You are currently viewing Δανάη Χασακή – Τσουλιά: ένα διήγημα

Δανάη Χασακή – Τσουλιά: ένα διήγημα

ΤΑΞΙΔΙΑ

 

                                                           Αράξαμε σ΄ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά

                                                          Με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια

                                                          Τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.

                                                           Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια

                                                                                        Γ. Σεφέρης «Αργοναύτες»

 

Το πήρε απόφαση ο Αλεξαντρής. Το όνειρο της επιστροφής στο τόπο τους θα έμενε όνειρο. Τέλος. Θα φύγει στην Αμερική με όποιον τρόπο μπορέσει. Μα νόμιμα και με χαρτιά, μα κρυφά και παράνομα, θα φτάσει στην Αργεντίνα. Δύσκολα, λένε, τα πράγματα  και εκεί, πείνα όμως και κρύο και γύμνια εδώ…. Τα σπίτια που τους δώσανε, ανταλλάξιμα τα ονομάζει η Επιτροπή, δεν τους χωρούν. Δυο οικογένειες μαζί, πολλά τα  παιδιά και το δωμάτιο ένα. Η οστρακιά θερίζει Έξι πέθαναν την περασμένη εβδομάδα.. Ψήνονταν στη θερμη, τρέμαν σαν το ψάρι, καλοκαιριάτικα. Καλοκαίρι του ΄29. Και πού να ΄ρθει ο χειμώνας.   Κουρέλια ψάχνει η Κλειώ να υφάνει κανα στρωσίδι. Πώς θα ντύσει τα παιδούδια; Και το ψωμί όλο και πιο ακριβό. Αργούν  πολύ οι αποζημιώσεις για ό,τι εγκατέλειψαν φεύγοντας,  προσωρινά νόμιζαν. Υποσχέσεις, υποσχέσεις, λόγια, λόγια. Τι κι αν είναι υποσχέσεις του Βενιζέλου για γρήγορη καταβολή των  αποζημιώσεων, για τη νέα τράπεζα τη Γεωργική που θα βοηθήσει τους αγρότες! Πότε;  Καλά που θα αρχίσει η κατασκευή του νέου δρόμου. Να ΄πιανε κι εκεί δουλειά…. Ήρθε κι  εκείνη η άπονη διαταγή. Τη διάβασε με τα ίδια του τα μάτια στην εξώθυρα της Δημαρχίας: απαγορεύεται, λέει,  να  φορούν οι πολίτες στρατιωτικές χλαίνες, πηλήκια… Πώς θα βγάλει τον χιονιά; Τριμμένη και μπαλωμενη σε ένα δυο σημεία τυλιγόταν τη  χλαίνη που του έδωσε ένας γείτονας. Τη φορούσε αυτός  στον πόλεμο. « Στα μέρη σου ήμουν κι εγώ, φαντάρος. Πελαδάρ, αν το ξέρεις…Όπου φύγει, φύγει…με τα εγγλέζικα βαπόρια… από τα Μουδανιά».Τον τόπο του δεν ξέρει  ο Αλεξαντρής; Το Πελαδάρ και το Αλισαρί και τα Μουδανιά;. Από κει ξεκίνησαν  τον Αύγουστο   του 22.

Κουβαλά στην τσέπη διπλωμένο ένα φύλλο εφημερίδας. «ROYAL MAIL LINES. ΑΓΓΛΙΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΤΜΟΠΛΟΙΑ» γράφει. Του πήρε τα μυαλά η εικόνα του υπερωκεανίου που υπόσχεται να τον πάει στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στην Ουρουγουάη. Σε είκοσι πέντε ημέρες σε μιαν αλλιώτικη ζωή, στον παράδεισο! «Αποστείλατέ μας τας εν Αργεντινή διευθύνσεις των συγγενών σας. θα σας υποβοηθήσωμεν ΔΩΡΕΑΝ μεσω του εν Αργεντινή Αντιπροσώπου μας δια την ταχείαν έκδοσιν και αποστολήν των αδειών και προσκλήσεων της ελευθέρας εισόδου σας  εις Αργεντινήν». Ένας ξάδερφός του είχε αναχωρήσει από το ΄15 κιόλας για κει.  Κατάφερε να ξεφύγει από το φιρμάνι που τον όριζε για τα τάγματα εργασίας. Τώρα αυτός  εκεί, στο Μπουένος Άιρες,  θα έχει τον παρά, πλούσιος θα είναι… Πώς όμως να βρει τη διεύθυνσή του όπως ζητά  ο πράκτορας; Ρώτησε τους χωριανούς, απάντηση δεν πήρε.: «Μπρε σερσερή! Κατάκατσε εδώ που ΄ρθαμε!» τον αποπήραν μερικοί, σαν τους είπε τον λόγο της αναζήτησης. Κι αν δεν τον  έβρει, δε μπορεί, κάποιον άλλον θα πετύχει εκεί να τον βοηθήσει . Φτάνει να φύγει, να φτάσει.

 Πηγαινοέρχεται στο γραφείο του πράκτορα με την ελπίδα κάτι να πληροφορηθεί «δια του Αντιπροσώπου», ίσως και να βρεθεί ο ξάδερφος και η «πρόσκλησις της ελευθέρας εισόδου». Ύπνος δεν κολλάει στα κουρασμένα του μάτια κι εκεί που χάνει κάθε ελπίδα, εκεί ακούει τους ψιθύρους για κάποιους που χωρίς χαρτιά τόλμησαν, κρυφά μπήκαν στο καράβι για Λιβόρνο, για Νάπολη, και μετά… έχει ο Θεός…Θα δοκιμάσει να μαζέψει τα ναύλα. Όμως το Πρακτορείο  τον συμβουλεύει να έχει κι άλλα χρήματα μαζί του, για να είναι «εις θέσιν να καλύψη τα απρόοπτα του ταξιδίου έξοδα» Στα λιμάνια της Ευρώπης καθυστερούν, δεν έρχονται στην ώρα τους τα καράβια για τον τελικό προορισμό των μεταναστών. Είκοσι –είκοσι πέντε λίρες Αγγλίας. «τουλάχιστον» τονίζει ο πράκτορας κι ο Αλεξαντρής συννεφιάζει. Κι όλο καπνίζει και συλλογιέται. Καμπανίζει στα αυτιά του εκείνο το «τουλάχιστον»…

Μάρτης ΄31. Μέρες τον ψάχνουν. Άφαντος ο Αλεξαντρής! Μαλλιοτραβιέται η Κλειώ, δέρνει στην απελπισία της τα μικρά, στριγγλίζουν φοβισμένα αυτά. Γειτόνισσες κλαίνε μαζί της, πασχίζουν να τη στυλώσουν. Μιλάνε όλες μαζί, κάποιες από τον συνοικισμό τούρκικα..Τσαλακωμένη, μισολιωμένη από το νερόχιονο μια σελίδα εφημερίδας: «RO… MAIL LINES. …ΛΙΚΗ ΒΑΣ…Η ΑΤΜΟΠΛ….. ΤΑΚΤΙΚΑ…ΕΒΔΟΜΑΔ… ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ» γράφει. Η εικόνα ενός βαποριού δείχνει  το πηγάδι…

 

                                       

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.