Ο παππούς ζητά από τη γυναίκα του να ετοιμάσει ρούχα για το νοσοκομείο. Η καρδιά του δεν είναι καλά και θα κάνει εξετάσεις. Η γιαγιά τού βάζει ένα σατέν πουκάμισο, κάλτσες τρύπιες -δεν πρόλαβε να τις μαντάρει-, δυο σώβρακα που είχε για καλά από τα νιάτα του, την πολύχρωμη ρόμπα της· δεν έβρισκε τη δική του. Η βαλίτσα έχει χώρο. Κοιτάζει στο δωμάτιο έναν παλιό πίνακα, τον κατεβάζει, τον ξεσκονίζει, τον τυλίγει σε εφημερίδα και τον βάζει μέσα. Μετά προσθέτει και την παλιά εφημερίδα, για να ΄χει ο παππούς να διαβάζει. Ρίχνει και δυο ζευγάρια γυαλιά πρεσβυωπίας. Αυτά δεν τα φορά ο παππούς -είναι ραγισμένα. Η γιαγιά συνεχίζει να γεμίζει τη βαλίτσα. Διαπιστώνει ότι υπάρχει κι άλλος χώρος. Βάζει φρούτα μήπως και ο παππούς πεινάσει. Δεν βλέπει καλά και επιλέγει τα σάπια. Προσθέτει κι ένα ζευγάρι παπούτσια που πάντα τον χτυπούσαν, ρίχνει μια ομπρέλα φθαρμένη απ΄ τον καιρό και κλείνει τη βαλίτσα, που γέμισε. Ο παππούς κάνει εξετάσεις.
Στην αναμονή η γιαγιά διαπιστώνει πόσα καλαμπαλίκια έβαλε. Αδειάζει τη βαλίτσα και πετά πράγματα. Σταδιακά η λειτουργία της καρδιάς του παππού βελτιώνεται.
Βιογραφικό: