Θ΄ ΜΕΡΟΣ
6.2.1. Ψυχές νεκρών και υπερβατικές δοξασίες ήτοι οι επιπτώσεις της αόρατης παρουσίας
Ένα μεγάλο μέρος των φανταστικών μορφών του συλλογικού φαντασιακού στους προφορικούς πολιτισμούς της ΝΑ Ευρώπης φαίνεται να βασίζεται, όπως με παρόμοιο τρόπο και τμήματα της μορφολογίας των μεταμφιέσεων και μασκαρεμάτων, στη δοξασία της παρουσίας των ψυχών των νεκρών, από το υπερπέραν ή τον Κάτω Κόσμο, στη γη κατά ορισμένες περιόδους του χρονικού κύκλου. Στη διαμόρφωση αυτών των περιόδων, που ορίζονταν στην προϊστορία από τα ηλιοστάσια, έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο οι γεωργικοί πολιτισμοί με τις κρίσιμες φάσεις της σποράς, της αναζωογόνησης της φύσης την άνοιξη και την καλοκαιρινή συγκομιδή, αντιλήψεις με εντάχθηκαν αργότερα στο εορτολόγιο της ελληνορωμαϊκής εποχής, και μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στις στρατηγικές της αφομοίωσης του παγανισμού στην πρώιμη εκκλησία και βρήκαν θέση στο νέο χριστιανικό εορτολόγιο κατά την προμεσαιωνική και μεσαιωνική περίοδο. Αυτές οι φάσεις της αόρατης παρουσίας των ψυχών στον Πάνω Κόσμο αφορούν το δωδεκαήμερο[1], το σύστημα των ψυχοσαββάτων (κατά το καρναβάλι, το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής, το Σάββατο της Πεντηκοστής ή των Ρουσαλιών) και το πενηνταήμερο ανάμεσα σε Πάσχα και Πεντηκοστή, διότι κατά την θρησκευτική παράδοση ο Χριστός, εισακούοντας τα παρακάλια της Παναγίας, έχει δώσει στις ψυχές των νεκρών στον Κάτω Κόσμο μια ελάφρυνση των τιμωριών τους σε μορφή αναστολής τους και διακοπών από τον Άδη[2]. Κατά τη βασική θεωρία του Meuli αυτές οι περίοδοι «των ψυχών» είναι και περίοδοι των δαιμόνων και των μεταμφιέσεων, γιατί κατά τη θεωρία αυτή οι νεκροί, στις συλλογικές φαντασιώσεις των προφορικών πολιτισμών, γίνονται δαιμόνια και αυτά αποτελούν τη νοερή μυθολογική βάση για τα μασκαρέματα και τις μεταμφιέσεις, και επομένως, κατά την πρωτόγονη «λογική», μπορούν να επηρεαστούν (να ευμενιστούν) με ειδικά δρώμενα, αγερμούς και φιλέματα[3].
Μολοντούτο, η φύση της εμφάνισης της ψυχής των νεκρών, στην υλική της υπόσταση, δεν εικάζεται μόνο ως τερατώδης δαίμονας όπως οι μεταμφιεσμένοι Γέροι των αγερμών[4], ή ως επικίνδυνες νεράιδες των νερών όπως οι rusalki[5], όπως θα ήταν ίσως αναμενόμενο με βάση τη μορφολογία των μασκών και τις παραδόσεις για τις νεράιδες αυτές, αλλά ως κάτι τρυφερό, ευάλωτο και εύθραυστο όπως ένα έντομο ή ένα μικρό πουλί.
Η αντίληψη του νεκρού ως ενός ατόμου με σωματικές ανάγκες εφαρμόζεται και στην προσωπική του περιποίηση και στην επίσκεψη στον τάφο[6]. Η ψυχή του νεκρού χρειάζεται περιποίηση και φροντίδα, πριν μπορέσει να ησυχάσει[7]. Σ’ αυτές τις δραστηριότητες ανήκουν και τα μνημόσυνα στην τρίτη, ένατη και σαρακοστή μέρα, μετά από τρεις, έξι και εννέα μήνες, μετά από ένα χρόνο[8], όπου μετά τη λειτουργία μοιράζονται πρόσφορα και κόλλυβα στους παρόντες. Ακολουθεί η επίσκεψη στον τάφο, όπου κάνουν «παρέα» στον νεκρό, τον ευλογούν, του προσφέρουν βρώση και πόση και τον ενθυμούνται[9]. Και σε σημαντικές εκκλησιαστικές γιορτές πραγματοποιούνται μνημόσυνα/zadušnici: πηγαίνουν στους τάφους, λέγονται προσευχές, προσφέρουν βρώση και πόση, μοιράζουν κόλλυβα, ανάβουν κεριά, τοποθετούν λουλούδια στον τάφο[10]. Αυτού του είδους η περιποίηση και φροντίδα τελειώνει μόνο με την εκταφή των οστών· η κάρα φυλάσσεται στο οστεοφυλάκιο/kostnica του νεκροταφείου· με αυτή την πράξη ο τάφος ως τόπος επικοινωνίας με τον νεκρό ματαιώνεται: ο νεκρός, από μία άποψη «γύρισε», από μια άποψη «έφυγε για πάντα»[11]. Ο «διάλογος» στον τάφο (λεκτικός, τελετουργικός, αισθηματικός) σιώπησε· το μνημείο είναι πάλι ένας άσημος λάκκος.
Πέρα από αυτές τις προσωπικές οικογενειακές επισκέψεις τάφων υπάρχουν και οι μέρες «των ψυχών», όπου επίσης οι ψυχές των νεκρών θεωρούνται πως είναι παρούσες στον Επάνω Κόσμο και ολόκληρο το χωριό μεταβαίνει στο συχώριο στο νεκροταφείο και τρώει και πίνει στους τάφους, όπως και στην ειδική μακαριά. Τέτοια συμπόσια (που πραγματοποιούνται συχνά μόνο με συμβολικό τρόπο πια) γίνονται συχνά το Σάββατο του Ρουσαλιού κατά την Πεντηκοστή και το Σάββατο των Αγίων Θεοδώρων την πρώτη εβδομάδα της Σαρακοστής, όπου η εκκλησία γιορτάζει το θαύμα των κολλύβων[12].
Το Σάββατο θεωρείται στη λαϊκή λατρεία των Βαλκανίων ως μέρα της μαγείας και των επαφών με τον υπερφυσικό κόσμο[13]. Τα ψυχοσάββατα, στο οποία τελούνται μνημόσυνα για όλες τις ψυχές των νεκρών, είναι τέσσερα: το Σάββατο της Κρεατινής κατά το καρναβάλι, της Τυρινής (masljanica), το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής (των Αγίων Θεοδώρων, Tudorica ή San Toader) και το παμβαλκανικά έτσι ονομάζομενο Σάββατο «του Ρουσαλιού»[14]. Τα δύο πρώτα ψυχοσάββατα τελούνται την περίοδο των απόκρεω, το Σάββατο των Αγίων Θεοδώρων είναι η εορτή των νεκρών, επειδή τότε γιορτάζεται το θαύμα των κολλύβων από τον Άγιο Θεόδωρο Τήρωνα, το Σάββατο της εβδομάδας των Ρουσαλιών είναι η μέρα, που οι ψυχές μετά από την παραμονή τους στον Πάνω Κόσμο μετά το Πάσχα – ο Χριστός τις απελευθέρωσε κατά την Κάθοδό του στον Άδη και η Παναγιά τον παρακάλεσε για την ελάφρυνση των ποινών των αμαρτωλών στον Άδη[15], ένα μοτίβο το οποίο προέρχεται από το απόκρυφο Η Αποκάλυψις της Υπεραγίας Θεοτόκου[16] – πρέπει να γυρίσουν πάλι πίσω στον Άδη και την Κόλαση[17].
To πραξιακό σύστημα των ψυχοσαββάτων δεν διαφέρει ουσιαστικά από τα οικογενειακά μνημόσυνα, είναι απλώς πιο σύνθετο και η συμμετοχή του κόσμου ευρύτερη[18]. Στο παμβαλκανικό Σάββατο του Ρουσαλιού[19] ανάβονται κεριά στους τάφους, ψάλλονται τρισάγια, γίνεται σπονδή με κρασί, μοιράζονται κόλλυβα και φαγητά[20]. Τα σφραγισμένα πρόσφορα και οι λειτουργιές ευλογούνται στην εκκλησία. Στην παρουσία των ψυχών, που αποχαιρετούν τους συγγενείς τους πριν από την επιστροφή τους στον Κάτω Κόσμο, αναφέρεται μια ολόκληρη σειρά από απαγορεύσεις: πέρα από τη γενική απαγόρευση εργασιών υπάρχουν και ειδικές για το πλύσιμο (με σαπούνι), το ράψιμο (μην τυφλώσουν τις ψυχές), το χτένισμα, το γνέσιμο, την ύφανση κτλ.[21].
Η Κυριακή της Πεντηκοστής, της Γονυκλισιάς και του Αγίου Πνεύματος[22] είναι η μέρα της οριστικής αποχώρησης των ψυχών. Στην εκκλησία ο κόσμος γονατίζει σε φύλλα καρυδιάς, ακίνητος και με χαμηλωμένο βλέμμα, γιατί εκείνη τη στιγμή περνούν οι ψυχές μπρoστά τους[23] και πρέπει να περάσουν της Τρίχας το Γεφύρι προς τον υπερπέραν[24]. Μετά τη λειτουργία πηγαίνουν στους τάφους και μοιράζουν κόλλυβα και φαγητά. Παρόμοια είναι και τα δρώμενα ανήμερα της Αγίας Τριάδας την επόμενη μέρα[25].
Η συμβολική και σημασιολογική εξίσωση: παρουσία των ψυχών των νεκρών = περίοδος δαιμόνων = αγερμοί μασκαρεμένων δεν επαληθεύεται 100%, σχετικά με τις ημερομηνίες εορτών, τη φαντασιακή μορφολογία των δαιμόνων και τα είδη των μεταμφιέσεων, αλλά είναι μια επιστημονική κατασκευή εξήγησης, που δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα και δεν μπορεί να ακουστεί από τους πληροφοριοδότες της επιτόπιας έρευνας στα πεδία του προφορικού πολιτισμού· αλλά αυτός ο βαθμός μιας περιορισμένης επαληθευσιμότητας στο πεδίο είναι χαρακτηριστικός για ένα μεγάλο μέρος των εκδηλώσεων του προφορικού πολιτισμού. Είναι επίσης και απόρροια πολιτισμικών μετασχηματισμών στον ρουν της ιστορίας αλλά και ατομικών και τοπικών στρατηγικών ερμηνείας, ένας παράγοντας «σφάλματος» που χαρακτηρίζει όλη τη «λογική» των συνειρμικών δικτυώσεων και συνδέσεων με αναλογίες και αντιστοιχίες.
4.3. Η σύγκρουση των μαγικών πρακτικών ή οι τροπικότητες του παμψυχισμού
Αν θέλουμε να κάνουμε ένα είδος ενδιάμεσου απολογισμού για τις εν δυνάμει πιθανότητες να επηρεάσει κανείς τα δεδομένα του επιστητού, αυτές που προσφέρουν οι μαγικές δοξασίες και πρακτικές της ανιμιστικής κοσμοθεωρίας του παμψυχισμού, τότε αντιμετωπίζει την εξής κατ’ αρχήν δυσκολία: πρέπει να εντάξει ένα πλέγμα συνειρμικών συνδυασμών σε σχήματα μιας quasi-ορθολογικής αιτιοκρατίας, πάγμα ουσιαστικά ξένο στις τροπικότητες της ανθρώπινης σκέψης σε αναλογίες και αντιστοιχίες· η αυστηρή σύζευξη αιτία/αιτιατού μιας αιτιολογικής σχέσης δεν μπορεί να αποδώσει με επάρκεια, ή έστω κάπως ικανοποιητικά, αυτή τη χαλαρή και «δημιουργική» συσχέτιση φαινομένων, που φαίνονται, σε διάφορα επίπεδα της πραγματικότητας του επιστητού, ίδια ή όμοια, και αυτό επειδή η αναλογικότητα της μαγικής πρακτικής και η πίστη στην ύπαρξη παγκόσμιων και συμπαντικών αντιστοιχιών, την οποία προσπαθεί να εργαλειοποιείται και εκμεταλλεύεται η μαγική πράξη, βασίζονται σε εικασίες του φαντασιακού και συμπεριλαμβάνουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και την αποτυχία της μεθόδου. Στη μαγική σκέψη ο βαθμός της αναμενόμενης αποτελεσματικότητας δεν είναι τόσο εξασφαλισμένος όπως στα γνωσιολογικά μοντέλα της αιτιοκρατίας, η οποία βασίζεται σε σκληρά δεδομένα και αποδεδειγμένες σχέσεις.
Η τροπικότητα της υπόστασης αυτών των «ρευστών» μορφών της δαιμονολογίας και οι καθόλου βέβαιες αλλά απλώς σε κάποιο βαθμό πιθανές προσδοκίες αποτελεσματικότητας των μαγικών στρατηγικών θα μπορούσαν να εκληφθούν από την οπτική γωνία μιας θετικιστικής συστημικής σκέψης και της ανάλογης εμπράγματης δράσης ως κάποιου είδους υποθέσεις, αλλά φυσικά χωρίς τη ορθολογική επιχειρηματολογία, την οποία προϋποθέτει η δημιουργία μιας υπεύθυνης επεξεργασία υπόθεσης. Σε αυτή την υβριδική συσχετικότητα των πραγμάτων σε συμβολικές αντιστοιχίες ανταποκρίνεται περισσότερο η αισθητική, η συνολική συστράτευση της έμπνευσης στην καλλιτεχνική βούληση, παρά τα επιστημονικά πλέγματα ελεγχομένων εξαρτήσεων, τα οποία βασίζονται στην αποδεικτικότητα και την εξασφαλισμένη βασιμότητα των αποτελεσμάτων.
Έναν καταλληλότερο τρόπο κατανόησης θα μπορούσε να δώσει ενδεχομένως η παιδική ψυχολογία και γνωσιολογία, όπου η συμβολική σημασία των πραγμάτων δεν έχει ακόμα καθοριστεί με μονοσήμαντες σημασίες από την πραγματικότητα των ενηλίκων, και κάθε αντικείμενο αποτελεί ένα πολύσημο σημείο, του οποίου το νόημα δεν είναι δοσμένο και έτοιμο, αλλά ανοιχτό προς δημιουργική διαμόρφωση. Στην έννοια του καλλιτεχνικού σημείου, όπου οι συνυποδηλώσεις υπερέχουν των καταδηλώσεων[26], και την έννοια της σημείωσης (semiosis, πώς αποκτούν τα σημεία τις σημασίες τους), που δεν είναι μια διαδικασία με δεδομένο αποτέλεσμα, αλλά ένα ανοιχτό και αναστρέψιμο process, το οποίο, μέσω της πολυσημίας που δημιουργούν οι διάφορες ερμηνείες, μπορεί να μην φτάσει και σε ένα οριστικό συμπέρασμα, – με αυτό το εννοιολογικό οπλοστάσιο έχει δημιοργηθεί μια μεθοδολογική εργαλειοθήκη, με την οποία μπορεί να πλησιάσει κανείς περισσότερο και αποτελεσματικότερα τη μαγική σκέψη της αναλογικότητας και τους τρόπους δημιουργίας των φαντασιακών μορφών της δαιμονολογίας, πάρα με τον επιστημονικό στοχασμό. Αυτή η ποιητική-αισθητική πλευρά της δημιουργικότητας των δοξασιών στους προφορικούς πολιτισμούς, σπάνια έχει μπει στο ερευνητικό στόχαστρο της Εθνολογίας[27]. Αυτό μπορεί να έχει τις αιτίες του, στην περίπτωση της Ethnologia europaea (της Λαογραφίας) στις αξιολογικές εκτιμήσεις του αστικού κόσμου του ορθολογικού Διαφωτισμού, στην περίπτωση της στην εξωευρωπαϊκής Εθνολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στα αφηρημένα θεωρητικά κατασκευάσματα της Δομολειτουργικής Σχολής, η οποία, ως επιστημονικό παρακλάδι της αποικιοκρατικής διοίκησης, είχε να αντιμετωπίσει τελείως ξένους πολιτισμούς «χωρίς ιστορία».
Η απομάγευση της μαγείας από την Επιστήμη είχε ως συνέπεια την απαξίωσή της· ως «δεισιδαιμονία» υπάρχει στο ευρύ πεδίο παραθρησκευτικών εκδηλώσεων, καταδικασμένων τόσο από την Εκκλησία όσο και από τον Διαφωτισμό, ως αβάσιμες και παράλογοες σκέψεις αμόρφωτων αγροτικών πληθυσμών σε κατάσταση προβιομηχανικής υπανάπτυξης. Αυτή η βαθύτερη μη-κατανόησης μια ιστορικής τροπικότητας σκέψης και στοχασμού, κατά την οποία οργανώνονται οι ανθρώπινοι πολιτισμοί για χιλιάδες χρόνια, αντικαθρεφτίζεται ακόμα σε ορισμένες επιστημονικές καταγραφές πληροφοριών και σε μοντέλα εξήγησης. Η σημασία αυτών των εκδηλώσεων αναβαθμίστηκε μόλις από τον Ρομαντισμό και την ψυχανάλυση, καθώς και ορισμένα άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ού αιώνα. Η μαγεία μπορεί μόνο εν μέρει να εκληφθεί ως σύστημα, οι ιστοί και αρμοί της δεν είναι «λογικοί», όπως και οι εξηγήσεις των παιδιών και η ερμηνεία έργων της τέχνης.
Η μαγεία μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με αντι-μαγεία, προφυλακτικές πράξεις που λειτουργούν με την ίδια «λογική». Παρά τις τόσες οδηγίες που υπάρχουν, πρόκειται για μια δημιουργική διαδικασία, η οποία απαιτεί τη γνώση των μέσων, τον ακριβή προσδιορισμό του επιδιωκόμενου στόχου και την πίστη στην αποτελεσματικότητα των σχετικών πράξεων. Σπάνια αφήνεις να μαγεύεσαι (συνήθως στο μεταφορικό επίπεδο). Μια τέτοια αναστοχαστική πορεία μέσα στο βασίλειο της μαγείας και των σχετικών φαντασιώσεων δίχως κάποια δοσμένη παραδειγματική μεθοδολογία είναι ίσως και ο καταλληλότερος τρόπος να βρει κανείς τον δρόμο του στο λαβύρινθο των αναλογιών, από τα δίκτυα των οποίων δεν αποκλειόμαστε εμείς οι ίδιοι. Όπως η new anthropology περικλείει, και αναδεικνύει σχεδόν επιδεικτικά, και την υποκειμενικότητα του παρατηρητή (ο field worker είναι μέρος του εξεταζόμενου πεδίου), έτσι και αυτή η συμπερίληψη του ερευνητή ισχύει και στην περίπτωση της κοσμοθεωρίας του ανιμισμού: από τις ποιοτικές συνεντεύξεις βάθους (χωρίς έτοιμα ερωτηματολόγια) της κοινωνιολογίας έως τη δημιουργική ανάλυση συμβόλων και τη σύνδεσή τους με την αισθητική, την ψυχανάλυση και τη θρησκειολογία, το υποκείμενο είναι, με όλες τις διανοητικές, ψυχικές και σωματικές προϋποθέσεις του, μέρος της παρατήρησης και της κατανόησης. Αυτό ισχύει με ιδιαίτερο τρόπο και στη ΝΑ Ευρώπη, όπου η χρονική, ιστορική και νοοτροπική σύμφυρση της ταυτόχρονης συγχρονικότητας διαφορετικών πολιτισμικών στρωμάτων διαφορετικής ηλικίας, μαζί με τον υβριδικό συγκρητισμό από γλώσσες, θρησκείες και πολιτισμές διαστρωματώσεις αποτελούν ένα πεδίο αναζητήσεων, το οποίο έχει ιδιαίτερα υψηλές και ειδικές απαιτήσεις.