματα. Αυτό έγινε σε προηγούμενο συγκριτικό μου μελέτημα, στο οποίο παραπέμπω. Μπορώ απλώς να επαναλάβω ορισμένα συμπεράσματα της συνεξέτασης των ελληνικών μεταφράσεων του “Φάουστ” στον 20ό αιώνα, όσον αφορά τον Καζαντζάκη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει βέβαια η σύγκριση με τη μετάφραση του Χατζόπουλου, η οποία τελικά προτιμήθηκε. Μπορεί η γλώσσα του Χατζόπουλου να θυμίζει θυμάρι και να απλοποιεί τα νοήματα και τις εικόνες του μεγάλου ποιητή της Βαϊμάρης, αλλά έχει τη χάρη της σαφήνειας, της μετρικής ρυθμολογίας και εκφέρεται εύκολα στη σκηνή· αντίθετα ο Καζαντζάκης εντάσσει το μεταφραστικό του όργανο στη δική του ηρωική και βίαιη υφολογία, που δημιουργεί μια δημοτική που δεν είχε συνέχεια και σφραγίζεται από τις γλωσσοπλαστικές τάσεις της “Οδύσσειας”, η οποία στην πρώτη έκδοση συνοδευόταν από λεξιλόγιο. Ως προς τις στρατηγικές μετάφρασης ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και στίχοι, που έτσι κι αλλιώς δύσκολα αποδίδονται σε άλλη γλώσσα, όπως το τελευταίο δίστιχο (στ.7-8) της Αφιέρωσης: Mein Busen fühlt sich jugendlich erschüttert / Vom Zauberhauch, der euren Zug umwittert. Και ο Χατζόπουλος και ο Καζαντζάκης αλλάζουν τη σειρά: Χ “σπαράζοντας το στήθος ξανανιώνει / στη μαγική πνοή που μας φουντώνει”, Κ “μου σπαρταράει το αστήθι ανανιομένο / στη μαγική που σας ρεπίζει ανάσα”. Ο Καζαντζάκης αποδίδει μεν μετρικά αλλά απελευθερώνεται από την ομοιοκαταληξία. Αυτή η ευκολία του δίνει τη δυνατότητα, σε ορισμένα σημεία να είναι πιο πιστός στο πρότυπό του, αλλά δεν τον βοηθάει η φύση του που προτιμά το ηρωικό λεξιλόγιο και τη βίαιη συμπεριφορά.
Για τη διαφορά ανάμεσα στις δύο μεταφράσεις, που μαρτυρούν πως ο Καζαντζάκης δούλευε από το 1937 ώς το 1942 συνεχώς τη μετάφραση του “Φάουστ”, μερικά παραδείγματα: για το παροιμιώδες στα γερμανικά Das also war des Pudels Kern!, αναφερόμενο στη μετουσίωση του σκύλου στον Μεφιστοφελή, που αναζητεί από μόνη του μια χτυπητή και στρογγυλεμένη απόδοση, ο Καζαντζάκης κάνει δύο διαφορετικές προσπάθειες: η πρώτη “Τέτοιο έκρυβε λοιπόν κουκούτσι ο σκύλος!”, ενώ η δεύτερη είχε “Μπα! τούτο μέσα του είχε το σκυλάκι”. Για την εμφάνιση του Μεφιστοφελή ως fahrender Skolast (1324), περιφερόμενο (υποτιθέμενο) φοιτητή ή απόφοιτου πανεπιστημίου στο Μεσαίωνα και στα μεταμεσαιωνικά χρόνια, που ξεγελούσε τους αγρότες με τις λατινικούρες του, έκανε και το γιατρό, το μάγο, τον προφήτη κτλ., ο Καζαντζάκης βρίσκει πρώτα “Πλανόδιο μαθητούδι”, ύστερα “Πλανόδιο σκολιαρόπουλο”. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι εκείνα τα σημεία, όπου η Καζαντζακική μετάφραση υπερέχει όλων των άλλων: στις δραματικές συγκρούσεις. Από τη δεύτερη συνάντηση του Μεφιστοφελή με τον Φάουστ, σκηνή 7) Σπουδαστήριο (Β΄), ας δούμε το στοίχημα του Φάουστ με το διάβολο, που εμφανίζεται τώρα σε μορφή ευγενούς ιππότη, κάτι που αποτελεί και το αποκορύφωμα της σκηνής (1692-1706) και εντείνει το σασπένς έως το τέλος του δεύτερου μέρους: πρόκειται για σκηνή μέγιστης έντασης και δραματικής σύγκρουσης.
Εδώ ο Καζαντζάκης βρίσκεται στο στοιχείο του: ανάμεσα στις δύο εκδοχές υπάρχουν πολλές και ουσιαστικές διαφορές, που δείχνουν το βαθμό επεξεργασίας της μετάφρασης (σημειώνω σε παρένθεση τις αποκλίσεις του Κα): “Σε τεμπελιάς κρεβάτι [Στης τεμπελιάς την κλίνη] εγώ ποτέ μου / γαλήνη αν βρω, ας χαθώ την ίδιαν ώρα! / Κι αν με ψευτιές ποτέ με ξεπλανέψεις [εσύ με ξεπλανέψεις] / πλέρια [να βρω] ευχαρίστηση να νοιώσω εντός μου, / κι αν χαρές της σάρκας [ηδονές ποτέ] με [ξε] γελάσεις, / την ίδια αυτή στιγμή μου ας ξεψυχήσω! / Στοίχημα βάνω [βάζω]! – Μεφ.: Να! – Φάουστ: Χέρι με χέρι! / Αν λάχει στη Στιγμή να πω ποτέ μου: / ‘Στάσου λοιπόν, γιατί ‘σαι τόσο ωραία!’ / τότε στις αλυσίδες να με ρίξεις [ρίξε με τότε πια στις αλυσίδες], τότε μετά χαράς στον γκρεμό ας πέσω! [και πρόθυμα κατά διαβόλου ας πάω!] / τότε ας βαρέσου οι νεκρικές καμπάνες [του θανάτου ας χτυπήσουν οι καμπάνες], / τότε πάψε και συ να με δουλεύεις [λεύτερος φύγε πια απ’ τη δούλεψή μου]. / Η ώρα ας σταθεί κι ας πέσει ο δείχτης [χάμω] / και πια ο καιρός για μένα ας διασκορπίσει! [για με ας χαθεί για πάντα!]”. Ενδιαφέρουσες οι λύσεις που δίνει ο Καζαντζάκης στη δεύτερη γραφή, δημιουργώντας με το διπλό “ποτέ” στο πρώτο μέρος της ρήσης και το τετραπλό “τότε” στην αρχή του στίχου στο δεύτερο μέρος μια ρητορική κλιμάκωση, που προετοιμάζει το μήνυμα του τελευταίου δίστιχου, όπου τα ρολόγια σταματούν και οι δείκτες πέφτουν, σε μιαν αύξουσα ανάταση, που επιτυγχάνεται με την επανάληψη. Σε δραματική ένταση εδώ ο Καζαντζάκης, υπερβαίνει όλες τις άλλες μεταφράσεις.
Ένα άλλο δυνατό σημείο της καζαντζακικής μετάφρασης είναι η έντονη περιγραφή δραματικών γεγονότων, όπως η δράση των φαντασμάτων στην βαλπούργεια νύχτα: ο Μεφιστοφελής περιγράφει το συνωστισμό των φαντασμάτων με μια πρωτοφανή συσσώρευση ρημάτων, που εκπέμπει ακαταδάμαστη ενέργεια (στ. 4016-4019): Das drängt und stößt, das rauscht und klappert! / Das zischt und quirlt, das zieht und plappert! / Das leuchtet, sprüht und stinkt und brennt! / Ein wahres Hexenelement! Η μία βασική δυσκολία απόδοσης είναι η μεγάλη ποικιλία ρημάτων στα γερμανικά που περιγράφουν ήχους και ηχητικά φαινόμενα, που δεν υπάρχουν αντίστοιχα στα ελληνικά, και από την άλλη η συντακτική δομή με το ουδέτερο και απρόσωπο das (“αυτό”) ως υποκείμενο, εννοώντας το σύνολο των δρώντων. Ο Χατζόπουλος προσπαθεί να το αποδώσει με τον ενικό: “Σκουντιέται, σπρώχνεται, βουίζει και βροντά! / Σφυρίζει, σαλαγά και φαφλατίζει!/ Λάμπει και καίει, βρωμά και σπιθιρίζει! / Φάρα δαιμονική με τα σωστά!”, δίνοντας μιαν απλοποιημένη αλλά εξισορροπημένη εσωτερικά, εύληπτη και συγκροτημένη ποιητικά version της περιγραφής του Γκαίτε. Πιο χυμώδης και “δραστικός” ο λόγος του Καζαντζάκη, που βρίσκεται στο στοιχείο του: “Τι στρίμωγμα, σπρωξιές, χτυπιές, αντάρα! / Δέρνουνται, ορμούν, βαταλαλούν, σουρίζουν! / λαμποκοπούν, πηδούν, βρωμούν, κορώνουν, / αληθινό ‘ναι ετούτο το στριγγλομάνι”. Ο γλωσσικός πλούτος απαιτεί όμως σήμερα τη χρήση λεξικού. Αλλά ίσως θα άξιζε να παιχθεί η καζαντζακική μετάφραση και σήμερα στο θέατρο.
Αναγκαστικά σταματώ εδώ τη δειγματοληπτική παράθεση χωρίων της μετάφρασης. Η μετάφραση του Καζαντζάκη – αν κάποτε εκδοθεί πρέπει να ληφθεί υπόψη και η πρωτη του εκδοχή – μπορεί να κριθεί μόνο σε ανταπαραβολή με τη μετάφραση του Χατζόπουλου, που ήταν και η κυρίαρχη στο ελληνικό θέατρο του 20ού αιώνα. Αυτή δίνει δηλαδή στο “μεταμοντέρνο” puzzle των διάφορων, χαλαρά συνδεδεμένων τμημάτων του έργου από διάφορες φάσεις της βιογραφίας του Γκαίτε, μιαν ενιαία και απλή κλασική μορφή, που ανταποκρίνεται τόσο στις αισθητικές προδιαγραφές του δημοτικισμού όσο και στις δραματουργικές αντιλήψεις της αστικής belle époque της Αθήνας στη στροφή του αιώνα. Αποδίδει με αρκετά μεγάλη πιστότητα μέτρο και ρίμα του πρωτότυπου, πράγμα που αποτελεί ασφαλώς καθαυτό κατόρθωμα μεγάλο· το έργο διαβάζεται και ακούγεται ευχάριστα, χωρίς να προβληματίσει ιδιαίτερα. Σ’ αυτού του είδους την πρόσληψη βοηθάει και το ίδιο το έργο, που κινείται από το φιλοσοφικό προβληματισμό του Φάουστ (με τους τρεις προλόγους και τις μακρόσυρτες σκηνές στο σπουδαστήριο και με τον Μεφιστοφελή) στην τραγωδία της Μαργαρίτας με τις σύντομες σπαρακτικές της σκηνές, γεμάτο δράση και αλλαγή.
Κανένας μεταφραστής του “Φάουστ” στον 20ό αιώνα δεν μπόρεσε να παραβλέψει τη μετάφραση του Χατζόπουλου. Και γενικά θα άξιζε να εκδοθούν οι θεατρικές του μεταφράσεις για το θέατρο στο σύνολό τους, γιατί διαμόρφωσαν και σφράγισαν τα σκηνικά ρεπερτόρια πολλών θεάτρων στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Οι δύο μεταφράσεις του Καζαντζάκη θέτουν άλλα προβλήματα: πρέπει να εξεταστούν σε σύγκριση μεταξύ τους και σε σύγκριση με το υπόλοιπο δραματικό και ποιητικό έργο του Κρητικού συγγραφέα. Τότε θα φανεί, σε ποιο βαθμό η ιδιότυπη γλώσσα του χρωματίζει και τη μετάφραση αυτή, ή ακριβέστερα: σε ποιαν ένταση και έκταση η καζαντζακική γλώσσα της μετάφρασης ανταποκρίνεται στο ύφος των άλλων λογοτεχνημάτων του· έκανε υποχωρήσεις προς την κατεύθυνση μιας πιο κοινής δημοτικής, αποβλέποντας σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου ή όχι; Κι αν ναι, σε ποιαν έκταση και σε ποια σημεία; Η απόφασή του να μη χρησιμοποιήσει συστηματικά τη ρίμα απελευθερώνει τις σημαντικές στιχουργικές του ικανότητες, οι οποίες μετά την αποπεράτωση της “Οδύσσειας” βρίσκονταν σε κορύφωση. Έτσι βρίσκουμε συχνά χτυπητούς στίχους με έντονη ρυθμολογία, ιδίως σε δραματουργικές συγκρούσεις και αποκορυφώσεις. Οι αρκετές αλλαγές, που διακρίνουν την πρώτη από τη δεύτερη δημοσίευση, επιτρέπουν να ρίξει κανείς μια ματιά στο εργαστήρι του μεταφραστή. Μπροστά στο πλούσιο λεξιλόγιό του, το χυμώδες, τραχύ και έντονα χρωματισμένο λόγο, ο Χατζόπουλος φαίνεται καμιά φορά ωχρός, ακόμα και γλυκερός κάπως, με μια σχεδόν αριστοκρατική συγκρατημένη ισορροπία, ενώ ο λόγος του Κρητικού μυρίζει χώμα και κρασί.
Το αστικό καθεστώς του Εθνικού Θεάτρου το 1936 δεν ήταν έτοιμο, φαίνεται, να δεχτεί ένα τέτοιο γλωσσικό άνοιγμα προς το λαϊκό πολιτισμό· δεν ήταν πια ο γνωστός νοσταλγικός λαϊκός πολιτισμός του ηθογραφικού κινήματος και του πρώτου δημοτικισμού. Ο Καζαντζάκης δεν βλέπει με τη ματιά της πόλης, αλλά βιώνει το λαϊκό. Η υποδοχή του Λόρκα ακόμα δεν είχε ξεκινήσει. Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη δυσκολία, πρακτική και της πρόσληψης, που ίσως επηρέασε την απόφαση να μην παιχτεί η μετάφρασή του: ο γλωσσοπλάστης και γλωσσοσυλλέκτης Καζαντζάκης μέσα στο δραστικό λόγο του, που έχει σαφώς και σκηνικά χαρίσματα, χρησιμοποιεί μια σειρά από λέξεις και εκφράσεις, που χρειάζονται λεξικό ή και ιδιαίτερο γλωσσάριο (όπως στην “Οδύσσεια”). Το τόλμημα θα είχε και μιαν άλλη πλευρά: ώς τότε κανένα θεατρικό έργο του δεν είχε παιχθεί σε ελληνική σκηνή, με εξαίρεση το ξεχασμένο ήδη τότε “Ξημερώνει”[13].
(ανακοίνωση σε συνέδριο για τον Καζαντζάκη 2013)