Οι φίλοι αποκοιμήθηκαν.
Μέσα στο δάσος της ψυχής μας οι πνοές τους
ψιθυρίζουν στα φυλλώματα της θύμησης.
Μόλις που ακούγονται, σε ώρες μεγάλης γαλήνης!
Σκεπασμένοι το βάρος της λύπης – της δικής σου –
δεν θα νιώσουν τη δροσιά του ιδρώτα σου
που κυλά στο μέτωπό σου η αγωνία.
Κι αν ακόμη σε είδαν τη στιγμή της μεγάλης ταραχής,
κι αν άκουσαν από το στόμα σου για τη μοναδική σου ώρα,
τώρα που ξεκινάς για ν’ απαντήσεις τον εαυτό σου
και να μονομαχήσεις μαζί του στην κορυφή της μοναξιάς,
οι φίλοι δεν μπορούν να σ’ ακολουθήσουν.
Με τα μέλη βαριά από κούραση κοιμούνται, στο δάσος των αναμνήσεων.