You are currently viewing Λένα Δημητριάδου: Κρυμμένη απειλή

Λένα Δημητριάδου: Κρυμμένη απειλή

   Είχα ξεμείνει στην πόλη το καλοκαίρι μιας χρονιάς που δεν θυμάμαι. Η πρόσκληση της Αλεόης να με φιλοξενήσει στο χωριό της ήρθε σωτήρια.

   Το χωριό ήταν σκαρφαλωμένο σε μια πλαγιά πνιγμένο στις πρασινάδες. Οι ήχοι και οι μυρωδιές της πόλης σκεπάστηκαν από κελαιδίσματα και αρώματα λουλουδιών. Μέσα σ’ αυτό το ειδυλλιακό τοπίο ξεπρόβαλλε το σπίτι της Αλεόης βγαλμένο θαρρείς από τα παραμύθια. Ένα αίσθημα αγαλλίασης με πλημμύρισε κι άρχισα να ευγνωμονώ την καλή μου τύχη.

   Η μητέρα, η γιαγιά και η προγιαγιά της μας υποδέχτηκαν γελαστές. Τρώγαμε γύρω από το βραδινό τραπέζι, όταν οι νεράιδες του σπιτιού μου ανήγγειλαν πως το πρωί θα ερχόταν οι γυναίκες του χωριού να με καλωσορίσουν. «Έθιμο παλιό», μου ψιθύρισε η Αλεόη συνωμοτικά. Και συμπλήρωσε δυνατά: «Να ξέρεις πως σε όλο το χωριό είμαστε μόνο δύο οικογένειες, οι Υπεράνω και οι Υποκάτω». Το θεώρησα απόλυτα φυσιολογικό για μια μικρή κοινωνία όπως εκείνη.

   Το επόμενο πρωινό το σαλόνι της Αλεόης γέμισε με χαρωπές γυναίκες. Οι ψιλές φωνές τους αντηχούσαν στ’ αυτιά μου σαν τιτιβίσματα εξωτικών πουλιών. Ήταν η πρώτη φορά που γινόμουν το επίκεντρο της προσοχής κι αυτό με γέμιζε ευφορία. Ήμουν τόσο συνεπαρμένη από το ευχάριστο κλίμα που δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στα κοράκια και τις φωλιές που στόλιζαν τα μαλλιά τους. Απλώς θεώρησα πολύ διασκεδαστικό το γεγονός ότι τα κοράκια ανήκαν στις Υπεράνω και οι φωλιές στις Υποκάτω. Πού και πού τα κοράκια πετούσαν στις φωλιές των Υποκάτω. Έμεναν για λίγο στο κεφάλι τους κι ύστερα επέστρεφαν στη βάση τους.

   Όταν σταμάτησαν οι ερωτήσεις στο πρόσωπό μου και καταλάγιασε η πρώτη έξαψη, άρχισα να παρατηρώ ότι ένα κοράκι πετούσε κάθε φορά που μια γυναίκα των Υποκάτω γελούσε ή μιλούσε δυνατά. Έμενε στην κορυφή του κεφαλιού της κι έπλεκε τη φωλιά με τρίχες που ξερίζωνε από τα μαλλιά της. Για να στερεωθούν χρησιμοποιούσε μικρές ποσότητες φαιάς ουσίας. Μόλις τότε κατάλαβα όπως κάθε φωλιά κάλυπτε μια τρύπα στο κεφάλι των Υποκάτω.

   Τα γέλια και τα τιτιβίσματα των γυναικών ηχούσαν τώρα έντονα κι ενοχλητικά κι έκαναν το κεφάλι μου να βουίζει. Τα γελαστά πρόσωπα έγιναν μάσκες φρικιαστικές και το σαλόνι άρχισε να γυρίζει γύρω μου. Ύστερα άκουσα τον εαυτό μου να κραυγάζει υστερικά και ασυνάρτητα.

   «Τα κοράκια! Σταματήστε τα! Έγκλημα! Σας τρώνε! Φύγετε, φύγετε!»

   Νεκρική σιγή έπεσε στο σαλόνι. Τα χέρια των Υποκάτω άρχισαν να επιδίδονται σε ένα αλλοπρόσαλλο  χορό, που ανάγκασε τα κοράκια να επιστρέψουν τρομαγμένα στη βάση τους. Ύστερα προσγειώθηκαν στοργικά πάνω στις τρύπες, την ώρα που οι Υποκάτω έτρεχαν για να βγουν από το σπίτι, τσαλαπατώντας η μια την άλλη. Οι Υπεράνω έμειναν ακίνητες να με κοιτάζουν βλοσυρά. Ασυναίσθητα έβαλα τις παλάμες πάνω στο κεφάλι μου για να το προστατέψω από μία αόρατη απειλή.

   Το απόγευμα η Αλεόη εμφανίστηκε με ένα κοράκι στο κεφάλι της και μου είπε ορθά- κοφτά πως έπρεπε να βάλω κι εγώ ένα, αν θέλω να μείνω στο σπίτι της. «Αυτό δεν πρόκειται να το κάνω με τίποτα», της είπα με φωνή που έτρεμε. Τότε το βλέμμα της σκοτείνιασε και το κοράκι της άρχισε να μου κρώζει. Ένα βουητό έκανε το σπίτι να τραντάζεται κι ένας ψυχρός άνεμος που στροβιλιζόταν γέμισε το σπίτι με σκόνη. Όρμησα στα τυφλά προς την έξοδο σκοντάφτοντας πάνω σε τοίχους κι έπιπλα.

    Στο χωριό φαινόταν όλα ήρεμα. Ρούφηξα τον αέρα που μοσχοβολούσε κι έκανα μερικά βήματα. Και τότε τις είδα. Οι Υποκάτω είχαν μαζευτεί στη μικρή πλατεία. Φώναζαν και χειρονομούσαν οργισμένα. Βρισιές και κατάρες έβγαιναν από τα χείλη τους για τους Υπεράνω. 

   Μόλις με είδαν όρμησαν κατά πάνω μου, ίδιες μαινάδες. Μου έδειχναν τις φωλιές τους και παραπονιόταν πως τώρα πια δεν θα μπορούν να περηφανεύονται γι’ αυτές. Με κατηγορούσαν πως κατέστρεψα για πάντα τη γαλήνη τους. Έλεγαν για ένα πέπλο που σήκωσα και τους αποκάλυψα την αλήθεια. Πως οι Υπεράνω ζούσαν εις βάρος τους, γιατί τρέφονταν από τους δικούς τους εγκεφάλους, πράγμα που τους έκανε πιο έξυπνους και μπορούσαν να τους εκμεταλλεύονται κι άλλα τέτοια πολλά. 

   «Πρέπει να διαλέξεις» μου είπαν επιτακτικά  και μου έφραξαν το δρόμο. Ύστερα ηρέμησαν και γλύκαναν. «Έλα μαζί μας!», με προσκάλεσαν. «Έλα μαζί μας και θα σε προστατεύουμε. Έλα και θα κάνουμε μια όμορφη τρύπα στο κεφαλάκι σου», τραγουδούσαν οι Σειρήνες.

   Έκανα μεταβολή κι άρχισα να τρέχω.  Έτρεχα ακόμη κι όταν το τραγούδι σταμάτησε να ακούγεται. Έτρεχα κι όταν έφτασα στον κεντρικό δρόμο. Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα. Το οδηγούσε μια γυναίκα. Έμεινα για λίγο ακίνητη με τα μάτια στυλωμένα πάνω στο κεφάλι της. Δεν διέκρινα τίποτε το ιδιαίτερο. Μπήκα μέσα και ανάσανα βαθιά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.