You are currently viewing Βασίλης Κοκκώνης: 2 ποιήματα

Βασίλης Κοκκώνης: 2 ποιήματα

ΠΟΙΗΤΗΣ

 

Ένα λεμόνι που απ’ το ακραίο πάθος  γίνηκε κόκκινο,

μα ελάχιστοι οι τολμηροί για να το κόψουν. (Πόσο μάλιστα να το δοκιμάσουν).

Μια αλήθεια τόσο μεγάλη, που σαν κατάματα την κοιτάξεις,

χάνεις το παρελθόν σου.

Ένα σπουργίτι με φτερά από φύλλα μανόλιας,

που σε κάθε χτύπημά τους,

ανθίζει.

Μια θαλάσσια ανεμώνη που πάλλεται,

απ’ την μοναξιά του βυθού.

Ένας ήλιος που ανατέλλει,

κάθε που σκοτεινιάζει.

Μια μουσική τόσο διεισδυτική,

που ελπίζει να ακουστεί, ακόμα και στων τάφων τα βάθη.

Ένας ιός τόσο επικίνδυνος που σαν εκτεθείς,

γίνεσαι ευτυχισμένος.

Ένας ακροβάτης τόσο επιδέξιος,

που καταφέρνει να βαδίσει με ακρίβεια

κατά μήκος του αναστεναγμού.

Ένα φιλί βουτηγμένο στο μελάνι του πάθους τόσο,

που σαν ολοκληρωθεί,

ο ένας γνωρίζει πια την Ιστορία του άλλου.

Ένα παιδί που βαδίζει στην ομίχλη της νύχτας φοβισμένο,

μα σαν ανοίξει τα μάτια, έχει ήδη ξημερώσει.

Ένα ουράνιο γιοφύρι που για να στερεωθεί,

στα θεμέλιά του ειν’ χτισμένοι δυο άγγελοι.

Μια ευγένεια τόσο ακραία,

που ακόμη κι αν κάποιος βαθιά σου καρφώσει το μαχαίρι,

εσύ να πεις, ευχαριστώ!

 

ΦΩΤΙΑ ΣΤΟΝ ΘΑΛΑΜΟ Νο.6

 

                                                                             Στον Anton

 

Ο θάλαμος νο 6 πήρε φωτιά.

Όχι που με νοιάζει ιδιαίτερα πια, μόνο να,

ξόδεψα μέσα του όλη τη ζωή μου

και δεν απέμεινε ούτε ένα ενθύμιο.

Μέχρι και την στάχτη την πήρε ο αέρας.

Ένα επί δύο.

Μέσα εκεί κοιμόμουν κι εκεί ξύπναγα.

Εκεί έτρωγα, εκεί σκεφτόμουν κι εκεί έγραφα.

Εκεί έπνιγα τον έρωτα κι εκεί τις λοιπές επιθυμίες μου.

Θάλαμος από ξύλο, με ένα μονάχα μεταλλικό χερούλι,         

για το μικρό παράθυρο προς το φως.

Σπάνια το άνοιγα. Για να ξεκολλούν τα βλέφαρά μου.

“Δεν μου χρειάζεται το φως”, σκεφτόμουν.

Οι φιλίες και οι έρωτες δεν έχουν σκοπό.

Φοβόμουν πάντα μην μου κλέψουν τις ιδέες.

Τα σχέδια και τις σημασίες.

Ο ήλιος σε γερνάει πριν της ώρας σου.

Απεχθάνομαι το καψαλισμένο δέρμα.

Και τις ταχύτητες εκεί έξω της ζωής.

Εκεί μέσα ήμουν καλά.

Ήσυχος.

Ήμουν σίγουρος.

Μα ο θάλαμος πήρε φωτιά, φωτιά!

Κι ούτε ένα χειρόγραφο δεν διασώθηκε.

Λοιπόν, ίσως ο δράστης να είναι η τελευταία ισχυρή ανυπότακτη σκέψη.

Πως ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει καλύτερα στο φως.

Πως όλα σαν ξημερώσει παίρνουν τις πραγματικές τους διαστάσεις.

Πως δεν είμαι τελικά ένα μικρό ανθρωπόμορφο μυρμήγκι.

Και πως ο θάλαμος νο 6 υπήρξε τελικά… μόνο στο μυαλό μου.

Βιογραφικό Σημείωμα:

Ο Βασίλης Κοκκώνης γεννήθηκε στην Αθήνα το1975.   Σπούδασε               οικονομικά στην Αθήνα, ενώ παράλληλα εργαζόταν σε Γκαλερί στην Κέρκυρα και την Αθήνα.Κατά τα έτη 1994-1996 διδάχτηκε  ζωγραφική  και  ιστορία της τέχνης, στο εργαστήρι του Σπύρου Αλαμάνου, διευθυντή στην καλλιτεχνική σχολή της Κέρκυρας. Επίσης μαθήτευσε για 3 έτη, δίπλα στον Νίκο Χατζιδάκι, μαθητή του Ι. Τσαρούχη και στο εργαστήρι του Παναγιώτη Παρλαβάντζα . Έχει πραγματοποιήσει 2 ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε 13 ομαδικές. Έχει εκδώσει τις συλλογές: ¨Ερωτικές Αυτοχειρίες¨, ¨Εικόνες ενός ασυμβίβαστου ημερολογίου και ¨Μικρή Ιθάκη¨, ενώ είναι υπό έκδοση οι ποιητικές συλλογές του “Το πένθος του παραδείσου «Ο Άνθρωπος»”, και “Μικρό αλιευτικό της μοναξιάς”.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.