You are currently viewing Ζαφειρούλα Καλανδράνη: Στου Μανώλη την ταβέρνα

Ζαφειρούλα Καλανδράνη: Στου Μανώλη την ταβέρνα


ΣΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ

 


– Ε, γεια χαραντάν στην παρέα, Μανώλη, φέρε μας μία. Κάτσε ρε Βασίλη, να εκεί, δίπλα στο παράθυρο να βλέπουμε κι έξω , τους περαστικούς.
– Ποιους περαστικούς, εγώ λέω να παίξουμε καμιά πρέφα.
– Ε ναι ! Μανώλη, φέρε και τα χαρτιά. Ήτανε που λες ρε αδερφάκι μου , αυτός ο δρόμος γεμάτος από χαλάσματα. Στη γωνία βρισκόταν το περίπτερο του Σταύρου. Αυτουνού ρε, που έμενε στην Αγία Παρασκευή, πάνω από το σπίτι μας. Έχει πεθάνει εδώ και χρόνια, Συχώρια θέλει. Καθότανε, να δεις, με τις ώρες και χάζευε από το μικρό παράθυρο, εκεί ρε, που σου έδινε τα τσιγάρα και τα ρέστα. Χάζευε τις θεογκόμενες που περνούσαν απ το δρόμο. Πολλές φορές περνούσαν και κάτι ξερακιανές τσιγγάνες, απ’ αυτές που λένε τα χαρτιά. Τώρα, κοίτα τι μαγαζάρες χτιστήκανε, αγνώριστος έγινε, φτιάξανε και το χάλασμα του γερο Τσιφούτη, αυτουνού που όταν πηγαίναμε και του λέγαμε τις γιορτές τα κάλαντα , αντί για μπαξίσι μας έδινε μανταρινότσουφλα και κουμπιά.
– Εγώ μια φορά πήγα και μετά δεν ξαναπάτησα. Μανώλη, βάλε κάτι στο πικάπ και ακόμα μια οκά κρασί, πάλι άδειασε αυτό. Βαρεθήκαμε ν’ ακούμε για τον περιπτερά και τις γειτόνισσες που κουτσομπολεύουν την απέναντι. Και πάρε το τουφέκι απ το τραπέζι , θα σκοτωθεί κανένας. Μανία κι αυτός ο άνθρωπος με τα κυνήγια.
– Υπήρχαν από τότε στην ταβέρνα τα ξύλινα βαρέλια. Ο μπάρμπα Γιώργης , ο πατέρας του Νικόλα, ήταν νοικοκύρης, πέθανε και την πήρε μετά ο γιος του, αλλά αυτός, ρε, είναι αχαΐρευτος. Δεν ήξερε πώς να την δουλέψει. Κρίμας κι
έδωσε και τα βαρέλια και την ταβέρνα τζάμπα . Άλλη η γεύση του κρασιού απ το βαρέλι. Μανώλη, το κρασί. Α, να έρχεται και ο Μήτσος. Φέρε ένα ποτήρι και γι αυτόν.
– Βρε καλώς τον, έλα κόπιασε, έχουμε και φασολάδα. Ρε γυναίκα, βάλε ένα κρασί στο Μήτσο! Φτου να πάρει, ξέχασα να πάρω ρέγκα.
– Γεια. Τον ακούς;
– Ποιον;
– Τον ντελάλη τον Χούι με την κουδούνα του. Κάθε μέρα τέτοια ώρα, μου έχει σπάσει τα νεύρα!
– Κάτσε μου τα λες μετά. Τους βλέπεις αυτούς που μπαίνουν μέσα; Έπαιζαν χαρτιά στην ταβέρνα της Θαλίας, Μια φορά, παραμονή πρωτοχρονιάς ήτανε , πάνε κάμποσα χρόνια. Που λες το είχανε στρώσει καλά το παιχνίδι αλλά
κατά τα μεσάνυχτα σταμάτησαν. Είχαν αφήσει την τράπουλα με τα φράγκα πάνω στο τραπέζι. Σηκώθηκαν και χάζευαν απ το παράθυρο τα βεγγαλικά. Πρωτοχρονιά βλέπεις, θα συνέχιζαν το παιχνίδι αργότερα. Πήγε όμως ο
Νικολής, εκείνος ο παλαβός που καθαρίζει τους καμπινέδες του δήμου, τους πήρε τα λεφτά και την τράπουλα. Όταν το αντιλήφτηκαν τον κυνήγησαν μέχρι τα Σικίδια, στην καλύβα του Γιώργη του κουτσού που πήαινε να κρυφτεί και
τον σακάτεψαν στο ξύλο. Από μικρός ήταν μεγάλο κλεφτρόνι, κοτέτσι για κοτέτσι δεν άφηνε!
– Έβαλε ένα ψόφο έξω! Τον θυμάμαι τον Νικολή. Είναι λίγο πιο μεγάλος από μένα. Δεν σκάμπαζε τίποτε στο σχολείο, ξύλο απελέκητο αδερφέ μου. Μέναμε και στην ίδια γειτονιά, δηλαδή, όχι ακριβώς στην ίδια, αυτός έμενε
στον κάτω μαχαλά. Θυμάμαι, τον φώναζε ολομερής η μάνα του κι αυτός απαντούσε με τον δικό του τρόπο, ΟΟΟρίιιστε μαμμάαα. Έτσι ακριβώς. Ναι , το θυμάμαι. Μ΄ εκείνο το μπαλωμένο εγγλέζικο σορτσάκι, φαινόντουσαν τα
πόδια του σαν καλαμάκια, τόσο αδύνατος που ήταν. Τον κορόιδευαν όλα τα παιδιά και τον λέγαμε μαμόθρεφτο,
Μόνο αυτό δεν ήταν, όταν γύρισε από φαντάρος πουλούσε νταηλίκι σε όλους. Στο τέλος κατάντησε να καθαρίζει σκατά. Του έφυγε και το νταηλίκι.
– Τον θυμάσαι τον μπάρμπα του; Έχει μια κοιλιά , σαν βαρέλι ξεγάνωτο, κι εκείνη η ζώνη με την χρυσή αγκράφα να φαίνεται λες κι είχε βάλει μια ασπίδα. Μια μεγάλη κοιλιά λες και ήταν μπαλόνι που φορούσε μια ασπίδα στη μέση. Για γέλια είναι. Η γυναίκα του, είναι λίχνος μπροστά του. Τον βαγιοκλαδίζει από το πρωί μέχρι το βράδυ. Άσε που τον ταΐζει όλη την ημέρα. Αχόρταγος είναι σαν τους αποπάτους που καθαρίζει ο γιος του. Θα σκάσει καμιά ώρα.
– Άιντε στην υγειά σου! Να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
– Ποια φαρμάκια; Εσύ μια χαρά είσαι.
– Ε καλά είμαι, δόξα τω θεώ. Αλλά έρχονται φορές που τα βάσανα των άλλων γίνονται και δικά σου. Να, όπως της Λενιώς. Ξέρεις που κάθεται στο απέναντι σπίτι από το δικό μου. Η κακομοίρα, έχει δύο παιδιά, ο αχαΐρευτος ο άντρας
της, όλο καφενείο και πρέφα. Αναρωτιέμαι πώς τον ανέχεται. Έλα, Μανώλη, φέρε ακόμα μια οκά κρασί. Το άτιμο, μονορούφι πίνεται.
– Ρε Σπύρο θυμάσαι, τότε στο σχολείο; Τότε, που είχαμε δάσκαλο τον Κοσάρη. Καθόσουν στο πρώτο θρανίο, κι εκείνη καθόταν στη διπλανή σειρά, κι εκείνη στο πρώτο θρανίο ήτανε. Θυμάσαι; Τότε που φορούσανε τα κορίτσια
την μπλε ποδιά. Που όταν καθόταν φαινόντουσαν οι γάμπες της και την έπαιρνες μάτι; Μια φορά μου είπες ότι είδες και το βρακί της;  Ή μου είπες πως είδες πως δεν φορούσε βρακί;
– Τι λες ρε; Το κρασί μου φαίνεται σε βάρεσε κατακούτελα. Είπα εγώ τέτοιο πράμα για τη Λενιώ;
– Ρε όλοι το ξέραμε πως ήσουν ερωτοχτυπημένος μαζί της. Δηλαδή αν τη έπαιρνες εσύ δεν θα ήταν καλύτερα; Τέλος πάντων. Θυμάμαι που όλο της θύμωνε ο δάσκαλος που ήταν κοντή η ποδιά της, μάλιστα μια φορά την έβαλε και τιμωρία. Μια μέρα, η μάνα της, το κυρά Καλιό, της είχε δώσει 30 δραχμές, δραχμές. Αχ, αξέχαστες δραχμές, τέλος πάντων. Την έστειλε να πάει στο μπακάλη να πάρει, δεν ξέρω, κάτι, και της έπεσαν από τη τσέπη. Ψάχναμε όλοι να τις βρούμε για να μην τις φάει από τον πατέρα της. Και ξέρεις έ; Αυτός έβγαζε το ζωνάρι και χτυπούσε τα παιδιά του αλύπητα, μέχρι πέτσες τους έβγαζε, τα μάτωνε τα καημένα και μάλιστα πολλές φορές για ψύλλου πήδημα.
– Ε και τί έγινε ρε Βασίλη; Τις βρήκατε τις 30 δραχμές;
– Ναι, ένα εικοσάρικο και δύο τάλαρα. Το εικοσάρικο ήταν ασημένιο, ξέρεις.
– Ε, γλύτωσε το ξύλο. Α, κοίτα ποια περνάει τώρα… Ρε, τη θυμάσαι αυτή; Η Αρετή είναι. Θυμάσαι τι αγοροκόριτσο ήταν; Περπατούσε με τέτοιο τρόπο που νόμιζες ότι ήταν φαντάρος. Τώρα… Κοκέτα, πήρε και καλό άντρα, τον
Μαναή, τον ξέρεις δα, αυτόν που δουλεύει στη σκουπιδιάρα του δήμου κι έχει και μια στάνη με σαράντα γίδια. Έχει δυο παιδιά , ένα στο σχολείο, ένα στην κούνια και τώρα νομίζω περιμένει και τρίτο. Προκομμένος ο Μαναής.
– Να δούμε πώς θα τα βγάλει πέρα με τρία παιδιά ο Μαναής.
– Γιατί; Δουλευταράς είναι, μια χαρά θα τα βγάλει πέρα.
– Ε, ώρα να πηγαίνω, θα φωνάζει και η κυρά. Εσείς τι θα κάμετε;
– Εγώ τώρα ήρτα.
– Εμένα η κυρά μου δεν φωνάζει. Τα κακάρωσε είπε γελώντας.
– Κι αυτή που έρχεται ρε, κατά δω, ποια είναι;

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.