You are currently viewing Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου: Χρήστος Αντωνίου, «ΕΝ ΒΥΘΩ…»  Εκδόσεις ΝΙΚΑΣ

Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου: Χρήστος Αντωνίου, «ΕΝ ΒΥΘΩ…»  Εκδόσεις ΝΙΚΑΣ

Η ποίηση είναι η απόδειξη της ζωής, αν η ζωή μας καίγεται σωστά, τότε η ποίηση είναι μόνο η στάχτη. Η ρήση ανήκει στον Λέοναρντ Κοέν και ο Χρήστος Αντωνίου αναμοχλεύοντας αναζωπυρώνει τους ξέπνοους σπινθήρες.

Ταπεινός κι ανασφαλής σαν τον ήρωα του Ροστάν -όπως κάθε πραγματικός Ποιητής- νοιώθει υπολειπόμενος των στίχων του· σ’ ένα διαρκή αγώνα αυτοκάθαρσης, στέκει μέσα στην πυρά της αυτογνωσίας αλώβητος, αφήνοντας να παραναλωθούν έπαρση και ματαιοδοξία: «Ωραίοι ίσως εκείνοι σαν την Εσμεράλντα/ άσχημος εγώ σαν τον Κουασιμόδο!»     

[Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ]

και

«…δεν ξεγελιέμαι απ’ τις φωνές του πλήθους/  στις αίθουσες των λογίων και των βιβλιοπωλείων./ Υπάρχω/ και χωρίς τον πλαστό περίγυρό μου.»     [ΚΡΙΤΙΚΗ]

 Ευαισθησία και κατάρτιση το μέσο και το φίλτρο με το οποίο ο ποιητής αισθάνεται και διηθεί την σκληρή, πολλές φορές οδυνηρή πραγματικότητα, την μετατρέπει σε ονειρική. Σαν επιδέξιος ζωγράφος, διαθέτει μια εξαιρετική ποικιλία εκφραστικών τρόπων στη συντακτική διατύπωση των έσω εικόνων, όπου δεν διαχωρίζεται το καλλιτεχνικό περίβλημα από την ανθρώπινη ουσία. Όταν η υποβλητική θύμηση ακουμπά την πυρά των περασμένων, η ψυχή εξατμίζεται και απελευθερώνει ξεχασμένα σκιρτήματα και συγκινήσεις.  Οι στίχοι, απ’ τις ρόδινες πλαγιές του αυγινού ήλιου, πριν ακόμα τα πλούσια χρώματα αναδειχθούν κι απλωθούν στον χώρο, κατρακυλούν στα βάθη της θάλασσας, εικόνες βουλιαγμένων κόσμων συγκροτούν μια έντονα δραματική ποιητική ατμόσφαιρα:

«Εν βυθώ/ οι τραυματικές μου εμπειρίες/ τα χρόνια που σε γύρευα ανιχνεύοντας το κενό/ το εκκολαπτόμενο φως/ που έμελλε να με θανατώσει.»        [«ΕΝ ΒΥΘΩ»]

 Δόκτωρ φιλολογίας ο ίδιος με επτά ποιητικές συλλογές, πάμπολες επεμβάσεις και κριτικές στα λογοτεχνικά δρώμενα διαθέτει ευχερώς τη μεταδοτική γνώση, ιδιαίτερο όμως δημιουργό τον κάνει το γεγονός ότι αναγκάζει τον αναγνώστη να συναισθανθεί τον πόθο, την αγωνία και τη νοσταλγία του:

«…και το χέρι μου ξανάπιασε/ να ζωγραφίζει όπως παλιά/ με μια μονοκονδυλιά/ ένα μικρό χαμομήλι/ και την ξαδελφούλα του την ανεμώνη/ μα…δεν το κατορθώνει.» 

[ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΖΩΗ]

Καθώς προβολείς φωτίζουν γυναικείες μορφές που περνούν σαν αινιγματικές και σαγηνευτικές οπτασίες, μεταφερόμαστε σ’ ένα παραμυθένιο κόσμο αγνότητας, νεότητας, αθανασίας και απώλειας:

«Κλείνω τα μάτια μου και βυθίζομαι / στο νερό που ναυάγησαν τα ονόματα / των γυναικών που αγάπησα: Ξένια / Ροντάμη, Μαριάννα, Μάγια / Ειρήνη, Εριφύλη, Αιμιλία / που σαν αστερίες φωτίζουν απαλά το βυθό μου. /  Ένα ένα σπαρτάρισαν στα χέρια μου / και γλίστρησαν σαν ψάρια. / Μυρίζουν ακόμα οι παλάμες μου γιασεμί / καθώς αγγίζω την υγρή επιδερμίδα /του χρόνου.»            [ΟΝΟΜΑΤΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ]

Πάντα μένει λίγο άρωμα στο χέρι που προσφέρει λουλούδια λένε οι Κινέζοι και η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ ορίζει ευφυώς το φως και το σκοτάδι του: Ο έρωτας  είναι η ανείπωτη γλύκα του καρπού που προσφέρεται εξ ίσου στα χείλη που θα τον ρουφήξουν και στο μαχαίρι που θα τον κόψει.

 Το πανέμορφο Ελληνικό τοπίο με τη δραματική ιστορία που το περιβάλλει, εμπνέει εύκολα έναν δημιουργό. Μπορεί ν’ ανάψει πάλι το ασκίαστο εφηβικό θάμπος, την μεγεθυντική φαντασία που κατευθύνει τις βιολογικές ορμές και τη μνήμη του υποσυνείδητου. Υπάρχουν όμως κά ποια τοπία, λες και είναι διαμορφωμένα επίτηδες να διαμορφώνουν ποιητικές ιδέες. Εκεί που τελειώνουν όλες οι εκφραστικές δυνατότητες συμβαίνει κάτι σχεδόν μεταφυσικό, σαν την τρομερή λάμψη που είδε ο Σαούλ, σαν τους ανεπαίσθητους μουσικούς φθόγγους που εκπέμπουν κάποιοι στίχοι και μόνο ο χαρισματικός μουσικός μπορεί να τους ακούσει και να τους σχηματίσει στο πεντάγραμμο. Γράφει ο Χρήστος Αντωνίου:

«Το χέρι μου έτρεμε μεσ’ το δικό σου/ κι η ανάσα μ ου χοροπηδούσε, φοβισμένος/λαγός να γλιτώσει το κυνηγόσκυλο του Έρωτα./ Πάνω μας το επιβλητικό Παλαμίδη! / Σε αντίθεση με το περήφανο τοπίο/ έχασα την πίστη μου, διαλύθηκα!»            

[ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΒΑΝΙΤΙΑ]

Το περιβάλλον στη  παραλία του Ναυπλίου ιδανικά ερωτικό μέχρι που το εταστικό βλέμμα σκοντάφτει στο επιβλητικό Παλαμίδη και σκοτεινιάζει, ο συνειρμός των σιωπηρών προμαχώνων και μιας σκληρής φυλακής πέφτει σαν ίσκιος άξαφνης συννεφιάς. Αυτή η αλλόκοτη παρέκβαση, η προσγείωση, είναι το ποίημα και το μεγάλο κέρδος για τον αναγνώστη.

 Η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ποίημα που σκαρώνει μια ηλιαχτίδα, όταν πέφτει στη σκοτεινή σταγμοδόχη της μνήμης. Τα ποιήματα της συλλογής είναι αποτέλεσμα αυτοψυχανάλησης με αναδρομές σε βιώματα και όνειρα που πρωτοείδε ο ποιητής με ανοιχτά τα μάτια. Η περασμένη ζωή συμβαδίζει με το παρόν και ο ποιητής ανασύρει και μεταπλάθει σε ποίηση τις βαθύτερές του αγωνίες «…γιατί ο βυθός μου/ είν’ ένας άλλος ουρανός!»   [ΒΥΘΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ]

Η γη ήταν ο ποθητός ουρανός των  θεών και των νεκρών για τους αρχαίους, οι μεν λαχταρούσαν και οι δε νοσταλγούσαν τον ασύγκριτο έρωτα των θνητών  «…και καθώς οι ψυχές ανεβοκατεβαίνουν/ τρίβονται/ και παράγεται το ποθούμενο/ φως!»

 Στα  τελευταία ποιήματα της συλλογής ο ουρανός ξαστερώνει, η νηπενθής μπαγκέτα του ορμέφυτου γνέφει πάλι τις πρώτες νότες της ‘’Ενάτης’’:

«Γέλασες κι από τα χείλη σου ξέφυγαν/ τριαντάφυλλα…» [ΕΚΔΟΧΕΣ]  

και

«Το ξέρω πως δεν ήρθα άσκοπα στον κόσμο / και πως κάτι τουλάχιστον θ’ αγγίξω / την αίσθηση ίσως που θ’ ανάψει μέσα μου λαμπάδα / να καίει στην εκκλησιά / για χάρη εκείνης της αγάπης που δεν γνώρισα.» [ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ]

Με την προσμονή της νέας του ανθοφορίας, γυμνός ο ποιητής, μοναχικό αγριόροδο, υπερβαίνει τη λύπη για τα χαμένα του πέταλα.

 Ο άγνωστος, ο κρυμμένος δρόμος μας αναγεννά, μας κινητοποιεί και  ταυτόχρονα μας καταρρακώνει. Η αληθινή ποίηση [ λέει ο Τ.Σ.Έλιοτ] βάζει μια άλλη τάξη στα πράγματα και μας συμφιλιώνει με αυτά… Κι όσο πιο τέλειος κι αληθινός είναι ο καλλιτέχνης τόσο πιο διακριτά είναι μέσα του ο πάσχων άνθρωπος και το δημιουργικό πνεύμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.