You are currently viewing Κωνσταντῖνος Γεωργίου: ένα ποίημα

Κωνσταντῖνος Γεωργίου: ένα ποίημα

Ὁ ζωγράφος

 

Ἐργαζόταν ἐντατικὰ ἐδῶ καὶ χρόνια

στὴν φτωχική του σοφίτα στὴν ὁδὸ Ἐλευθερίας.

Ἕνα κρεβάτι, ἕνα τραπέζι, τὸ καβαλέτο

καὶ πολλοί, πολλοὶ πίνακες

-ἀδιάφοροι.

Ἐκεῖνο τὸ καλοκαιρινὸ πρωινὸ

σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι του εὐδιάθετος.

Πῆρε τὸ μολύβι του, πλησίασε τὸ καβαλέτο

μέσα στὴν διάχυση τοῦ φωτὸς

καὶ χάιδεψε ἀνάλαφρα τὸ τελάρο.

Πρῶτα σχεδίασε τὸ περίγραμμα

-καλοσχηματισμένο, ντελικάτο.

Ἄρχισε νὰ τῆς δίνει μορφή.

Ἕνα φεγγάρι πρόσωπο,

τὴν χρυσὴ βροχὴ τῶν μαλλιῶν της,

τοῦ σώματος τὶς γραφικὲς ἀκτὲς

καὶ τοὺς ἀνθισμένους κήπους.

Ἔπειτα, ἔπιασε τὰ πινέλα του

καὶ τῆς ἔδωσε τὰ πιὸ ὡραῖα χρώματα.

Κι αὐτὴ τοῦ χαμογέλασε, τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι

καὶ περπατήσανε μαζὶ ὣς τὴν ἄκρα τοῦ φόντου.

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.